Φωτογραφίες: Νίκος Κοκκαλιάς
Ακούστε το άρθρο
Το τελευταίο φυσικό δάσος του λεκανοπεδίου δεν είναι απλά ένα μητροπολιτικό πάρκο, αλλά και ένας χώρος εκπαίδευσης, με μουσεία σπάνιων εκθεμάτων, κτίρια μοναδικής αρχιτεκτονικής και πολλά μυστικά που αιχμαλωτίζουν τη μακρά του ιστορία
Δίπλα στην πολύβουη λεωφόρο Κηφισίας, μια έκταση 950 περίπου στρεμμάτων απλώνει το πράσινό της ανάμεσα στην Κηφισιά, το Μαρούσι και τα Μελίσσια. Μέσα σε αυτά θα βρει κανείς μεταξύ άλλων πολλά πεύκα, εντυπωσιακά κυπαρίσσια, ελιές, δεκάδες βότανα, περισσότερα από 300 είδη πουλιών – και αν κάποιος είναι τυχερός, μπορεί να δει και καμιά αλεπού να τρυπώνει στη φωλιά της.
Μιλάμε για το Κτήμα Συγγρού, που ενδεχομένως πολλοί από τους κατοίκους των βορείων προαστίων γνώρισαν καλύτερα μέσα στην περίοδο της καραντίνας, τότε που τα πάρκα ήταν «ο μόνος έξω κόσμος». Δεν πρόκειται βέβαια, απλά για ένα πάρκο που μπορεί κανείς να κάνει περιπάτους, να αθληθεί, να παίξει ποδόσφαιρο «όπως παλιά» σε χωμάτινο γήπεδο. Ολα αυτά βεβαίως και περιμένουν τον επισκέπτη του Κτήματος Συγγρού, ανάμεσα όμως σε ορθόδοξες εκκλησίες γοτθικού ρυθμού, λίμνες φτιαγμένες από τον Ερνέστο Τσίλλερ, μια συλλογή με κάκτους από όλο τον κόσμο, κυψέλες μιας άλλης εποχής. Και έπειτα, το Δάσος Συγγρού, που εκτείνεται στα 700 από τα 950 στρέμματα του κτήματος αποτελεί και το τελευταίο φυσικό δάσος του λεκανοπεδίου της Αττικής, ένας από τους τελευταίους πνεύμονες της πόλης.
Επί Τουρκοκρατίας, αυτό που σήμερα ξέρουμε ως Κτήμα Συγγρού, ήταν τουρκικό τσιφλίκι. Το 1844 πέρασε σε ελληνικά χέρια και ο χώρος αγοράστηκε στη συνέχεια από τον Βρετανό αρχαιολόγο Στιν, προκειμένου να κάνει ανασκαφές – πρόκειται για μια έκταση εξάλλου η οποία παρουσιάζει αρχαιολογικό ενδιαφέρον που φτάνει μέχρι και τους προϊστορικούς χρόνους, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα σε αυτόν. Στη συνέχεια, το κτήμα πέρασε στα χέρια του Γερμανού συναδέλφου του Στιν, Γουίλ, που συνέχισε το έργο του.
Το 1875 ήταν η κομβική χρονιά στην ιστορία του κτήματος από εκεί και έπειτα. Ο εθνικός ευεργέτης Ανδρέας Συγγρός, τη χρονιά του γάμου του με την Ιφιγένεια Συγγρού, αποφάσισε να αγοράσει το κτήμα στο οποίο έφτιαξε μία έπαυλη-εξοχική κατοικία, μαζί με πολλούς βοηθητικούς χώρους. Μετά τον θάνατο του συζύγου της, η Ιφιγένεια Συγγρού έμεινε εκεί για περισσότερα από είκοσι χρόνια, μέχρι και το τέλος της ζωής της το 1921.
Σε αυτό το διάστημα, η σύζυγος του Ανδρέα Συγγρού, που έτσι κι αλλιώς είχε αφιερωθεί στα κοινά σε όλη τη ζωή της, επικεντρώθηκε ιδιαίτερα στο να υλοποιήσει όλα όσα εκείνος δεν πρόλαβε. Ανάμεσα, λοιπόν, στην ανέγερση του νοσοκομείου «Ανδρέας Συγγρός» και την ολοκλήρωση των απομνημονευμάτων του ισχυρού άνδρα της εποχής, η Ιφιγένεια Συγγρού είχε βλέψεις ώστε το κτήμα μετά τον θάνατό της να περάσει στα χέρια εκείνα τα οποία θα μπορούσαν να το αναγάγουν σε μια εκπαιδευτική κοιτίδα που θα αφορά τη γεωργική, την κηπουρική και όλες τις ειδικότητες που ασχολούνται με τη χλωρίδα και την πανίδα.
Ετσι, στη διαθήκη της η Ιφιγένεια Συγγρού άφησε το κτήμα στην τότε Ελληνική Γεωργική Εταιρεία, η οποία και ανέλαβε το 1921 τον χώρο, ο οποίος πέρασε πλήρως στα χέρια της το 1928. Σήμερα, η Ελληνική Γεωργική Εταιρεία ονομάζεται πλέον Ινστιτούτο Γεωπονικών Επιστημών (ΙΓΕ) και συνεχίζει ως βασικός φορέας διαχείρισης του κτήματος να έχει εκεί τις εγκαταστάσεις του –πολλές από τις οποίες βρίσκονται στα σωζόμενα κτίρια της εποχής του ζεύγους Συγγρού– και να αναπτύσσει τα εκπαιδευτικά του κυρίως προγράμματα.
Μπαίνοντας από την κεντρική είσοδο του Κτήματος Συγγρού, επί της λεωφόρου Κηφισίας, λίγα βήματα μέσα στα μονοπατάκια αρκούν για να οδηγήσουν στο κτίριο-καρδιά του χώρου, τον Πύργο Συγγρού. Το παλιό αρχοντικό, η πάλαι ποτέ έπαυλη του Ανδρέα και της Ιφιγένειας Συγγρού, καλωσορίζει τον επισκέπτη με ένα άγαλμα του ίδιου του Συγγρού, που βρίσκεται μέσα σε έναν μικρό μα όμορφο βοτανικό κήπο μπροστά από το κτίριο.
Ο πύργος κατασκευάστηκε το 1880 από τον γνωστό Γερμανό αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ, που τότε είχε εγκατασταθεί πλέον στην Ελλάδα. Σήμερα, ο Πύργος Συγγρού φιλοξενεί τα βασικά γραφεία του ΙΓΕ, αν και ο χαρακτήρας εποχής έχει κρατηθεί μέσα στο κτίσμα. Δωμάτια που κάποτε ήταν μεγάλα σαλόνια, πλέον χρησιμοποιούνται ως χώροι συμβουλίων και παρουσιάσεων, ενώ ένας ανεκτίμητος θησαυρός βρίσκεται πίσω από την πόρτα της βιβλιοθήκης του.
Οι παρατηρητικοί, μπαίνοντας στη γεωργική βιβλιοθήκη θα καταλάβουν γρήγορα πως τα βιβλία δεν είναι χωρισμένα αλφαβητικά ή θεματικά, αλλά βάσει του χρώματός τους, ικανοποιώντας και τους οπτικά πιο… ψυχαναγκαστικούς. Η γεωργική βιβλιοθήκη μετρά παράλληλη ιστορία με την (κάποτε) Ελληνική Γεωργική Εταιρεία, μιας και όταν αυτή ιδρύθηκε το 1901, μαζί ξεκίνησε να υπάρχει και η βιβλιοθήκη, που σήμερα έχει μια συλλογή πέντε χιλιάδων βιβλίων.
Κάποτε ήταν ιδιαίτερα σημαντική διότι κατάφερνε να συγκεντρώσει επιστημονικά βιβλία και γνώση για έναν κλάδο που δεν ήταν ακόμη απόλυτα καταγεγραμμένος επιστημονικά. Σήμερα, οποιοσδήποτε ερευνητής ενδιαφέρεται (η συλλογή είναι ανοιχτή σε σπουδαστές, με τα περισσότερα βιβλία να έχουν σκαναριστεί) μπορεί να βρει στη γεωργική βιβλιοθήκη σημαντικά ιστορικά τεκμήρια για τη μελέτη και την καλλιέργεια της γης, από την ελληνική και τη διεθνή βιβλιογραφία, που εκδόθηκαν πριν εκατοντάδες χρόνια. Τραβώντας τυχαία ένα βιβλίο, μπορεί να ανοιχτεί μπροστά σας μια ολόκληρη ιστορία και μόνο από την πρώτη του σελίδα. Οπως, για παράδειγμα, συνέβη με ένα γαλλικό βιβλίο του 1891, που ανέλυε τη δημιουργία κρασιού από σταφίδα. Αλλωστε, λίγα χρόνια νωρίτερα, οι Γάλλοι είχαν εισαγάγει ελληνική σταφίδα, λόγω της έλλειψης της δικής τους και πλέον, είχαν μεγάλη παραγωγή που έπρεπε να αξιοποιήσουν με κάθε τρόπο.
Μπορεί ο Πύργος να κλέβει τα φώτα του Κτήματος Συγγρού, μα γύρω του υπάρχουν μικρά διαμάντια που αξίζει κανείς να ανακαλύψει την ιστορία τους. Στα αριστερά του Πύργου, όπως τον κοιτάζει κανείς, υπάρχει ένα, κατακερματισμένο σήμερα, άγαλμα του Πάρη. Ισως κάποιοι από εσάς να το θυμάστε σε άλλο σημείο του πάρκου και πράγματι, το γλυπτό είναι ένας μικρός «νομάς» του κτήματος.
Το άγαλμα που αποτελεί έργο του Γεώργιου Μπονάνου, είχε αγορασθεί από την Ιφιγένεια Συγγρού και αρχικά βρισκόταν στον γαλλικού τύπου κήπο της έπαυλης. Οταν, όμως, η γυναίκα πέθανε, μεταξύ άλλων, έδωσε στην Ελληνική Γεωργική Εταιρεία ογδόντα χιλιάδες δραχμές και την εντολή να σκαλιστεί ο ανδριάντας του Ανδρέα Συγγρού. Οταν κατασκευάστηκε, το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας αποφάσισε να μπει στο μπροστινό σημείο του κήπου, οπότε και έπρεπε να μετακινηθεί ο Πάρης.
Τότε το γλυπτό του ήρωα του Τρωικού Πολέμου απέκτησε νέο «σπίτι» λίγο πιο πέρα, ανάμεσα στα αυλάκια της λίμνης, που επίσης δημιούργησε το 1880 ο Τσίλλερ και δυστυχώς, σήμερα δείχνει κάπως να μαραζώνει, με το μεγαλύτερο μέρος της να έχει στερέψει κιόλας από νερό. Τη δεκαετία του ‘80, το άγαλμα άρχισε να παρουσιάζει φθορές (σήμερα είναι ακέφαλο και του λείπουν τα περισσότερα άκρα), που οι άνθρωποι του ΙΓΕ αποδίδουν στο γεγονός ότι πολλοί επισκέπτες σκαρφάλωναν σε αυτό και το κακομεταχειρίζονταν, προσπαθώντας να φωτογραφηθούν μαζί του.
Επειτα, λοιπόν, από συζήτηση μεταξύ του ΙΓΕ, του υπουργείου Πολιτισμού και των Φίλων Δάσους Συγγρού –μια επίσης πολύ δραστήρια ομάδα που μεριμνά για τα ζητήματα του χώρου– το άγαλμα βρίσκεται πλέον στον προαύλιο χώρο του Πύργου ανάμεσα στα δρομάκια που κάποτε είχαν χαραχθεί για να περνούν οι άμαξες, μιας και στα τέλη του 19ου αιώνα δεν υπήρχαν ακόμη αυτοκίνητα. Μάλιστα, πίσω από το άγαλμα υπάρχει μία γεωργική άμαξα μαζί με άλλα εργαλεία για τη γη, που πλέον έχουν ιστορικό ενδιαφέρον.
Λίγο πιο δίπλα, ανάμεσα στα δέντρα, ξεπροβάλλει μια μικρή εκκλησία, που το έντονο κίτρινο χρώμα της και το ιδιόμορφο σχήμα της, την κάνει να δείχνει σαν γιγάντια μακέτα. Πρόκειται για τον ιερό ναό του Αγίου Ανδρέα, που παρουσιάζει σπανιότητα, όχι μόνο γιατί είναι από τους ελάχιστους ορθόδοξους ναούς που ακολουθούν γοτθικό αρχιτεκτονικό ρυθμό (επίσης έργο του Τσίλλερ), αλλά και γιατί βρίσκει κανείς και μια ιδιομορφία στο εσωτερικό του: στη δεξιά μεριά του τέμπλου, εκεί που πατροπαράδοτα σε κάθε ναό βρίσκεται ο Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, σε αυτή την εκκλησία βρίσκεται ο Αγιος Ανδρέας. Για να την επισκεφθείτε, θα πρέπει να είναι Κυριακή, μιας και είναι η μόνη μέρα της εβδομάδας που ο ναός ανοίγει για λειτουργία.
Μέσα στο Κτήμα Συγγρού θα βρει κανείς και δύο μικρές συλλογές, που ακόμα και αν η πρόσβαση σε αυτές δεν είναι εύκολη για το κοινό, αξίζει να αναφερθούν καθώς είναι σχεδόν μοναδικές στο είδος τους στην Ελλάδα.
Η μία φιλοξενείται στο πρώτο κτίριο που θα συναντήσει κανείς στο Κτήμα μπαίνοντας από την κεντρική του είσοδο και αποτελεί πράγματι το μοναδικό Μουσείο Μελισσοκομίας στην Ελλάδα με τόσο σπάνιες ελληνικές κυψέλες στη συλλογή του. Για την ακρίβεια, 47 παραδοσιακές κυψέλες από κάθε γωνιά της Ελλάδας, που χρονολογούνται πριν το 1935, εκτίθενται εδώ. Αλλες πήλινες, άλλες φτιαγμένες από κλαδιά, οι κυψέλες εκείνης της εποχής φτιάχνονταν από το φθηνότερο υλικό που ήταν διαθέσιμο στην εκάστοτε περιοχή, πριν στη συνέχεια όλες αντικατασταθούν από την κλασική ορθογώνια κυψέλη που γνωρίζουμε. Τη συλλογή συμπληρώνει και ένα γεμιστικό μηχάνημα μελιού που χρησιμοποιήθηκε από την Αττική Μελισσοκομική Εταιρεία από το 1963 μέχρι το 1992. Στο μουσείο γίνονται εκπαιδευτικές ξεναγήσεις σε σχολεία – υπάρχει και ένας… μελισσοκόμος (ή ορθότερα, η στολή του) που περιμένει τους μικρούς φίλους του μελιού που θέλουν να μάθουν τα μυστικά του.
Ισως η πιο ενδιαφέρουσα γωνιά ολόκληρου του κτήματος, δυστυχώς δεν είναι ανοιχτή για το κοινό. Βγαίνοντας από το μουσείο μελιού και διανύοντας ένα δρομάκι με ταΐστρες για τις αγελάδες που κάποτε έτρωγαν από εκεί, προχωρώντας θα βρεθεί στον χώρο που κάποτε ήταν βουστάσιο. Σήμερα, φιλοξενεί ένα ΙΕΚ κηπουρικής αλλά και ένα θερμοκήπιο-μουσείο κάκτου που φιλοξενεί περισσότερα από 300 είδη κάκτου από όλο τον κόσμο. Χωρισμένα ανά ήπειρο, τα παχύφυτα της συλλογής ξεδιπλώνονται άλλα μεγάλα, άλλα μικρά και θα μπορούσε κανείς να χαζεύει για ώρα τη μοναδική «αρχιτεκτονική» του καθενός.
Το Ινστιτούτο Γεωπονικών Επιστημών μετρά πάνω από 120 χρόνια στην αγροτική εκπαίδευση, τρέχοντας και σήμερα προγράμματα για την κατάρτιση όσων θέλουν να ξεκινήσουν κάποια δραστηριότητα στον αγροτικό τομέα και αναζητούν τις βασικές γνώσεις και δεξιότητες για μια επιτυχημένη επαγγελματική πορεία. Στο ΙΓΕ λοιπόν μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να παρακολουθήσουν θεματικά σεμινάρια κύκλου 100 ωρών σε τομείς όπως η μελισσοκομία, τα αρωματικά φυτά, η δενδροκομία, η ελαιοκομία, η κηποτεχνία, οι απεντομώσεις-μυοκτονίες.
Και μην ξεχνάμε πως στο Κτήμα Συγγρού στεγάζονται τρία σχολεία, το Πρότυπο Γυμνάσιο και το Λύκειο Αναβρύτων και ένα Επαγγελματικό Λύκειο. Η λεγόμενη Σχολή Αναβρύτων ξεκίνησε για πρώτη φορά τη λειτουργία της το σχολικό έτος 1949-50 ως «Εθνικό Εκπαιδευτήριο Αναβρύτων» με ένα προοδευτικό για την εποχή σύστημα εκπαίδευσης, αυτό του Γερμανού Κουρτ Χαν. Εως και το 1991 λειτουργούσε στους χώρους της Σχολής Αναβρύτων παράλληλα και οικοτροφείο, οπότε και εκείνη τη χρονιά έπαυσε να λειτουργεί.
Σήμερα, αν βρεθείτε στο Δάσος Συγγρού πρωινές και μεσημεριανές ώρες, θα δείτε τους μαθητές των σχολείων να παίζουν στα γήπεδα βόλεϊ, μπάσκετ και ποδοσφαίρου. Εσείς μπορείτε να προχωρήσετε πιο μέσα και να ξαποστάσετε στο Θεατράκι του Δάσους που σας περιμένει μερικά μέτρα πιο κάτω.
Δεν χρειάζεται να περπατήσει κανείς από άκρη σε άκρη στο Δάσος Συγγρού για να καταλάβει το μέγεθος της σημασίας του για τον αστικό ιστό, τόσο για την ιστορία που κουβαλάει στους χώρους του, όσο και για τη χλωρίδα και την πανίδα του που τόσο σημαντικές είναι στην εποχή της κλιματικής αλλαγής, σε μια χώρα που οι πυρκαγιές απειλούν κάθε χρόνο όλο και περισσότερο το πράσινο και το οξυγόνο της.
Παρόλα αυτά, ο χώρος δείχνει να χρειάζεται λίγη επιπλέον φροντίδα από αυτή που παίρνει, ενώ σε σημεία μοιάζει να ασθμαίνει. Για τις ενδεχόμενες βελτιώσεις που θα μπορούσαν να γίνουν στη λειτουργία του Κτήματος Συγγρού, ο πρόεδρος του ΙΓΕ, Διονύσης Κυριακόπουλος σημειώνει τα εξής: «Πάντα υπάρχουν βελτιώσεις με σκοπό το Κτήμα Συγγρού να γίνει καλύτερο τόσο απέναντι στους εκπαιδευόμενούς του όσο και στους πολίτες που το επισκέπτονται. Η έλλειψη προσωπικού και η ισχνή κρατική χρηματοδότηση δυσκολεύουν το έργο μας. Στο προσεχές μέλλον θέλουμε να επικεντρωθούμε στη φύλαξη, στη βελτίωση τόσο των σπουδαίων αυτών ακινήτων, όσο και των λοιπών χώρων που βρίσκονται εντός του Κτήματος μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων και στη βελτίωση της πρακτικής άσκησης των εκπαιδευομένων μας».
Μόνη ευχή τα παραπάνω και όσα άλλα χρειάζονται, να γίνουν ώστε κάθε επίσκεψη στο Δάσος Συγγρού να δείχνει καλύτερη από την προηγούμενη.