Ηχηρό μήνυμα προς την Τουρκία

Ηχηρό μήνυμα προς την Τουρκία

2' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι κυρώσεις που επέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Τουρκία για την αγορά των S-400 από τη Ρωσία ήταν πολυαναμενόμενες, καθώς προβλεπόταν από την αμερικανική νομοθεσία, αλλά όχι δεδομένες. Χρειάστηκε ενάμισι έτος για να πεισθεί η κυβέρνηση Τραμπ να εφαρμόσει τα προβλεπόμενα από τον νόμο CAATSA για την «Αντιμετώπιση των αντιπάλων των ΗΠΑ», κάτι που είχε κάνει στο παρελθόν μόνο για την Κίνα. Σίγουρα συνέβαλαν σε αυτό οι εξελίξεις στο Κογκρέσο, το οποίο «έδεσε» τις κυρώσεις στον προϋπολογισμό του Πενταγώνου που καλείται να εγκρίνει ο Αμερικανός πρόεδρος. Αλλά καταλυτικός ήταν και ο ρόλος του υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, ενός από τους στενότερους συνεργάτες του προέδρου Τραμπ μέχρι το τέλος, ο οποίος δεν μάσησε τα λόγια του στην πρόσφατη σύνοδο του ΝΑΤΟ για τον αποσταθεροποιητικό ρόλο της Τουρκίας στη Συμμαχία. Δική του ήταν η πρωτοβουλία να εφαρμοστούν τώρα οι κυρώσεις, πριν από την έγκριση του προϋπολογισμού (στον οποίο ο πρόεδρος Τραμπ έχει απειλήσει ότι θα ασκήσει βέτο) και εντός της θητείας του.  

Εστειλε έτσι ένα ηχηρό μήνυμα στην Τουρκία για τις επιπτώσεις των επιλογών της, καθώς, όπως τόνισε Αμερικανός διπλωμάτης, «η επιβολή κυρώσεων σε μία σύμμαχο στο ΝΑΤΟ δεν είναι κάτι που παίρνουμε ελαφρά». Είναι επίσης μια προειδοποίηση σε άλλες χώρες όπως η Ινδία, που επίσης εξετάζει την αγορά ρωσικών όπλων – διότι η συγκεκριμένη νομοθεσία που πέρασε, μετά την κατάληψη της Κριμαίας από τη Ρωσία, αυτό βάζει στο στόχαστρο: τη ρωσική αμυντική βιομηχανία. Αντίθετα, ο ίδιος τόνισε ότι οι κυρώσεις που εξετάζει η Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν άλλη στόχευση: τις έρευνες και εξορύξεις της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ και στο Αιγαίο.  

Οσο για τις επιπτώσεις που θα έχουν στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, καλό θα είναι να αξιολογήσουμε τόσο το είδος των κυρώσεων που επελέγησαν όσο και τη γλώσσα που χρησιμοποίησε η αμερικανική διπλωματία. Σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα, οι κυρώσεις στοχεύουν τα στελέχη της διεύθυνσης αμυντικής βιομηχανίας της χώρας – και όχι τον Τούρκο πρόεδρο ή τους υπουργούς του, όπως θα μπορούσαν. Το πλήγμα για την τουρκική αμυντική βιομηχανία είναι σημαντικό, καθώς οι κυρώσεις «παγώνουν» τις εξαγωγές αμερικανικού αμυντικού υλικού και τεχνολογίας στην τουρκική βιομηχανία όπλων. Αλλά οι κυρώσεις δεν στοχεύουν τις τουρκικές τράπεζες, κάτι το οποίο θα λύγιζε την ήδη ευάλωτη τουρκική οικονομία.

Είναι σαφές ότι οι επιλογές αυτές προσπαθούν να αφήσουν περιθώριο για τη συνέχιση λειτουργικών σχέσεων με την Τουρκία – το είπαν άλλωστε και οι ίδιοι οι Αμερικανοί διπλωμάτες στην ενημέρωσή τους, τονίζοντας ότι η απόφαση ελήφθη μόνον όταν δεν απέδωσαν οι επίπονες διπλωματικές τους προσπάθειες. Θέλησαν επίσης να αφήσουν ανοικτό το παράθυρο άρσης των κυρώσεων εφόσον λυθεί το πρόβλημα των S-400 και είπαν κάτι που θα ακούσουμε και από την κυβέρνηση Μπάιντεν: ότι η Τουρκία είναι στρατηγικά σημαντική χώρα και πολύτιμη σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, και ότι στόχος τους δεν είναι να ανατρέψουν αυτή τη σχέση – αυτό, όμως, θα εξαρτηθεί και από την Τουρκία.
 
* Η κ. Κατερίνα Σώκου είναι Nonresident Senior Fellow, Atlantic Council.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή