Στο μεγάλο νοητό τρίγωνο ανάμεσα στην Κωνσταντινουπόλεως, στις γραμμές του τρένου, και τη φαρδιά, ήρεμη και απόκοσμη οδό Βασιλείου του Μεγάλου στου Ρουφ υπάρχει ένας αυθύπαρκτος κόσμος. Τα δρομάκια της παλιάς γειτονιάς πίσω από το Μουσείο Μπενάκη και την οδό Πειραιώς ανακαλούν ονομασίες μυθικές, όπως Δυαλέων, Αχνιαδών ή Αφιδναίων, και μοιάζουν να ακροβατούν ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα.
Καθώς περπατούσα νωρίς το πρωί στα όμορφα αυτά δρομάκια, αναρωτιόμουν τι είναι αυτό που κάνει μια γειτονιά «λαϊκή» και αν μπορεί κανείς να πει ότι μερικά μισογκρεμισμένα σπιτάκια δίπλα σε πολυκατοικίες του ’80, σε φωτεινά λοφτ του 2000 με τις απαραίτητες γκρι μολυβί προσόψεις και σε παλιά νοικοκυρόσπιτα μπορούν να ορίσουν μια ταυτότητα και να υπαγορεύσουν έναν βηματισμό.
Το Ρουφ, σε εκείνο το σημείο κοντά στα όρια με το Γκάζι, εμφανιζόταν στα μάτια μου σαν μία περιοχή στα όρια της μεγάλης πόλης, που χαμήλωνε τους θορύβους και επιβράδυνε τις ταχύτητες. Ελάχιστοι διαβάτες, ένα-δυο μηχανάκια μόνο. Δεν άκουσα τηλεόραση ή ραδιόφωνο, ούτε έντονη συζήτηση από τα πολλά μισάνοιχτα παράθυρα των ισογείων. Είδα πολλά αδέσποτα στα χαλάσματα των σπιτιών και θυμάμαι την απορημένη έκφραση μίας μαυρόασπρης γάτας στην κορυφή μιας αναποδογυρισμένης πλαστικής καρέκλας. Είχα κρυφοκοιτάξει την αυλή ενός κλειστού μονώροφου σπιτιού και είδα στη σειρά τις πόρτες που άνοιγαν η μία μετά την άλλη σε εκείνο το μικρό ξέφωτο γης που κάποτε θα είχε καυγάδες και έρωτες.
Αλλά η γειτονιά είχε πολλά πρόσωπα. Τουλάχιστον εκείνη την ώρα που την περπάτησα είδα τις πολλές αντιφατικές όψεις της, γιατί οι είσοδοι στις νέες πολυκατοικίες που πριν από 10-15 χρόνια είχαν τη φιλοδοξία να αλλάξουν τη φυσιογνωμία της περιοχής ήταν δίπλα-δίπλα με ισόγεια σπιτάκια, ταπεινά και χαμηλά, τα περισσότερα αφημένα στην τύχη τους, με καρφωμένες στα παντζούρια τις πληροφορίες για κάθε ενδιαφερόμενο. Μου έκαναν εντύπωση τα χρώματα όπως σε ένα προς πώληση σπιτάκι στη γωνία της Δυαλέων με τη Βασιλείου του Μεγάλου που φώτιζε με ένα βαθύ μουσταρδί πάνω στον φουσκωμένο σοβά ή τη σειρά σπιτιών στη γωνία Γεφυρέων και Αχνιαδών με παλέτα από κίτρινο, βεραμάν, μόκα και βερικοκί, που έφερναν στον νου την κουλτούρα της Καραϊβικής. Είδα το μονώροφο σπίτι στην οδό Δεκελέων 31, με τα παλιά κεραμίδια και την κίτρινη βάση σαν ζωφόρος που ακουμπούσε στη γη. Σαν ακρόπρωρο φάνηκε το μόνο παράθυρο που είχε μείνει από ένα σπιτάκι στην οδό Αχνιάδων και ολόγυρα εκεί που ήταν τα δωμάτια φύτρωνε η φρέσκια χλόη του φθινοπώρου. Μετά άρχισα να παρατηρώ τα χρώματα από τις κρεβατοκάμαρες που είχαν μείνει ως ίχνη από γκρεμισμένα σπίτια και σκέφτηκα εκείνα τα κοριτσίστικα δωμάτια με τους ροζ κουφετί τοίχους σε εκείνα τα δρομάκια του Ρουφ.
Αλλά περισσότερο μου έκανε εντύπωση η ανάγκη για ομορφιά που έβλεπα σε όσα σπίτια είχαν ακόμη ζωή. Ακουσα νερά που χύνονταν σε αυλές, είδα κουρτίνες να ανεμίζουν και αθέατους σκύλους να διαφημίζονται ως πολύ άγρια πιτ μπουλ προς απώθηση ανεπιθύμητων επισκεπτών. Σαν εικόνα μού έμειναν οι δίδυμες σιδερένιες πόρτες, δίπλα-δίπλα, η μια γαλάζια, η άλλη κίτρινη, που άνοιγαν σε παράλληλους διαδρόμους-αυλές, με κρυμμένη ζωή και συνεσταλμένη αξιοπρέπεια. Η συμμετρία τους με εντυπωσίασε.