Τζιανφράνκο Ρόζι: «Βιώνουμε το προσφυγικό χωρίς όραμα»

Τζιανφράνκο Ρόζι: «Βιώνουμε το προσφυγικό χωρίς όραμα»

4' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην τρίτη ερώτηση για το προσφυγικό, την Ευρώπη, την άνοδο της Ακροδεξιάς, αντέδρασε χαμογελώντας. «Με αντιμετωπίζετε σαν υποψήφιο πολιτικό… Είμαι όμως ένας σκηνοθέτης που λέει ιστορίες». Οσο και να ισχυρίζεται ο Τζανφράνκο Ρόζι ότι το βραβευμένο με τη Χρυσή Αρκτο του 66ου Διεθνούς Φεστιβάλ Βερολίνου ντοκιμαντέρ του «Fuocoammare» («Φωτιά στη θάλασσα») δεν αφορά καθόλου το προσφυγικό, δύσκολα μας πείθει. Απλώς, η σκηνοθετική του δεξιοτεχνία και η ισορροπία του βλέμματός του δίνουν στην ταινία αφηγηματικό μέγεθος, μετατοπίζοντάς την από την καταγραφή ή τη μαρτυρία στην ουσία της ζωής στη σημερινή Ευρώπη.

Στο «Fuocoammare», που είναι γυρισμένο στη Λαμπεντούζα, συνάντησε μια πραγματικότητα διαφορετική από αυτήν των δελτίων ειδήσεων. Κινηματογράφησε δύο πραγματικότητες, σαν δύο παράλληλα σύμπαντα: την καθημερινότητα ενός 12χρονου μικρού, που πηγαίνει στο σχολείο, του αρέσει να ρίχνει με τη σφεντόνα του και να κυνηγάει, και εκατοντάδων παράτυπων μεταναστών που ταξιδεύουν από την Αφρική. Λέει ο ίδιος στην «Κ», στο σύντομο πέρασμά του από την Αθήνα, με αφορμή την επίσημη προβολή του ντοκιμαντέρ στη Στέγη Γραμμάτων: «Το έργο ισορροπεί ανάμεσα σε θυμικές καταστάσεις. Ο πρωταγωνιστής είναι ο 12χρονος Σαμουέλε. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι ένα αγοράκι που ακόμα δεν έχει βρει την ταυτότητά του. Νιώθει μια δυσφορία για την εφηβεία που έρχεται, έχει ένα άγχος που δεν μπορεί να προσδιορίσει, επινοεί φανταστικούς εχθρούς, κυνηγάει με τη σφεντόνα του, στήνει μάχες… Παράλληλα υπάρχει και ένα ωμό, ακραία ρεαλιστικό κομμάτι, που είναι οι αφίξεις των μεταναστών. Η πραγματικότητα εκεί επιβάλλεται ως αυτό που είναι. Είναι δυο κόσμοι που ο ένας στηρίζει τον άλλον. Από τη μια η διαδικασία διδαχής και κατάρτισης του Σαμουέλε, από την άλλη κάτι ασύλληπτο και ακατανόητο. Θα χαρακτήριζα την ταινία διδακτικό μυθιστόρημα».

Ο 52χρονος σκηνοθέτης (δύο προηγούμενα ντοκιμαντέρ του, «Below sea level» και «Sacro GRA», έχουν επίσης αποσπάσει διεθνείς διακρίσεις) έμεινε ένα χρόνο στη Λαμπεντούζα, ενώ η αρχική του πρόθεση ήταν να γυρίσει ένα φιλμ μικρού μήκους. Ενιωσε, όμως, να δεσμεύεται και να απορροφάται από την πολυπλοκότητα της ζωής στο νησί. «Παρακολουθώντας την ιστορία του παιδιού, συγκρινόμαστε και εμείς μ’ έναν κόσμο που δεν γνωρίζουμε. Στην αρχή, το αγόρι κυνηγάει πουλιά, στο τέλος συνδιαλέγεται και μιλάει με τα πουλιά. Και το πουλί τον οδηγεί μέσα από το σκοτάδι, το δάσος, στο φως. Υπερνικά δηλαδή τον φόβο του αγνώστου. Δεν ξέρω τι είπε το πουλί στο παιδί. Ο καθείς έχει τη δική του απάντηση», υποστηρίζει. Αποφεύγουμε να του μιλήσουμε για τη σκηνή με τα πτώματα των μεταναστών που σωρεύονται πάνω σε μια βάρκα της ιταλικής ακτοφυλακής. Μας λένε ότι το γύρισμα αυτό τον έχει στοιχειώσει… Δεν μπορούσε ούτε να μοντάρει αυτό το σημείο.

«Γιατί η Ευρώπη βιώνει το προσφυγικό ως απειλή;» ρωτάμε. «Γιατί το βιώνει πάντα σαν μια “επείγουσα κατάσταση”, χωρίς όραμα, χωρίς την πραγματική ιδέα της υποδοχής, της φιλοξενίας», απαντάει. «Σαφώς πρέπει να υπάρχουν κανόνες», συμπληρώνει. «Αλλά αυτή τη στιγμή η Ευρώπη αδυνατεί να ασκήσει οποιαδήποτε πολιτική. Εμαθα γι’ αυτούς τους δυστυχείς που επαναπροωθούνται στην Τουρκία. Αυτή είναι πολιτική μικροανταλλαγών και λαϊκίστικη. Δεν είναι πολιτική που εμπνέεται από ένα όραμα προς το μέλλον».

Ο Τζανφράνκο Ρόζι γεννήθηκε στην Ασμάρα της Ερυθραίας. Μετά τις πανεπιστημιακές σπουδές του στην Ιταλία, το 1985 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου φοίτησε στο New York University Film School. Εμεινε εκεί 25 χρόνια. «Είναι η πόλη με την οποία ταυτίζομαι», τονίζει και τη χρησιμοποιεί ως υπόδειγμα όταν αρχίζει η κουβέντα περί πολυπολιτισμικότητας και αποτυχημένης ή όχι αφομοίωσης των μεταναστών στα κράτη της Ευρώπης: «Ηδη ο όρος αφομοίωση είναι κάτι πολύ βαρύ. Η Νέα Υόρκη είναι η πόλη όπου ο καθείς διατηρεί την ταυτότητα, την κουλτούρα και τον πολιτισμό του. Δεν υπάρχει η ιδέα να “αφομοιωθεί” κανείς από το νεοϋορκέζικο μοντέλο.

Το ωραίο σε αυτήν την πόλη είναι ότι ο καθένας μπορεί να διατηρήσει την ταυτότητά του, κινούμενος ταυτόχρονα μέσα σε αυτό το πολυσύστημα. Γι’ αυτό και δεν κατανοώ τι σημαίνει “απέτυχε το μοντέλο της πολυπολιτισμικότητας”, γιατί έζησα σε μια πόλη που αναδεικνύεται εξ ορισμού πολυπολιτισμική. Το πρόβλημα γεννιέται από τη στιγμή που κάποιος θεωρήσει ότι ο δικός του πολιτισμός, η δική του κουλτούρα είναι υπέρτερη και δυνατότερη από την κουλτούρα κάποιου άλλου. Ειλικρινά θα φοβόμουνα και με βρίσκει και σε αμηχανία να ζω σε μια χώρα που αντιμετωπίζει με αυτόν τον τρόπο την πολυπολιτισμικότητα».

«Μένετε, παρ’ όλα αυτά, κυρίως στην Ευρώπη», αντιτείνουμε. «Ναι, σε μια Ευρώπη που κλείνεται στον εαυτό της και ο καθένας ζει μέσα στη χώρα του και δεν μπορεί να δει το θέμα αυτό συλλογικά. Κατ’ εμέ, χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία θα έπρεπε να αποσχιστούν από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ντρέπομαι να είμαι Ευρωπαίος πολίτης με χώρες όπως αυτές. Θα ζούσα ευχαρίστως σε μια Ευρώπη χωρίς τη Δανία, την Ουγγαρία ή την Πολωνία. Αυτά τα κράτη δεν συμμετείχαν στην οικοδόμηση της Ευρώπης. Θα πρέπει, νομίζω, να επιστρέψει η Ευρώπη σε μια Ενωση λίγων χωρών, εκείνων όπου υπάρχει έντονα το αίσθημα της ενότητας και του ανήκειν. Δεν μπορεί να είναι μόνο η Ευρώπη της οικονομίας».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή