«Τα πάντα στο σινεμά του Ντάριο Αρτζέντο θέλουν να σε σκοτώσουν»
τα-πάντα-στο-σινεμά-του-ντάριο-αρτζέν-562880569

«Τα πάντα στο σινεμά του Ντάριο Αρτζέντο θέλουν να σε σκοτώσουν»

Με αφορμή το νέο ντοκιμαντέρ για τη ζωή του η «Κ» ανατρέχει στη γεμάτη αίμα, στιλιζάρισμα και... πανικό φιλμογραφία του εμβληματικού σκηνοθέτη

Θοδωρής Λέννας
Ακούστε το άρθρο

Υποθετικό σενάριο: βρίσκεστε σε ένα ασανσέρ. Το ασανσέρ ξαφνικά σταματάει και τα φώτα του κλείνουν. Το ανατριχιαστικό αίσθημα στιγμιαίου τρόμου που σας κόβει τα πόδια αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα εγκλωβισμού μέχρις ότου το ασανσέρ συνεχίσει την ανάβασή του θα μπορούσε να περιγράψει ιδανικά τη φύση του πανικού που προκαλεί το σινεμά του Ντάριο Αρτζέντο.

Η επιλογή της λέξης «πανικός» αντί της λέξης «τρόμος» δεν είναι τυχαία. Ο πανικός περιγράφει μια ξαφνική αίσθηση φόβου, η οποία είναι τόσο ισχυρή ώστε να κυριαρχεί ή να αποτρέπει τη λογική σκέψη, αντικαθιστώντας την με συντριπτικά συναισθήματα, με μια αναπόδραστη ταραχή· το δίδυμο «αδελφάκι» του τρόμου θα μπορούσε κανείς να πει.

Κάπως έτσι, ο τίτλος του νέου βιογραφικού ντοκιμαντέρ «Dario Argento Panico», που αφηγείται τη ζωή του Αρτζέντο, μοιάζει να δένει εκπληκτικά με τα φιλμικά σύμπαντα και κυρίως με τα κινηματογραφικά συναισθήματα που δημιούργησε ο μετρ του ιταλικού τρόμου. «Επιδιώκω τον πανικό», λέει ο ίδιος σε μια εξομολόγησή του στη διάρκεια της ταινίας. Στα 84 του πλέον, ο εμβληματικός σκηνοθέτης, πηγή έμπνευσης για δεκάδες auters που έχουν αποπειραθεί και συνεχίζουν να αποπειρώνται να μας τρομάξουν, «παραδέχεται» με μία λέξη τι ήθελε να πετύχει στις ταινίες του εδώ και δεκαετίες· να μας κάνει να πανικοβληθούμε.

«Τα πάντα στο σινεμά του Ντάριο Αρτζέντο θέλουν να σε σκοτώσουν»-1
Φωτ.: SHUTTERSTOCK

Το χέρι του σκηνοθέτη που σκοτώνει

Υπάρχει ένα ενδεικτικό παρασκήνιο. Στις ταινίες του Αρτζέντο ο δολοφόνος είθισται να φοράει μαύρα δερμάτινα γάντια και να κρατάει ένα μαχαίρι, μια φαλτσέτα ή έναν μπαλτά. Πριν από πολλές κινηματογραφικές δολοφονίες, η κάμερα του Αρτζέντο ταυτίζεται με το βλέμμα του φονιά. Πλησιάζει απειλητικά το θύμα, ο θεατής αγνοεί το πρόσωπο του δολοφόνου, αλλά βλέπει τα χέρια του που ετοιμάζονται να σκοτώσουν. Το παρασκήνιο έγκειται στο γεγονός ότι σε πολλές ταινίες τα χέρια που σκοτώνουν ανήκουν στον ίδιο τον Αρτζέντο.

Η –μάλλον ανατριχιαστική– επιλογή του σκηνοθέτη να κάνει cameo εμφάνιση στις ταινίες του με αυτόν τον τρόπο έχει πολλαπλές σημειολογικές ερμηνείες. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να εκληφθεί ως ένα αυτοαναφορικό κλείσιμο ματιού στην ίδια τη δύναμη του κινηματογράφου. Ο σκηνοθέτης-ενορχηστρωτής του τρόμου ταυτίζει το βλέμμα του με αυτό του δολοφόνου και η κάμερα μεταμορφώνεται σε δυνάμει φονικό όπλο.

Κάποιος άλλος θα μπορούσε να αποδώσει στον Αρτζέντο πρόθεση να τιμήσει τον Αλφρεντ Χίτσκοκ και τη δική του συνήθεια να εμφανίζεται απροσδόκητα στις ταινίες του. Πολλοί, μάλιστα, εκ των υστέρων έχουν χαρακτηρίσει τον Αρτζέντο «Ιταλό Χίτσκοκ».

Σε αντίθεση, όμως, με τον «θείο Αλφρεντ», ο οποίος συχνά αξιοποιούσε την πλοκή ως πρόφαση για (αυτο)ψυχανάλυση και το σασπένς ως αφορμή για να να εντοπίσει τη βαθύτερη αδυναμία και το πιο άρρητο σκοτάδι των ηρώων του, ο Αρτζέντο, σε όλη του τη φιλμογραφία, αφήνει σε δεύτερη μοίρα τους –υπαρκτούς, αλλά συχνά προσχηματικούς– συμβολισμούς των αφηγήσεων του και «παραδίδεται» χωρίς αναστολές στην ανάγκη του να δημιουργήσει σινεμά αισθήσεων, έντασης, αγωνίας, χωρίς πολλαπλές αναγνώσεις ή σύνθετες νοηματικές στρώσεις.

Ολο το «giallo» –κωδική ονομασία για το ρεύμα του ιταλικού τρόμου που αναδύθηκε στα 60s και τα 70s με «ιερείς» τους Μάριο Μπάβα και Λούτσιο Φούλτσι και «αρχιερέα» τον Αρτζέντο– άλλωστε υπήρξε σινεμά που είχε στον πυρήνα του την απενοχοποιημένη διασκέδαση μέσω του στιλιζαρίσματος και της εμπλοκής των αισθήσεων του θεατή στο «παιχνίδι» που εκτυλίσσεται στη μεγάλη οθόνη.

Σκοποφιλία, αίμα και κινούμενες μαριονέτες

Χαρακτηριστικό δείγμα του τι εστί giallo είναι η εναρκτήρια σκηνή στην πρώτη ταινία που ο Αρτζέντο σκηνοθέτησε έπειτα από μια πλούσια διαδρομή ως σεναριογράφος. Στο «The Bird With The Crystal Plumage» (1970) ο ήρωας άθελα του γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας μιας νεαρής γυναίκας την οποία ενώ βλέπει δεν μπορεί να αποτρέψει. Ισως η τέλεια ειρωνεία προς το κοινό που ηδονοβλεπτικά αποδέχεται τον ίδιο ακριβώς ρόλο: να παρακολουθεί παραδομένος στην ιδιόρρυθμη σαγήνη ότι αυτό που εκτυλίσσεται στο πανί είναι υπέρτερο των δικών του πραγματικών δυνάμεων.

Μια πενταετία αργότερα, ο Αρτζέντο σκηνοθετεί ίσως το πιο απολαυστικό και ταυτόχρονα τρομακτικό κινηματογραφικό «παιχνίδι» της καριέρας του. Το «Deep Red» («Profondo rosso», 1975) χωράει όλες τις αρετές της giallo μυθολογίας και των «αρτζεντικών» εμμονών: κινούμενες μαριονέτες, άφθονο αίμα, μαγεία και θρύλοι, σεξ, υποδόριο χιούμορ (στην προκειμένη περίπτωση με μια λεπτή έμφυλη κριτική), έντονα χρώματα και όλα αυτά υπό την απειλή ενός χεριού που σκοτώνει με έναν καλογυαλισμένο μπαλτά και υπό την άβολη, progressive rock μουσική των Goblin.

Λίγο πριν σκάσει η «βόμβα» του «Suspiria», το 1977. Υπερβολή και υπέρβαση, εξπρεσιονιστική φωτογραφία και αποκρυφισμός στην πιο εμβληματική και επιδραστική στιγμή του Αρτζέντο. Το «Suspiria» είναι ένα ασταμάτητο ντελίριο τρόμου, ένα φιλμ με σχεδόν δαιμονική δύναμη. Ακόμη και τα σεναριακά νοηματικά του άλματα όχι απλώς δεν στερούν τίποτα από τη μαγεία της απόκοσμης ταινίας, αλλά εμπεδώνουν την αίσθηση μετάβασης του θεατή σε έναν κόσμο τόσο ασυνάρτητο όσο και εφιαλτικό

Σπουδαία ήταν και η άτυπη συνέχεια του θρύλου του «Suspiria» στο «Inferno» (1980). Η αποτυχημένη καλλιτεχνικά ολοκλήρωση της τριλογίας των «Τριών Μητέρων» το 2007 με το «The Mother of Tears» προφανώς δεν αλλοιώνει σε τίποτα το μεγαλείο των δύο προηγούμενων ταινιών. Αλλωστε, συνολικά η φιλμογραφία του Αρτζέντο δεν θα αργούσε να χάσει την αίγλη της με το πέρασμα του χρόνου, ειδικά πλησιάζοντας προς τη νέα χιλιετία.

Πριν συμβεί, όμως, αυτό, ο Αρτζέντο θα «κατακτούσε» τα 80s με ακόμη τρεις  σπουδαίες ταινίες. Στο «Tenebre» (1982) προσαρμόζει την giallo υπερβολή σε έναν τρόμο πιο ωμό, λιγότερο στιλιζαρισμένο, περισσότερο «αμερικάνικο». Στο, μάλλον αδικημένο, «Phenomena» (1985) «αποκαλύπτει» εκ νέου τα συστατικά της τέλειας «ένοχης απόλαυσης»: χειμαρρώδης φαντασία, ανεξέλεγκτα γκροτέσκο διάθεση στην πλοκή και στην αισθητική, διαρκές φλερτ με τον τρόμο, την επιτήδευση, την αηδία και μια υπέροχη νεαρή Τζένιφερ Κόνελι να βιώνει σε ρυθμούς heavy metal τρόμου τη σκληρή διαδρομή προς την ενηλικίωση. Τέλος, το 1987 με το «Opera» παραδίδει μία από τις πιο μεγάλες εμπορικές του επιτυχίες και ίσως το απόλυτο δείγμα τεχνικής βιρτουοζιτέ στον τρόμο, το σασπένς και στη «χορογραφία» που συνοδεύει κάθε νέο στυγερό φονικό. 

«Μαύρα γυαλιά» λίγο πριν από τη δύση

Το σινεμά μετασχηματίζεται, οι προϋπολογισμοί πολλαπλασιάζονται, η βιομηχανία του Χόλιγουντ επενδύει εκατομμύρια στο σινεμά τρόμου και σε μια εποχή στην οποία το κοινό απαιτεί λογικοφανείς απαντήσεις και «νόημα», ο Αρτζέντο αδυνατεί να προσαρμοστεί. Με μικρές εξαιρέσεις –οι οποίες εδράζονται κυρίως σε μεμονωμένες σκηνές και όχι σε κάποια ολοκληρωμένη προσπάθεια– οι ταινίες του από τα μέσα των 90s έως σήμερα απογοητεύουν ακόμα και τους πιο πιστούς θαυμαστές του. 

Την τελευταία τριετία, όμως, διαμορφώνεται σχεδόν μεταφυσικά μια κινηματογραφική συγκυρία που επαναφέρει τον Αρτζέντο στο προσκήνιο. Το 2021 πρωταγωνιστεί στο «Vortex» του Γκασπάρ Νόε και συστήνεται στη νέα γενιά σινεφίλ που παρακολουθούσε έκθαμβη τον συνήθως «φευγάτο» Νόε των παραισθητικών ονειρώξεων να αφηγείται τα τελευταία βήματα της ζωής ενός ηλικιωμένου ζευγαριού με άνοια. 

Την ίδια στιγμή, ο Αρτζέντο ετοίμαζε τη νέα του ταινία, με τίτλο «Μαύρα Γυαλιά», η οποία προβλήθηκε στη χώρα μας το 2022. Το φιλμ, παρότι δεν προσεγγίζει το μεγαλείο των σπουδαίων του ταινιών –ποιος θα απαιτούσε ή θα περίμενε κιόλας κάτι τέτοιο;– αποτελεί μια υπενθύμιση του ίδιου του δημιουργού ότι το σινεμά του ζει, είναι ακόμα εδώ, έστω κι αν μπορεί μόνο στιγμιαία να ενθουσιάσει.

Ο Αρτζέντο επηρέασε πολλούς σύγχρονούς του και μεταγενέστερους δημιουργούς. Το φιλμικά σύμπαντα του Ρομέρο, του Κάρπεντερ, του Ντε Πάλμα και του Κρέιβεν ίσως να μην ήταν ίδια χωρίς την έμπνευση από τον Ιταλό μετρ του τρόμου. Το ίδιο ισχύει και για το σινεμά του Τζέιμς Γουάν ή ακόμα και του Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν, με αποκορύφωμα το «The Neon Demon».

Το ντοκιμαντέρ «Dario Argento Panico» (2023), το οποίο μελετά τη διαδρομή του σκηνοθέτη στην έβδομη τέχνη, είναι η ιδανική αφορμή να ανατρέξει κανείς εκ νέου στην ξεχωριστή φιλμογραφία του· σε έναν κινηματογραφικό κόσμο που σε παγιδεύει, σε τρομάζει και σε ταράζει· στις στιγμές εκείνες όπου το σελιλόιντ παράγει αγνό τρόμο, καθαρό συναίσθημα. Οπως, άλλωστε, εύστοχα λέει ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο στη διάρκεια του ντοκιμαντέρ: «Τα πάντα στο σινεμά του Αρτζέντο θέλουν να σε σκοτώσουν». 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή