Μπροστά στο αστικό παλάτσο της οδού Σολωμού

Μπροστά στο αστικό παλάτσο της οδού Σολωμού

2' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Περπατώντας από την πλατεία Λαυρίου έως την πλατεία Βικτωρίας κατά μήκος της 3ης Σεπτεμβρίου, μιας λεωφόρου που θα μπορούσε να είναι πρότυπο αστικής αρχοντιάς, με έλουζε ένας πρώιμα ανοιξιάτικος ήλιος και οι ακτίνες του με έκαναν να νιώθω διάφανος και άτρωτος. Πατούσα σε γη στέρεη, οικεία, γεμάτη συνηχήσεις, οι συνειρμοί ανέβλυζαν. Εικόνες από το χθες έμπλεκαν σε όσα μου παρουσιάζονταν το ένα μετά το άλλο, σε προσόψεις, κατώγια, μπαλκόνια, ρετιρέ, εσωτερικά μαγαζιών, σκάλες ημιυπογείων και μαρκίζες καταστημάτων. Η πόλη σαν ποτάμι. Παφλασμός. Αλλά καθώς έπαιρνα θάρρος από τα αστικά ορυχεία που άνοιγαν μέσα από καταπακτές μνήμης, είχα την αίσθηση ενός χρονικού μεταιχμίου ανάμεσα στις συμπληγάδες του αιώνα που έφυγε και του αιώνα που έρχεται.

Αποκρυσταλλωμένος ο 20ός αιώνας ολόγυρα, αποκαλυπτόταν σε διάφορες εκδοχές, από παλαιικά αστικά διαμερίσματα έως γηρασμένα κτίρια γραφείων, αλλά ενδιάμεσα, δίπλα σε εισόδους ενός μοντερνισμού μιας ορισμένης κομψότητας από το 1938 ή το 1955, ήξερα ότι επιζούσε η παρακαταθήκη της εποχής 1910-1935. Ηταν εκείνα τα παλάτσα, τα αρχοντόσπιτα που με δύο, τρεις ή τέσσερις ορόφους αντανακλούσαν ένα ώριμο αστικό γούστο και φλέρταραν με όλα τα στυλιστικά ρεύματα από τη Βιέννη και το Παρίσι. Τα πιο πολλά γκρεμίστηκαν ανάμεσα στο 1955 και στο 1980, έπεφταν χωρίς να τα θρηνούν, ήταν η νομοτέλεια. Αλλά όσα επέζησαν στη μνήμη φωτίζουν και μετά θάνατον τις σήραγγες της αθηναϊκής αστικής ιστορίας. Περπατούσα στο αριστερό πεζοδρόμιο της 3ης Σεπτεμβρίου και μετά την Καποδιστρίου έστριψα αριστερά στη Σολωμού.

Η Σολωμού οδηγεί στη Μάρνη και είναι εκείνος ο απόηχος του πρότερου βίου που δίνει την αίσθηση μιας βαθιάς εμπειρίας. Εκεί γύρω έμεναν –τον 20ό αιώνα– γιατροί, καθηγητές πανεπιστημίου, δικηγόροι, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, εμπορικοί αντιπρόσωποι. Ηταν η στέρεη τάξη της Αθήνας, μια σπονδυλική στήλη από την Ομόνοια έως το τέρμα Πατησίων. Από τη γωνία 3ης Σεπτεμβρίου και Σολωμού κοιτάω πάντα να δω αν είναι στη θέση του το σπίτι στον αριθμό 74. Το χαιρετώ κάθε φορά και έστριψα για να το αγναντέψω από το απέναντι πεζοδρόμιο. Είναι μια τριπλοκατοικία της δεκαετίας του 1920, ένα σπίτι 100 ετών, με τρεις ανεξάρτητες εισόδους και με εκείνη την υψηλού επιπέδου αισθητική που χαρακτήριζε τα αστικά μέγαρα της εποχής.

Καθώς το κοιτούσα, γιατί το βλέμμα θέλει χρόνο να σταθεί στις κόγχες, στο υπέρθυρο με την ταινία-μαίανδρο, στα δάκρυα-βοστρύχους στις δωρικές παραστάδες, στα ημικύκλια που στεφανώνουν τα παράθυρα, ένιωθα τις ρίζες του σπιτιού να απλώνουν στη γη της Αθήνας. Ηταν τόσο αθηναϊκό το θέαμα που δυσκολευόμουν να εκφράσω αυτή την αθηναϊκότητα, παρά μόνο την ένιωθα να με πλημμυρίζει, να με καλύπτει, να με καταπίνει. Στην οδό Σολωμού 74, σε έναν πλέον δρόμο σκοτεινό, δίπλα σε μια έξοχη, παραμελημένη, μοντερνιστική πολυκατοικία της δεκαετίας του ’50, αυτή η παλιά τριπλοκατοικία (που παρόμοιές της υπήρχαν δεκάδες) μονολογούσε ένα βουβό τραγούδι. Το άκουγα χωρίς ήχο, μόνο ο κραδασμός χυνόταν στον δρόμο, και είναι αυτό –σκέφτηκα– που ονομάζουμε «ατμόσφαιρα». Αυτό το άυλο, το ρευστό, που ενώνει και που μας συμφιλιώνει.

Βγήκα στη Μάρνη και μετά πάλι στην 3ης Σεπτεμβρίου. Ολο ευθεία οδηγήθηκα στη Βικτώρια. Κάθε δρόμος που προσπερνούσα, Αβέρωφ, Μακεδονίας, Ηπείρου, Ιουλιανού, ήταν σαν ένα ποταμάκι…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή