«Δεν μου αρέσουν οι υπερήρωες»

«Δεν μου αρέσουν οι υπερήρωες»

5' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν ένας φίλος σύστησε στη Ναταλία Τσαλίκη το έργο του Στέφεν Τέμπερλεϊ «Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς – Ενθύμιο», η ηθοποιός δεν γνώριζε τίποτα για την ιστορία της εύπορης Αμερικανίδας σοπράνο που μεσουράνησε στα χρόνια του Μεσοπολέμου παρότι ήταν φριχτά παράφωνη. Ούτε ότι αυτή η επίμονη και παθιασμένη με την κλασική μουσική αστή, που έφτασε μέχρι το «Κάρνεγκι Χολ» στα 76 της δίνοντας ένα ρεσιτάλ-παρωδία, στάθηκε πηγή έμπνευσης για συγγραφείς αλλά και για δύο ταινίες: τη «Marguerite» του Ξαβιέ Τζιανολί με την Κατρίν Φρο και τη «Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς» του Στίβεν Φρίαρς με τη Μέριλ Στριπ.

«Δεν είχα ιδέα για αυτή τη γυναίκα. Αργότερα έμαθα ότι γυρίζονταν δύο ταινίες και ότι έχουν γραφτεί πέντε θεατρικά έργα», λέει στην «Κ». Ετσι, με ένστικτο πλησίασε το έργο. «Κάποια πράγματα στην ηλικία μου προχωρούν βάσει της συγκίνησης. Μου άρεσε που ήταν ευάλωτη γυναίκα με ρωγμές. Μου αρέσουν οι ρόλοι που μπορείς να ταυτιστείς μαζί τους. Δεν μου αρέσουν οι υπερήρωες που δεν μπορείς να τους φτάσεις».

Αλλοτε αστεία κι άλλοτε συγκινητική στον ρόλο της «ντίβας του θορύβου», η Ναταλία Τσαλίκη, με οδηγό τον Γιάννο Περλέγκα που σκηνοθέτησε την παράσταση στο «Θησείον», δούλεψε βελονιά βελονιά τις αδυναμίες της Φλόρενς και τον κόσμο της: τη φιλοδοξία και την αυταπάτη. «Το τραύμα που είχε όταν ο πατέρας της τής απαγόρευσε να τραγουδάει κι έπειτα αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι ήταν αιτίες που οδηγούν συχνά σε παραφωνία. Οι παράφωνοι άνθρωποι κουβαλούν τραύματα και πληγές από την παιδική τους ηλικία όταν κάποιος τους κορόιδευε όταν τραγουδούσαν ή τους απαγόρευε να το κάνουν. Τώρα πια θεραπεύονται τέτοιες περιπτώσεις ψυχαναλυτικά, αλλά εκείνη την εποχή όχι. Επιπλέον, η ηρωίδα ήταν άρρωστη, είχε κολλήσει σύφιλη, κάτι που της δημιουργούσε προβλήματα στον εγκέφαλο και στην ακοή, αλλά και την ψευδαίσθηση που είχε. Δεν μπορούσε να δει την πραγματικότητα καθαρά. Ολα αυτά την κάνουν πολύ ανθρώπινη».

Εμμονή και πάθος

Ετσι ανθρώπινα την «άγγιξε» και την πρόσφερε στο κοινό. Στα μάτια της, η Φλόρενς ήταν κάτι περισσότερο από μια κυρία αστικής καταγωγής που η ίδια πλήρωνε για να την ακούνε. «Δεν θα ασχολιόμασταν μαζί της αν δεν είχε κάτι παραπάνω. Την εμμονή, την αυτοπεποίθηση, το δόσιμο στη μουσική που ήταν απεγνωσμένο για να μπορέσει να κρατηθεί στη ζωή. Αυτό κράτησε κοντά της επί 13 χρόνια τον πιανίστα Κόσμε Μακ Μουν που υποδύεται ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος στην παράσταση. Εναν διαλυμένο ψυχικά μουσικό, που προσπαθεί να εξηγήσει το φαινόμενο Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς και το πάθος της. Μολονότι ακαδημαϊκά μορφωμένος μουσικός, δεν έκανε τη δική της καριέρα, πράγμα παράλογο. Εν αντιθέσει με μια παράφωνη που είχε κάτι παραπάνω».

Πάνω στην ανυψωμένη πλατφόρμα, το σκηνικό της Λουκίας Χουλιάρα, η Φλόρενς – Ναταλία τραγουδά χωρίς να πατά σωστά ούτε μία νότα. Η Τσαλίκη βέβαια γνωρίζει μουσική, έχει κάνει πιάνο, λίγο τραγούδι και βιολί. «Αν δεν είχα αυτή την εμπειρία, δεν θα τολμούσα να παίξω τον ρόλο. Από πέρυσι το καλοκαίρι κάνω μαθήματα για να τραγουδήσω πρώτα σωστά το ρεπερτόριο και έπειτα να το πω παράφωνα. Γιατί αλλιώς κλείνει η φωνή, πρέπει να έχεις σωστή τοποθέτηση κι αυτά τα κομμάτια έχουν ψηλές νότες. Συνεχίζω κάθε μέρα την εξάσκηση, μη νομίζετε ότι είναι κάτι εύκολο. Η συμμετοχή μου όμως 12 χρόνια σε μια χορωδία, με την οποία κάναμε πολλά ταξίδια στο εξωτερικό, ήταν ό,τι καλύτερο απέκτησα στην παιδική μου ηλικία. Τα οικογενειακά ακούσματα ήταν ανάλογα και με επηρέασαν. Ολα τής κλασικής μουσικής και όπερες. Ηταν και το περιβάλλον ανάλογο. Οι θείοι μου από το σόι της μητέρας μου ήταν μουσικοί, ανάμεσά τους και ο αρχιμουσικός Βύρων Κολάσης, όμως και οι γονείς τραγουδούσαν καλά χωρίς να είναι επαγγελματίες».

Η κριτική

Στο έργο του Στέφεν Τέμπερλεϊ γίνεται λόγος και για την κριτική, την οποία η ηρωίδα απέφευγε… όπως ο διάβολος το λιβάνι. Από το 1984 στο θέατρο, η Ναταλία Τσαλίκη υποστηρίζει πως δεν τη φοβάται. «Ισως επειδή είμαι ανελέητα τελειομανής με τον εαυτό μου, κάτι που προσπαθώ να ξεπεράσω. Από μια αρνητική κριτική δεν θα γίνω ράκος, ούτε όμως θα την “ψωνίσω” από μια θετική».

Ούτε στην «αυλή» του καλλιτέχνη –που επίσης καλλιέργησε με το παραπάνω η «ντίβα του θορύβου» στη Ν. Υόρκη των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα– πιστεύει. «Δεν χρειαζόμαστε καμία επιβράβευση για να αισθανθούμε καλά. Γι’ αυτό είμαι κι εναντίον των βραβείων.

Βραβεύουν οι θεατές, οι δημοσιογράφοι, βάζουν αστέρια, φεγγάρια, ποιος είναι καλός και ποιος δεν είναι, κι όλα αυτά γιγαντώνονται μέσα από το Διαδίκτυο. Ολοι βραβεύουν. Ο καλλιτέχνης όμως κάνει μοναχική και επίπονη δουλειά προσπαθώντας να ανεβεί εκεί που ορίζει. Ξέρει πού και πόσο προχωράει».

Το Διαδίκτυο από την άλλη –και το Facebook ειδικότερα– έχει μια επικίνδυνη γοητεία. «Είναι μια έξη ύπουλη. Ξεκίνησα λίγο λίγο, αλλά πιάνω τον εαυτό μου να το αναζητά όλο και πιο πολύ. Το πιο ενοχλητικό είναι το κόλλημα με το τηλέφωνο. Σχολιάζουμε τα πάντα και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα χωρίς να το γνωρίζει το Διαδίκτυο, έχουμε πάθει… σελεμπριτισμό. Επιπλέον υπάρχει και μια μισαλλοδοξία. Θέλει προσωπική δουλειά όλο αυτό, να συγκρουστούμε με τον εαυτό μας και τα ελαττώματά μας».

Η τελειομανία είναι η δική της αδυναμία, που όπως λέει: «Την έχω αμβλύνει πολύ». «Ανέλυα τα πάντα. Γι’ αυτό προσπαθώ τα τελευταία χρόνια να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου. Το θετικό μου είναι ότι ακούω. Οταν μαθαίνεις τον εαυτό σου, καταλαβαίνεις ότι πρέπει να ακούς και τον άλλον». «Εγκρατής», «αυστηρή», «κλειστή» είναι ορισμένοι από τους χαρακτηρισμούς που της δίνουν κατά καιρούς. Οπως και στον σύζυγό της Γιάννη Μπέζο, που συχνά τον θεωρούν «περίεργο». «Σε μια εποχή που όλοι ήταν έτοιμοι να αγκαλιάσουν τους πάντες, να κάνουν ό,τι θέλει ο απέναντι για να ’ναι αρεστοί, κάναμε τη διαφορά. Είναι λαϊκισμός να κάνεις ό,τι θέλει ο απέναντι».

Ελλειψη καλλιέργειας

Γύρω της διακρίνει πολλές αλλαγές, ακόμη και στο κοινό. «Είναι κι αυτό μέρος της κοινωνίας από την οποία χάνεται ο πολιτισμός της καθημερινότητας γενικότερα. Το βλέπεις στον δρόμο, στις συναλλαγές, στη μουτζουρωμένη πόλη, στα σήματα της Τροχαίας. Ολα είναι απόρροια της έλλειψης καλλιέργειας. Δυστυχώς οι καλοί τρόποι σήμερα είναι ντεμοντέ. Κρύβουμε την ομορφιά των παλιών κτιρίων με λαμαρίνες, όπως συμβαίνει στο Πανεπιστήμιο για να μην το γεμίσουν με γκράφιτι. Το βλέπω και στα Εξάρχεια όπου πηγαίνω καθημερινά στη σχολή που διδάσκω. Εγινε η Αθήνα όλη μια μουτζούρα και τρέχουμε να κλειστούμε στα σπίτια μας για να μη βλέπουμε τη βρωμιά. Δεν είναι στάση να κλείνεις τα μάτια. Πρέπει να οργανωθούμε μεταξύ μας, να καθαρίσουμε την πόλη. Αυτό θεωρώ σήμερα πολιτική πράξη».

Η πολιτισμική βουτιά που ζούμε έχει αντανάκλαση και στο θέατρο. «Θεωρώ ότι το θέατρο περνάει μια καμπή. Μέχρι πέρυσι λέγαμε ότι αντιστέκεται με 1.500 παραστάσεις. Ομως το τοπίο αρχίζει να αλλάζει. Κάποια πράγματα θα κλυδωνιστούν μέχρι να επέλθει μια νέα πραγματικότητα. Δεν μπορεί το κοινό να συντηρήσει όλες αυτές τις παραστάσεις. Πρέπει να επαναξιολογηθούν τα πράγματα για να προχωρήσουμε. Ωραία είναι η έκφραση, αλλά δεν μπορεί κάθε ένας να θεωρεί τον εαυτό του καλλιτέχνη».

Στο «Θησείον» η Ναταλία Τσαλίκη τα βάζει και με την εικόνα της. Στο κατώφλι των 60 δεν έχει πρόβλημα να αλλοιώσει την εικόνα της. «Θεωρώ μειονέκτημα για τη γυναίκα ηθοποιό να είναι νάρκισσος και φιλάρεσκη. Φροντίζω την υγεία μου, μου αρέσει η αισθητική, αλλά δεν κάνω επίδειξη γοητείας στη σκηνή. Οπως εκθέτω την ψυχή μου, εκθέτω και το σώμα μου με τις αδυναμίες και τις ρωγμές του. Ανθρωπος είμαι, όχι άγαλμα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT