AP Photo/Josh Reynolds
Ακούστε το άρθρο
Η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, Κλόντια Γκόλντιν, στην οποία απονεμήθηκε φέτος το Νόμπελ Οικονομίας, γνωρίζει τη φόρμουλα για το πώς οι γυναίκες μπορούν να κερδίσουν τη μάχη για ίσες αμοιβές
«Δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει ισότητα των φύλων, αν δεν υπάρξει ισότητα μεταξύ των ζευγαριών».
Αν μπορούσε να ζητήσει κάποιος από την Κλόντια Γκόλντιν να περιγράψει σε δυο γραμμές το συμπέρασμα του ερευνητικού της έργου, για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ, εν μέρει θα ήταν η παραπάνω πρόταση. Και μπορεί η απονονή του βραβείου να την «έπιασε στον ύπνο», καθώς όταν της τηλεφώνησαν για να της ανακοινώσουν τα ευχάριστα, εκείνη ήταν στο κρεβάτι της, ωστόσο η έρευνά της μόνο αφυπνιστική μπορεί να χαρακτηρισθεί.
Οντας η πρώτη γυναίκα που κέρδισε μόνη της το Νόμπελ Οικονομικών, η καθηγήτρια του Χάρβαντ είναι από μόνη της ένα ζωντανό παράδειγμα. Η ίδια έλαβε το διδακτορικό της το 1972 και στη συνέχεια έγινε η πρώτη γυναίκα που προσελήφθη μόνιμα στο οικονομικό τμήμα του αμερικανικού πανεπιστημίου. Η ίδια μάλιστα εξακολουθεί να εργάζεται προσφέροντας στην ερευνητική κοινότητα στα 77 της χρόνια.
Ο στόχος της ως ιστορικός της οικονομίας και οικονομολόγος της εργασίας παραμένει ένας και δύσκολος· να διερευνήσει τις αιτίες του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των δύο φύλων και τις επιπτώσεις για το μέλλον του εργατικού δυναμικού.
Στο πολυθεματικό έργο της ανά τα χρόνια η ίδια αφενός ερεύνησε πώς συγκεκριμένες περίοδοι της ιστορίας επηρέασαν αρνητικά τις γυναίκες εργαζόμενες –όπως η περίοδος της πανδημίας– , «γύρισε πίσω στον χρόνο» προκειμένου να καταγράψει την εξέλιξη της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας τα τελευταία 200 έτη και συμπέρανε γιατί εν έτει 2023 οι γυναίκες εξακολουθούν να αμείβονται λιγότερο από τους άνδρες, ακόμη και αν έχουν ανώτατη εκπαίδευση.
Κατά τη διάρκεια της έρευνάς της σχετικά με το πώς οι γυναίκες έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι του αμερικανικού εργατικού δυναμικού, η Γκόλντιν βρέθηκε σε μία ενδιαφέρουσα αντίθεση.
Οπως περιγράφουν οι New York Times, η καθηγήτρια έχει χαρακτηρίσει την αλλαγή του ρόλου των γυναικών τον τελευταίο μισό αιώνα ως μία από τις μεγαλύτερες προόδους στην κοινωνία και την οικονομία.
Οι γυναίκες ξεπέρασαν τους άνδρες στην εκπαίδευση, εισήλθαν στο εργατικό δυναμικό και έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι του. Ωστόσο παρά τα κατορθώματά τους, οι ίδιες εξακολουθούν να υστερούν έναντι των ανδρών σε κομβικούς τομείς, όπως στις αμοιβές, στη συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό και στο ποσοστό που φτάνουν σε διευθυντικές θέσεις.
Οπως εξηγεί η ίδια, η μεγάλη αλλαγή έγινε το 1970, την οποία και χαρακτηρίζει ως «ήσυχη επανάσταση». Τότε πολλές γυναίκες αποφάσισαν να κάνουν καριέρα και να λαμβάνουν από κοινού αποφάσεις με τον σύζυγό τους. Ωστόσο τότε υπήρξε και μία μερίδα γυναικών που δεν συμβάδισαν αποφασίζοντας να παραμείνουν νοικοκυρές ή περιορίστηκαν σε δουλειές ως δασκάλες ή νοσοκόμες.
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τη νομοθεσία περί ίσης αμοιβής αλλά και την εφεύρεση του αντισυλληπτικού χαπιού είχαν ως αποτέλεσμα οι γυναίκες να παντρεύονται αργότερα, να διατηρούν τα ονόματά τους, να χωρίζουν συχνότερα και να καθυστερούν τον τοκετό ώστε να αποκτήσουν περισσότερη εκπαίδευση.
Οι γυναίκες στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα κερδίζουν λίγο πάνω από 80 σεντς για κάθε δολάριο που κερδίζει ένας άνδρας.
Η θεσμοθέτηση θεμελιωδών νόμων αλλά και η στροφή 180 μοιρών στον ρόλο των γυναικών δεν φαίνεται όμως να είναι αρκετή. Οι γυναίκες στις Ηνωμένες Πολιτείες κερδίζουν σήμερα λίγο πάνω από 80 σεντς για κάθε δολάριο που κερδίζει ένας άνδρας. Με άλλα λόγια εξακολουθούν να κερδίζουν, κατά μέσο όρο,13% λιγότερα από τους άνδρες.
Οι βασικοί λόγοι σύμφωνα με την Γκόλντιν είναι δύο. Η μητρότητα και ο τρόπος που έχει διαμορφωθεί το αμερικανικό εργατικό δυναμικό.
Οσον αφορά το εργατικό δυναμικό, οι εργοδότες έχουν αρχίσει να πληρώνουν με τέτοιον τρόπο ώστε να ευνοούνται τα άκαμπτα και «ασταμάτητα» ωράρια, με αποτέλεσμα όσοι μειώνουν τις ώρες εργασίας τους ή δεν είναι διαθέσιμοι ας πούμε τα Σαββατοκύριακα ή τα βράδια, τότε αυτομάτως είναι τα outsiders.
Η έρευνα της Γκόλντιν έδειξε πως με το παραπάνω μοντέλο είναι δύσκολο να συμβαδίσει μία γυναίκα που αποφασίζει να κάνει οικογένεια, με αποτέλεσμα είτε να επιλέγει να εργάζεται για λιγότερα χρήματα είτε να αναζητά μία θέση εργασίας που να μπορεί να συνδυάζει τις οικογενειακές υποχρεώσεις, οι οποίες, ως επί το πλείστον, εξακολουθούν να είναι μεγαλύτερες για εκείνη.
Οι γυναίκες δεν αποσύρονται από την εργασία επειδή έχουν πλούσιους συζύγους. Εχουν πλούσιους συζύγους επειδή αποσύρονται από τη δουλειά.
Οπως είχε γράψει η ίδια μάλιστα στους New York Times, πλέον βρισκόμαστε μπροστά σε μία συνθήκη που πάει κόντρα σε πολλά ριζωμένα στερεότυπα.
«Οι γυναίκες δεν αποσύρονται από την εργασία επειδή έχουν πλούσιους συζύγους. Εχουν πλούσιους συζύγους επειδή αποσύρονται από τη δουλειά. Είναι αυτό το σύστημα που θέσαμε σε εφαρμογή πριν λίγα χρόνια και στο οποίο έχουμε κολλήσει, και το “χτυπάμε” λίγο λίγο αντί να το γκρεμίσουμε όλο», είχε πει χαρακτηριστικά.
Η νομπελίστρια επισημαίνει πως σαφώς έχουν γίνει βήματα ανά τα χρόνια, καθώς και το μισθολογικό χάσμα έχει μειωθεί, αλλά και η «ποινή» της μητρότητας δεν είναι τόσο μεγάλη. Ωστόσο το αποτέλεσμα παραμένει μεταξύ ειδικά των γονέων (The Conversation).
Κατά την ίδια δηλαδή, πλέον δεν μιλάμε για μορφωμένες γυναίκες που εγκαταλείπουν την εργασία, αλλά για το πώς η φύση της εργασίας έχει αλλάξει με τρόπο που ωθεί τα ζευγάρια που έχουν ίσες δυνατότητες σταδιοδρομίας να αναλάβουν άνισους ρόλους.
«Ενώ έχει υπάρξει μία “μνημειώδης προοδευτική αλλαγή”, ταυτόχρονα υπάρχουν σημαντικές διαφορές, οι οποίες συχνά συνδέονται με το ότι οι γυναίκες κάνουν περισσότερη δουλειά στο σπίτι», είχε πει όταν παρέλαβε το Νόμπελ.
«Οταν τα παιδιά μεγαλώσουν: Η απασχόληση και οι αποδοχές των γυναικών κατά τη διάρκεια του οικογενειακού κύκλου», 2022
«Κατανοώντας τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας Covid-19 στις γυναίκες», 2022
«Το μεταβαλλόμενο γυναικείο πλεονέκτημα στο προσδόκιμο ζωής», 2019