Η Αγορά Μοδιάνο του Κωστή Μοσκώφ και των… Ζουρνάδων

Η Αγορά Μοδιάνο του Κωστή Μοσκώφ και των… Ζουρνάδων

Τις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90, όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στην ξακουστή αγορά τροφίμων της Θεσσαλονίκης, όπου η διασκέδαση γνώρισε ημέρες δόξας

8' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Αύγουστο του 1998 έγινε στο παρεκκλήσι του Αγίου Βασιλείου, στην καρδιά του δάσους του Σεϊχ Σου, ένας γάμος. Ενυμφεύετο, σε στενό κύκλο, καλός φίλος και θαμώνας την εποχή εκείνη στο περίφημο υπαίθριο «γλεντοκομείο» του Μοδιάνο.

Η βραδιά ήταν ζεστή, το ολόγιομο φεγγάρι είχε αρχίσει να ξεπροβάλει από τον Χορτιάτη, οι σερβιτόροι είχαν ετοιμάσει έναν πρόχειρο μπουφέ στο προαύλιο για after και ο γαμπρός περίμενε με την ανθοδέσμη ανά χείρας τη νύφη που, κατά το έθιμο, καθυστερούσε.

Εν αναμονή της ανταλλαγής αιώνιων όρκων και ενώ η υπομονή του γαμπρού είχε αρχίσει να εξαντλείται, στον ανηφορικό χωματόδρομο έκανε την εμφάνισή του, σηκώνοντας σκόνη, ένα κόκκινο ημιφορτηγό Ντάτσουν. Στην καρότσα επέβαιναν πέντε απρόσκλητες, πλην γνώριμες στον γαμπρό φιγούρες.

Οι Duran Duran οργανοπαίχτες της Μοδιάνο

Ηταν οι περίφημοι Ζουρνάν Ζουρνάν (όπως Ντουράν Ντουράν) οργανοπαίχτες της Μοδιάνο. Με βερμούδες, σαγιονάρες, κάποιοι ολόγυμνοι από τη μέση και πάνω, σάλταραν από τη «λιμουζίνα» και ξεκίνησαν με τα νταούλια και τους ζουρνάδες τους να βαράνε στους ρυθμούς (σε δικούς τους μουσικούς δρόμους) του «σήμερα γάμος γίνεται».

Με το τέλος της τελετής, έστησαν ένα υπέροχο υπαίθριο γλέντι που κράτησε κάμποση ώρα, αφού η πυροσβεστική, για λόγους πυρασφάλειας, από ένα σημείο και μετά έκλεισε το δάσος.

Ο Αλί και το συγκρότημά του, που απαρτιζόταν από τα, κατά δήλωσή του, παιδιά του, είχε προσκληθεί στο γάμο από φίλο του γαμπρού και έσπευσε να τον «τιμήσει», ή, στη δική του γλώσσα, «να κονομήσει». Όπως και έγινε.

«Τόσα χρόνια σε γλεντάμε στο Μοδιάνο. Τι νόμιζες, θα μας ξεφύγεις τώρα; Έλα δώσε κάτι», ήταν οι πρώτες κουβέντες του αφού ασπάστηκε το χέρι του γαμπρού (αντί για του παπά), ο οποίος ανταπέδωσε με δυο πεντοχίλιαρα -σε πρώτη δόση, λέγοντάς του: «πιάσε αυτά τα ολίγα».

Κοσμοσυρροή για ένα ούζο

Ο Αλί, Ρομά με καταγωγή από την Ξάνθη και αγνώστου διαμονής, ήταν «μαέστρος» της κομπανίας του, μιας από τις πολλές που διασκέδαζαν τους Θεσσαλονικείς που κατέκλυζαν τα «όρθια» στέκια της Μοδιάνο.

Γιατί ήταν μια εποχή, τις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90, που στην αγορά Μοδιάνο η διασκέδαση στη Θεσσαλονίκη γνώρισε ημέρες δόξας.

Συναντούσες τον Κωστή Μοσκώφ παρέα με κάποιο βαρύ όνομα της τέχνης, των γραμμάτων και του πνεύματος, αλλά και απλούς ψαράδες και φορτοεκφορτωτές της αγοράς. 

Τα μεσημέρια, όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στην ξακουστή αγορά τροφίμων. Παρέες δημοσιογράφων, δικηγόρων, ηθοποιών, πολιτικών, εμπόρων, τουριστών συνέρρεαν στα στέκια για «ένα ούζο» που συνήθως διαρκούσε έως αργά το βράδυ – μιας και από ένα σημείο και ύστερα η φήμη της Μοδιάνο είχε εισβάλει στην τουριστική ατραξιόν και τα γραφεία έφερναν γκρουπ για να γλεντήσουν με παραδοσιακό τρόπο.

Ανώνυμοι και επώνυμοι γίνονταν «ένα», γύρω από πρόχειρους πάγκους με το τσίπουρο, τη ρετσίνα και τη μπύρα να ρέουν άφθονα, και τους καπνούς από τις σχάρες με τα κοψίδια να δημιουργούν συνθήκες «θερμοκηπίου» στις στοές.

Το 2006, οι ανά τον πλανήτη εναπομείναντες Μοδιάνο οργάνωσαν την παγκόσμια συνάντησή τους στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου διασκορπίστηκαν και ήπιαν ούζο στην αγορά που φέρει το θρυλικό επώνυμό τους, έχοντας νωρίτερα επισκεφθεί τα γραφεία της Ισραηλιτικής Κοινότητας που βρίσκονται ακριβώς απέναντι.

Ο ιστορικός και μέγας κοσμοπολίτης Κωστής Μοσκώφ ήταν εκείνος που άνοιξε τον «δρόμο» και τα «μάτια» της Θεσσαλονίκης, προς τα «βρόμικα», ή «κοψίδια» όπως τα αποκαλούσε. Ο Μοσκώφ, ήταν με διαφορά ο πρωτοπόρος της διασκέδασης, η εμβληματική φυσιογνωμία, στη Μοδιάνο.

Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, θα τον συναντούσες όρθιο να τα πίνει και να τσιμπολογάει στον «Πέτρο», παρέα συνήθως με κάποιο βαρύ όνομα της τέχνης, των γραμμάτων και του πνεύματος, αλλά και απλούς ψαράδες και φορτοεκφορτωτές της αγοράς. Μέχρι και τον διάσημο Λουί Αραγκόν είχε «ποτίσει» όρθιο στον πάγκο του «Πέτρου» με τσίπουρο και ρετσίνα.

Ο «Πέτρος» ήταν ένα από τα τρία στέκια στη μικρή στοά, που είχε είσοδο από την οδό Κομνηνών. Τα άλλα δύο ήταν ο «Νίκος» και η «Μυροβόλος Σμύρνη» του Θανάση, ενώ στην καρδιά της αγοράς, υπήρχε το «Μετέωρο βήμα της γαρίδας» του Γιώργου Αγγελόπουλου με τη θεσπέσια βαρελίσια ρετσίνα.

Σε μικρή απόσταση και με πρόσβαση από την Βασιλέως Ηρακλείου υπήρχαν τα θρυλικά «Βομβίδια», που πήραν το όνομά τους από τα σκληρά σαν πέτρα, πλην νοστιμότατα, σουτζουκάκια του Θανάση.

Τα Σάββατα, κυρίως, αλλά και τις άλλες μέρες η στοά γέμιζε ασφυκτικά και στα «Βομβίδια» δύσκολα έβρισκε κανείς θέση στο πεζοδρόμιο, αφού καθίσματα δεν υπήρχαν.

Κάπνα, τσίκνα, οχλαγωγία, «συζητήσεις» με κραυγές και τραυλίσματα, τσιφτετέλια, οι κομπανίες να παίζουν η μια πάνω στην άλλη δημιουργώντας ένα ηχητικό μουσικό πανδαιμόνιο, όπου ο κάθε ένας τραγουδούσε ή λικνιζόταν δίχως να ξέρει σε ποιας ορχήστρας τον σκοπό, έστηναν το ένα μόνιμο σκηνικό.  

Ο Αλί με τα «παιδιά του» -κανείς δεν ήξερε αν ήταν δικά του ή αν τα επιστράτευε από κάποια τσαντίρια- είχε την πρωτοκαθεδρία στην εκεί διασκέδαση, ήταν ο αρχιμουσικός και -κατά πολλούς- ο capo που αποφάσιζε ποιος θα μπει στις στοές να παίξει και ποιος όχι.  

Σιγά σιγά, καθώς η φήμη για το ξεφάντωμα στη Μοδιάνο βγήκε από τα «τείχη» της Θεσσαλονίκης, άρχισαν να καταφθάνουν κομπανίες με χάλκινα, από τη Γουμένισσα, τη Θράκη, την Ήπειρο, ακόμα και τη Γευγελή.

Θυμάμαι μια νεαρή Ιρλανδέζα να ξεσηκώνει με το βαθιά ανατολίτικο τσιφτετέλι της, πάνω στο τραπέζι, στο «Μετέωρο Βήμα της Γαρίδας», τους θαμώνες.  Είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη παρέα μα έναν οργανοπαίχτη από τον Παρακάλαμο Ιωαννίνων, όπου έκανε μεταπτυχιακό πάνω στο ηπειρωτικό τραγούδι. Όταν, δε, έπαιξε και η ίδια με το κλαρίνο ηπειρωτικούς σκοπούς, γνώρισε την αποθέωση.

«Άνθρωποι του πνεύματος και του οινοπνεύματος»

Η Αγορά Μοδιάνο του Κωστή Μοσκώφ και των… Ζουρνάδων-1
Εικονογράφηση: Loukia Kattis

Τα «Βομβίδια», επί της Βασιλέως Ηρακλείου, ήταν και πολιτικό στέκι. Βοηθούσε σε αυτό και η παρουσία των γραφείων του ΠΑΣΟΚ -ακριβώς απέναντι- που εκείνη την εποχή εξουσίαζε και γινόταν στόχος πολιτικής κριτικής πυροδοτούμενης και από το «υγρόν πυρ» του ούζου και της Μαλαματίνας (ρετσίνα Θεσσαλονικιώτικη).

Υπουργοί, βουλευτές, ανώτερα κομματικά στελέχη, δήμαρχοι, δημοσιογράφοι, ζυμώνονταν πολιτικά σε ζωηρό ύφος, συνήθως με τις ώρες, πίνοντας, κατεβάζοντας «κατά ριπάς» βομβίδια, τραγουδώντας και αστειευόμενοι.

Ο ποιητής Ντίνος Χριστανόπουλος, ο ζωγράφος και ποιητής Κώστας Λαχάς, ο Θωμάς Κοροβίνης, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Μανώλης Μητσιάς, ο τραγουδοποιός Νίκος Παπάζογλου, η θρυλική Θεσσαλονικιά ρεμπέτισσα Λιλή και πολλοί άλλοι «άνθρωποι του πνεύματος και του οινοπνεύματος»- ακόμα και κυρίες με «ρόλεξ στα χέρια και γούνες στους ώμους» σύχναζαν ή εμφανίζονταν περιστασιακά εκεί.

Ο Στέλιος Παπαθεμελής (πρώτο τραπέζι πίστα), ο Άκης Τσοχατζόπουλος, ο Κώστας Λαλιώτης, ο βουλευτής Γιάννης Γλαβίνας, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο υπουργός Μακεδονίας Θράκης επί ΝΔ Γιώργος Τζιτζικώστας, ο νομάρχης Παναγιώτης Ψωμιάδης, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Ντίνος Κοσμόπουλος, ο δημοσιογράφος Τάκης Καΐσης, ήταν από τις διαλεκτές πολιτικές παρουσίες στα «Βομβίδια».

Έγινα μάρτυρας ενός (από τα πολλά) διασκεδαστικού περιστατικού στα μέσα της δεκαετίας του ‘80.

Ήταν τότε που ο Αντώνης Δροσογιάννης, υπουργός Δημόσιας Τάξης του ΠΑΣΟΚ, είχε δηλώσει ότι «ακουμπάμε» την τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη που συνέχιζε απτόητη την εγκληματική της δράση.

Όταν λοιπόν εμφανίστηκε στα «Βομβίδια» ένα Σάββατο μεσημέρι, έγινε το κατά το κοινώς λεγόμενο «χαμός». Ένας ένας οι θαμώνες περνούσαν από δίπλα του ενώ έτρωγε και έπινε όρθιος και τον… ακουμπούσαν. Για να του θυμίσουν ότι η 17 Νοέμβρη, την οποία υποτίθεται η αστυνομία του ακουμπούσε, ζούσε και βασίλευε.

Σε μια άλλη περίπτωση, στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 και ενώ ο γιουγκοσλαβικός εμφύλιος πόλεμος μαινόταν, Έλληνας βουλευτής, προωθημένων φιλικών αισθημάτων προς τους Σέρβους, ξεκίνησε από την Αθήνα με προορισμό να μεταβεί στη Βοσνία για να πολεμήσει μέσα από τις γραμμές των στρατιωτικών δυνάμεων του Μλάντιτς και του Κάρατζιτς.  

Στη διαδρομή προς το Βελιγράδι έκανε μια στάση στη Θεσσαλονίκη για να δει κάποιους φίλους, όπως ο δημοσιογράφος Δημήτρης Γουσίδης και ο Μοσκώφ. Αυτοί τον πήγαν για «ένα ούζο στο Μοδιάνο» και εκεί ξεχάστηκαν όλα.

Ύστερα από μια πολύωρη ουζοποσία με νταούλια και ζουρνάδες, ο υποψήφιος πολεμιστής παράτησε στον «Πέτρο», «όπλα, μπαλάσκες και γυλιό», η φλόγα της επανάστασης έσβησε και επέστρεψε «άκαπνος» στην Αθήνα.

Τέτοιες ιστορίες η αγορά Μοδιάνο έχει να αφηγηθεί αναρίθμητες.

Αλλά, όπως «μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα», έτσι και η διασκέδαση τόνωσε και την παραδοσιακή αλλά ασθμαίνουσα μέχρι τότε αγορά τροφίμων. Οι σπεύδοντες να διασκεδάσουν φεύγοντας για τα σπίτια τους έκαναν και τα ψώνια τους και έτσι αναζωογονήθηκαν τα μανάβικα, τα ψαράδικα και οι φούρνοι, ενώ χρυσές δουλειές έκαναν και τα πατσατζίδικα που σέρβιραν το «βάλσαμο» για τους οινόφλυγες και τους ξενύχτηδες.

Φυσικό ήταν η ακαταμάχητη κεντρομόλος δύναμη που ασκούσε η «Μοδιάνο του γλεντιού» να φέρει και άλλους επιχειρηματίες της διασκέδασης υπό τη σκέπη της. Ένα μετά το άλλο άρχισαν να ανοίγουν και άλλα ουζερί, φαγάδικα, ακόμα και μπαράκια προσβλέποντας στη νεολαία κυρίως.

Όμως η αύρα της «χρυσής εποχής» έκανε κάποια στιγμή τον κύκλο της και από τα μέσα του 2000 σιγά σιγά άρχισε να εξασθενεί, καθώς άλλαζαν και τα γούστα της διασκέδασης.  

Μια νέα εποχή 

Η διασκέδαση «αλά Μοδιάνο» διαχύθηκε στις γύρω περιοχές, όπως τα Άνω και Κάτω Λαδάδικα, οι οικοδομές με τις παλιές βιοτεχνίες στη Βαλαωρίτου και άλλα σημεία περιφερειακά.  

Παρά ταύτα, κάποια από τα στέκια της εποχής, όπως το «Μετέωρο Βήμα της Γαρίδας», τα «Βομβίδια» το «Μπαζ Αγιαζι», εξακολουθούν να λειτουργούν προσαρμοσμένα στην αισθητική αλλά και τις διασκεδαστικές συνήθειες του σήμερα.

Στο «Μετέωρο Βήμα της Γαρίδας», που μετακόμισε λίγο παραπάνω αλλά εντός στοάς, παίρνει κανείς τις Παρασκευές και τα Σάββατα μια γερή γεύση από την διασκέδαση «αλά παλαιά» στη Μοδιάνο.

Μεταξύ άλλων, το «ρεπερτόριο» περιλαμβάνει και την περίφημη «Σκάλα του Μοδιάνο», κατά το «Σκάλα του Μιλάνο»! Στην κορύφωση του γλεντιού στήνουν στη στοά μια σκάλα, στην οποία ανεβαίνει όποιος επιθυμεί και ξελαρυγγιαζεται τραγουδώντας από άριες και ροκ κομμάτια μέχρι τσιφτετέλια και ποντιακά, με τους θαμώνες να συμμετέχουν ψυχή τε και σώματι από την «πλατεία»…

Ο Αλί και οι οργανοπαίχτες του χάθηκαν, κάποιοι από τους παλιούς θαμώνες κάπου-κάπου περνούν για «ένα ούζο στο όρθιο» και οι διερχόμενοι για ψώνια νοσταλγούν τις ομηρικές γαστριμαργικές τσιπουρο-συνάξεις, τις οποίες θα έχουν να αφηγούνται στα παιδιά και τα εγγόνια τους.

Παραμονές Πρωτοχρονιάς Χριστουγέννων και Αποκριών, όμως, αναβιώνουν, τηρουμένων των αναλογιών, στιγμές της παλιάς δόξας, καθώς χιλιάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας συνωστίζονται για να ξεσαλώσουν.

Και τότε επανεμφανίζονται από το πουθενά για μεροκάματο και ο Αλί με τους δικούς του.

Τώρα η αγορά Μοδιάνο, με την ανακαίνιση των εγκαταστάσεών της, γυρίζει σελίδα και μένει να φανεί εάν μαζί της φέρει μια νέα εποχή και στη διασκέδαση.

Σε κάθε περίπτωση, σφράγισε μια εποχή τη Θεσσαλονίκη του γλεντιού και της εστίασης και το άρωμα αυτό δύσκολα θα σβήσει στη μνήμη των ανθρώπων.

*Tip: Στις 7 Ιουνίου θα γίνει η παρουσίαση του λευκώματος «Αγορά Μοδιάνο» / εκδόσεις Καπόν. 

Περισσότερες πληροφορίες εδώ

⇒ Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή