Στα ξεχασμένα καφέ-ζαχαροπλαστεία της χαμένης πρωτεύουσας

Στα ξεχασμένα καφέ-ζαχαροπλαστεία της χαμένης πρωτεύουσας

2' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο χρονικογράφος του μέλλοντος θα αντιμετωπίσει ανυπέρβλητες δυσκολίες να εντοπίσει και να χαρτογραφήσει τα καφενεία ή ζαχαροπλαστεία της εποχής του, με εξαίρεση ίσως το «Φίλιον» (με τις περιζήτητες σεράνο την εποχή που ήταν «Dolce»), το «Ντεζιρέ» που στη δεκαετία του ’90 αποτελούσε ένα είδος «αντίπραξης» στο πρώτο, αν θυμηθεί κανείς κάποια γραπτά του Χρίστου Βακαλόπουλου, του Γιώργου-Ικαρου Μπαμπασάκη ή του Ηλία Λάγιου για τις λογοτεχνικές και πολιτικές παρέες των 2 «στεκιών», το «Ελληνικόν», πριν μετακομίσει από την πλατεία Κολωνακίου, ή τον «Μικέ» της Πλ. Μαβίλη, με τις ωραίες bavaroise.

Σε αντίθεση με τη μακρόχρονη παράδοση της «Ευρώπης των καφενείων», από το «Café Odeon» της Ζυρίχης μέχρι το «Café Flore» στο Παρίσι, το «Café Hawelka» της Βιέννης ή το «Café Gerbaud» στη Βουδαπέστη, η Αθήνα, ανάμεσα στις άλλες «παράπλευρες απώλειες» που υπέστη μέχρι τη δεκαετία του ’80, ήταν κι εκείνη που αφορούσε τα παλιά καφενεία και ζαχαροπλαστεία, που υπήρξαν λογοτεχνικά στέκια της εποχής.

Ο κατάλογος των «χαμένων καφενείων» (με βάση το σχετικό τεύχος της «Ομάδας Αστυ» με τίτλο «Περίπατος στα ιστορικά καφενεία» και μια παλαιότερη εκπομπή στη Δημόσια Τηλεόραση από τη σειρά «Τα στέκια»), περιλαμβάνει μ.ά. τα γνωστά και μη εξαιρετέα: το «Πατάρι του Λουμίδη», το «Ζonar’s», τον «Φλόκα», το «Café Brazilian», τον «Απότσο», τον «Ζαχαράτο» και το «Πέτρογκραντ», το «Piccadilly», που στα χρόνια του Κυπριακού μετονομάστηκε από τους μαχητικούς διαδηλωτές σε «Κύπρο», τη «Δεξαμενή» (με το ανάγλυφο πορτρέτο του «Σκιαθίτη αγίου» και τον μάλλον βλοσυρό ανδριάντα του Οδ. Ελύτη) και το «Βυζάντιον», ου μη αλλά και τον «Γαμβέττα», των αποστράτων και γηραιών πρεφαδόρων.

Ολοι αυτοί οι χώροι φιλοξένησαν σε σταθερή βάση σημαντικές προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων και «στέγασαν» ένα σημαντικό μέρος του έργου και των συναναστροφών τους. Κάποιοι απαθανατίστηκαν λογοτεχνικά, όπως ο «Απότσος» από τον Στρατή Τσίρκα ή του «Ζόναρ’ς» (που τον απαξίωνε ο Σεφέρης ως «χυδαία διακοσμημένο») από τον Γιάννη Μαρή, το (μόνο επιζήσαν) «Μπραζίλιαν» από τον Κώστα Ταχτσή, άλλα και ο «Τσίτας» -που έκλεισε με οδυνηρό τρόπο- με ένα σκίτσο από το διαβρωτικό πενάκι του Μποστ, ενώ τον τραγούδησε κι ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στο «The fucking Fifties», όλα πάντως κατεδαφίστηκαν στη δίνη της ανοικοδόμησης και της λήθης μετέπειτα.

Αυτή η παράδοση συνέδεε την Αθήνα με την αστική και αστεακή παράδοση των ευρωπαϊκών μητροπόλεων και έδινε στην πρωτεύουσα τη λάμψη μιας πνευματικής ζωής και μιας εκρηκτικής, σε έμπνευση και δημιουργία, καλλιτεχνικής παρέας, που μεγαλουργούσε μεταπολεμικά για δεκαετίες, κι αυτά ήταν τα «café της χαμένης νιότης» της Αθήνας. Μιας πόλης που αναζητεί ακόμα τη νέα αρχιτεκτονική και πολεοδομική της ταυτότητά σε μια αβέβαιη μετανεωτερικότητα, από την οποία θα απουσιάζουν οι (νέοι) διανοούμενοι και τα στέκια τους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή