Ο γνωστός Κούντερα, ο άγνωστος Μίλαν
ο-γνωστός-κούντερα-ο-άγνωστος-μίλαν-562517401

Ο γνωστός Κούντερα, ο άγνωστος Μίλαν

Ενας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της παγκόσμιας λογοτεχνίας, έζησε εκ των έσω τα ιστορικά γεγονότα των μέσων του περασμένου αιώνα και, καίτοι αυτοεξόριστος, βίωσε το τίμημά τους

Κατερίνα Αγριμανάκη
Ακούστε το άρθρο

Εμειναν χιλιάδες. Μεταξύ αυτών που επέλεξαν να μείνουν και να αντισταθούν μετά την Ανοιξη της Πράγας, ήταν κι ο Βάτσλαβ Χάβελ, θεατρικός συγγραφέας, πολιτικός κρατούμενος, πρωτεργάτης της Βελούδινης Επανάστασης του ’89 και μετέπειτα πρόεδρος, αρχικά της Τσεχοσλοβακίας και αργότερα της Τσεχίας. 

Η εξέλιξη αυτή ήταν που «νομιμοποίησε» τον Μίλαν Κούντερα στην αλλοτινή πατρίδα του, για πρώτη φορά μετά από είκοσι χρόνια. Τα βιβλία του ήταν και πάλι διαθέσιμα στους πολίτες. Ομως, εκείνοι τούς γύρισαν την πλάτη. Η συμπάθεια για τον Κούντερα είχε εξαντληθεί. Λέγεται πως πουλήθηκαν μόλις 10.000 αντίτυπα του θρυλικού «Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι», του βιβλίου που έγινε η αιτία του αποκλεισμού και τελικά της αυτοεξορίας.

Πολλοί Τσέχοι τον είδαν σαν κάποιον που διάλεξε τον εύκολο δρόμο, εγκαταλείποντας τους συντρόφους του σε μια κρίσιμη εθνική καμπή. Μάλιστα, έσπευσαν να πειστούν από το δημοσίευμα τσεχικού περιοδικού το 2008 που υποστήριζε πως ο Γαλλο-τσέχος συγγραφέας ήταν πληροφοριοδότης ως φοιτητής και είχε καταδώσει στην τσεχοσλοβάκικη αστυνομία έναν δυτικό πράκτορα, τον Μίροσλαβ Ντβόρατσεκ -ο οποίος πέρασε 14 χρόνια στη φυλακή και τα γκουλάγκ- αιτιάσεις που ο ίδιος ο Κούντερα αρνείται.

Τον υποστήριξε τότε ο Βάτσλαβ Χάβελ, Νομπελίστες συγγραφείς όπως ο Νοτιοαφρικανός Τζ. M. Κούτσι και ο Κολομβιανός Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκεζ που έκαναν λόγο για ενορχηστρωμένη εκστρατεία διασυρμού του – όμως μάταια. 

Τσέχος – και μη

Πίστεψε, όπως κι εκατομμύρια συμπατριώτες του, στον κομμουνισμό, αλλά και τον αποκήρυξε. Αποποιήθηκε τη στράτευση, αλλά έγραψε πολιτικά. «Αποκαταστάθηκε» στην Τσεχία, αλλά έζησε και πέθανε στη Γαλλία.   

«Η ζωή», περιέγραφε στην «Τέχνη του Μυθιστορήματος» (1986), «είναι μια παγίδα που γνωρίζαμε πάντα: Γεννιόμαστε χωρίς να μας ρωτήσουν, είμαστε παγιδευμένοι σε ένα σώμα που ποτέ δεν διαλέξαμε, και μοιραία πεθαίνουμε». 

Ο Μίλαν Κούντερα, ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της παγκόσμιας λογοτεχνίας, έζησε εκ των έσω τα ιστορικά γεγονότα των μέσων του περασμένου αιώνα και, καίτοι αυτοεξόριστος, βίωσε το τίμημά τους. 

Αποκλείστηκε, απολύθηκε, στερήθηκε τη δημιουργική ελευθερία που θα έπρεπε να απολαμβάνει ένας συγγραφέας, τελικά εγκατέλειψε την πατρίδα που τον γέννησε και τον σπούδασε.

«Αποκαταστάθηκαν παλιές αδικίες και διαπράχθηκαν νέες. Εθνικοποιήθηκαν εργοστάσια, χιλιάδες άνθρωποι φυλακίστηκαν, η υγεία ήταν δωρεάν, οι καπνοπώλες είδαν τα μαγαζιά τους να κατάσχονται, οι ηλικιωμένοι εργάτες παραθέρισαν για πρώτη φορά σε απαλλοτριωμένες επαύλεις κι εμείς είχαμε στα πρόσωπά μας το χαμόγελο της ευτυχίας» έγραφε ο ίδιος μετέπειτα στο «Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης». 

Πίστεψε στο σοσιαλιστικό όραμα, αλλά έμελλε να διαγραφεί δις από το κομμουνιστικό κόμμα. Η πρώτη διαγραφή ήρθε το 1950, λόγω της επικριτικής του διάθεσης στο κομμουνιστικό καθεστώς, για να ενταχθεί ξανά το 1956. Μάλιστα, η εξέλιξη αυτή και όσα ακολούθησαν ενέπνευσε την κεντρική πλοκή του πρώτου του μυθιστορήματος, «Το Αστείο» του 1967, ένα έργο μαύρου χιούμορ όπου, μέσα από ένα ανέκδοτο για τον Τρότσκι που γράφει ένας φοιτητής για να εντυπωσιάσει μια κοπέλα, ο Κούντερα διακωμωδεί τον ολοκληρωτισμό του υπαρκτού σοσιαλισμού, υφιστάμενος τις συνέπειες.

Σαν από ιστορική ειρωνεία και προς επίρρωσιν του ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, το βιβλίο που ξεκίνησε από το προσωπικό βίωμα αποκλεισμού, έγινε η αιτία της δεύτερης και οριστικής διαγραφής από το κόμμα, το 1970, ενός νέου, σοβαρότερου κύκλου αποκλεισμού και τελικά της δια παντός φυγής του.

«Σε έναν κόσμο χτισμένο πάνω σε απαραβίαστες βεβαιότητες, το μυθιστόρημα είναι νεκρό. Ο ολοκληρωτισμός, είτε βασίζεται στον Μαρξ, είτε στο Ισλάμ, είτε σε οτιδήποτε άλλο, είναι ένας κόσμος απαντήσεων, παρά ερωτήσεων. Εκεί δεν έχει θέση το μυθιστόρημα. Σε κάθε περίπτωση μου φαίνεται πως σε όλον τον κόσμο πια οι άνθρωποι σήμερα προτιμούν να κρίνουν παρά να κατανοούν. Να απαντούν παρά να ρωτούν. Συνεπώς, η φωνή του μυθιστορήματος μετά βίας ακούγεται στη θορυβώδη ανοησία των ανθρώπινων βεβαιοτήτων» έλεγε αργότερα σε συνέντευξή του.

Ο γνωστός Κούντερα, ο άγνωστος Μίλαν-1

Παρόλα αυτά, του επιτράπηκε να συνεχίσει τις σπουδές του, αποφοιτώντας το 1952 από την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πράγας και αργότερα διοριζόμενος σε σχολή ως καθηγητής παγκόσμιας λογοτεχνίας, έχοντας μεταξύ των φοιτητών του τον σκηνοθέτη Μίλος Φόρμαν. 

Η δεύτερη διαγραφή από το κόμμα, τον «αφάνισε» και ως άτομο. Απολύθηκε, εξοβελίστηκε από κάθε φάσμα της κοινωνικής ζωής, ισοπεδώθηκε δημιουργικά. Τα επόμενα χρόνια έβγαζε χρήματα ως τζαζίστας και εργάτης. Κάποιες φορές έγραφε με ψευδώνυμα ή ονόματα φίλων του, μέχρι και τα ζώδια άρχισε να γράφει σε περιοδικό. 

«Πες στους εργοδότες πως ο συντάκτης είναι ένας λαμπρός πυρηνικός φυσικός που δεν θέλει να αποκαλυφθεί το όνομά του υπό τον φόβο της χλεύης των συναδέλφων του» φέρεται να είχε πει στην αρχισυντάκτρια. 

Μοιραία, οι αρχές έμαθαν την πραγματική ταυτότητα του «λαμπρού πυρηνικού φυσικού-αστρολόγου» κι έτσι ο Κούντερα συνειδητοποίησε με πικρό, αλλά σαφή τρόπο πως δεν μπορούσε πια να προστατεύσει τον εαυτό του, αλλά ούτε τους φίλους του που τον είχαν στηρίξει. Η ελπίδα για την πατρίδα του είχε χαθεί.

Και έτσι έφυγε.

Το 1981, μετά από ήδη έξι χρόνια στη Γαλλία, απέκτησε και τη γαλλική υπηκοότητα. 

Εκεί, μεταξύ των ανθρώπων που τον στήριξαν, ήταν ο φίλος του και Αμερικανός συνάδελφός του, Φίλιπ Ροθ που δημοσίευσε κείμενα και βιβλία του στο πλαίσιο της σειράς «Φωνές από την Αλλη Ευρώπη». Ωστόσο, ήταν η κυκλοφορία της «Αβάσταχτης Ελαφρότητας του Είναι» το 1984, που τον έκανε παγκόσμιο σταρ. 

Με φόντο την ταραχώδη Πράγα του ’68, το μυθιστόρημα πραγματεύεται την ιστορία δύο ζευγαριών που βιώνουν τις ιστορικές πολιτικές εξελίξεις, αλλά και τις προσωπικές απιστίες, προσπαθώντας να ισορροπήσουν στο λεπτό σχοινί μεταξύ ελευθερίας και υπευθυνότητας. Η μεταφορά του βιβλίου στη μεγάλη οθόνη από τον Φίλιπ Κάουφμαν, με πρωταγωνιστές τον Ντάνιελ Ντέι-Λιούις και τη Ζιλιέτ Μπινός, εκτόξευσε το άστρο του Κούντερα στη λογοτεχνική στρατόσφαιρα. 

Εμπνευστές και έμπνευση

«Οι χαρακτήρες δεν γεννιούνται από μια γυναίκα, όπως οι άνθρωποι. Γεννιούνται από μια κατάσταση, μια πρόταση, μια μεταφορά που περιέχουν μια στοιχειώδη ανθρώπινη ευκαιρία» έλεγε ο ίδιος. «Οι χαρακτήρες στα μυθιστορήματά μου είναι οι δικές μου, απραγματοποίητες δυνατότητες. Αυτός είναι ο λόγος που με τρομάζουν και με συναρπάζουν εξίσου». 

«Από πολύ μικρή ηλικία διάβαζα Μποντλέρ, Ριμπό, Απολινέρ, Μπρετόν, Κοκτώ, Μπατάιγ, Ιονέσκο και θαύμαζα τον γαλλικό σουρεαλισμό» είχε αποκαλύψει σε συνέντευξή του στο λογοτεχνικό περιοδικό Salmagundi το 1987. 

Και δεν ήταν μόνο γαλλικές οι προσλαμβάνουσες στην έμπνευση. Ο ίδιος παραδεχόταν πως αντλούσε έμπνευση από συγγραφείς της Αναγέννησης όπως ο Βοκάκιος, ο Ραμπελαί, ο Ντιντερό και ίσως περισσότερο ο Θερβάντες, αλλά και σύγχρονους, όπως οι Βιτόλντ Γκομπρόβιτς, Χέρμαν Μπροχ, Φραντς Κάφκα και Μάρτιν Χάιντεγκερ.

Μέσα από το τραύμα της κομμουνιστικής Τσεχοσλοβακίας, όπως έγραφε στο βιβλίο του «Προδομένες Διαθήκες», είδε το μυθιστόρημα ως «προοπτική, σοφία, θέση -μια θέση που αποκλείει την ταύτιση με οποιαδήποτε πολιτική, θρησκεία, ιδεολογία, ηθικό δόγμα, ομάδα. Μια συνειδητή, πεισματική, οργισμένη μη-ταύτιση, που λογιζόταν όχι ως αποφυγή ή παθητικότητα αλλά ως αντίσταση, πρόκληση, εξέγερση». 

Παροιμιωδώς σαρκαστικός, αλλά και ποιητικός, με λεπτό χιούμορ και πρόζα αινιγματική και στοχαστική, έγραψε μυθιστορήματα, αλλά και διηγήματα, δοκίμια και ένα θεατρικό έργο.

Στο «Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης», παρότι στο επίκεντρο βρίσκεται η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968, στις επτά σπονδυλωτές ιστορίες ο συγγραφέας ασχολείται με το ανθρώπινο παράδοξο, όπως τη σκληρότητα του γέλιου και την πίκρα του σεξ, ενώ καυτηριάζει τη χαμένη ικανότητα της ανθρωπότητας να θυμάται το παρελθόν ή να σκέφτεται σοβαρά το μέλλον. 

«Η δολοφονία του Αλιέντε» έγραφε, αναφερόμενος στον Χιλιανό πρώην ηγέτη, «γρήγορα κάλυψε τη μνήμη της ρωσικής εισβολής στη Βοημία. Η αιματηρή σφαγή στο Μπαγκλαντές έκανε τον Αλιέντε να ξεχαστεί. Ο θόρυβος του πολέμου στο Σινά κάλυψε τους οδυρμούς για το Μπαγκλαντές. Οι σφαγές στην Καμπότζη οδήγησαν στη λήθη το Σινά και ούτω καθεξής, ούτω καθεξής, έως ότου όλοι ξεχάσουν τα πάντα». 

Από το 2000 και για 14 ολόκληρα χρόνια, το διάσημο όνομά του παρέμενε στην αφάνεια, έως ότου επανεμφανίστηκε με ένα νέο, που έμελλε να είναι και το τελευταίο του, μυθιστόρημα. Η «Γιορτή της Ασημαντότητας». 

Ο ίδιος επανειλημμένως είχε δηλώσει πως είναι μυθιστοριογράφος κι όχι ένας πολιτικά υποκινούμενος συγγραφέας. Από το ’80 και μετά δε, ασχολιόταν ολοένα και λιγότερο με την τσεχική πολιτική. Μάλιστα το 1980 εξέφρασε την απογοήτευσή του όταν δυτικοί κριτικοί τον συνέκριναν με πολιτικούς συγγραφείς όπως ο Ρώσος Αλεξάντρ Σολζενίτσιν ή ο Γερμανός Γκίντερ Γκρας. 

«Δεν αρκεί να δημιουργούμε μια πολιτική τέχνη για να επικρίνουμε το καθεστώς. Αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί. Η τέχνη και η λογοτεχνία χάνουν την αξία τους όταν γίνονται προπαγάνδα, είτε κομμουνιστική είτε αντικομμουνιστική» είχε δηλώσει στο Christian Science Monitor το 1981.

Μετά από 40 χρόνια εξόριστος στο Παρίσι, το 2019 ο 90χρονος πλέον Κούντερα και η η σύζυγός του Βέρα απέκτησαν και πάλι την τσεχική υπηκοότητα, έναν μήνα μετά τη συνάντησή τους με τον τότε πρωθυπουργό Αντρέι Μπάμπις. 

Ενδιάμεσα, ο Κούντερα επέστρεφε στην Πράγα, αν και σπάνια και πάντα εν κρυπτώ. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, γνωστοί τύχαινε να τον συναντούν στον δρόμο μεταμφιασμένο σε μοναχό ή με ψεύτικη γενειάδα. Σε όποιον είχε το θάρρος να του μιλήσει, λέει ο θρύλος, ο Κούντερα απαντούσε «με συγχωρείτε, δεν είμαι εκείνος που νομίζετε».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή