Για τους φίλους μας τα πάντα, για τους εχθρούς μας ο νόμος

Για τους φίλους μας τα πάντα, για τους εχθρούς μας ο νόμος

3' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ολοένα και συχνότερα το τελευταίο διάστημα, μου έρχεται στον νου η διάσημη ρήση ενός Περουβιανού στρατηγού, του Οσκαρ Μπεναβίντες: «Για τους φίλους μου τα πάντα, για τους εχθρούς μου ο νόμος»!

Οχι, δεν θα πάω τόσο πίσω για να υπενθυμίσω τους διορισμούς ογδοντάχρονων και απόστρατων στις διοικήσεις των νοσοκομείων  αποτυχημένων πολιτευτών ως συμβούλων σε υπουργούς (θα ήθελα βέβαια πολύ να μάθω τι ακριβώς συμβουλεύουν, που αξίζει να πληρώνεται από τους φόρους μας), ή τον τρόπο επιλογής των γενικών γραμματέων των υπουργείων, όπου οι εκκλήσεις για ανοιχτές και αξιοκρατικές διαδικασίες ήταν τελικά πρόσχημα για κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ. Τέλος πάντων, αυτά «παραγράφηκαν».

Ας μείνουμε εντός του 2021. Αρχικά ήταν τα καραγκιοζλίκια (συγγνώμη αλλά καταλληλότερη λέξη δεν βρίσκω) με τους εκτός σειράς εμβολιασμούς των κυβερνητικών, μερικοί εκ των οποίων φώναξαν και τις μάνες τους (καλά παιδιά!). Στη συνέχεια, ήρθαν οι απολαυστικές εικόνες από το πρωθυπουργικό τραπέζωμα στην Ικαρία, διοργανωμένο από τον τοπικό βουλευτή.

Αναμφίβολα, έχει και μια ωραία επετειακή διάσταση όλο αυτό. Η κυβέρνηση γιορτάζει με πράξεις τα 200 χρόνια από την Επανάσταση, υπενθυμίζοντας σε όλους πόσο λίγα έχουν αλλάξει στη νοοτροπία των κυβερνώντων από την εποχή του «έχω μπάρμπα στην Κορώνη» και πόσο βαθιά μετα-οθωμανικό παραμένει ακόμη το Γκουβέρνο.

Ομως η κυβερνητική διαχείριση στην «υπόθεση Λιγνάδη», οπωσδήποτε, μεταβάλλει το ύφος της συζήτησης. Το ζήτημα βέβαια εδώ δεν είναι το ποινικό μέρος της υπόθεσης. Ενοχος ή όχι ο Λιγνάδης, αυτό θα κριθεί στα δικαστήρια.

Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η στάση της εξουσίας έναντι των φίλων της. Η πρακτική προώθησης, παροχής προστασίας ή και αποσιώπησης όταν πρόκειται για φίλους, και η οποία συνήθως συνοδεύεται (αλίμονο, Ελληνες είμαστε) από επιπολαιότητα και προχειρότητα. Και στην περίπτωση Λιγνάδη, είχαμε μια ξεκάθαρη προνομιακή μεταχείριση ενός φίλου, από την πρώτη στιγμή έως και λίγο πριν από το τέλος.

Κι αυτή η συγκεκριμένη προνομιακή μεταχείριση δεν ήταν ένα τυπικό πολιτικό ρουσφέτι. Αναδεικνύει κάτι βαθύτερο: το εκτεταμένο δίκτυο αλληλοβοήθειας και αλληλοπροώθησης κοινωνικών ελίτ διαπλεκόμενων με την εξουσία.

Ας μη γελιόμαστε βέβαια! Παντού στον κόσμο έτσι λειτουργούν οι ελίτ. Τα τηλέφωνα πέφτουν βροχή. Κι όχι μόνο τηλέφωνα αλλά και τραπεζώματα, κοινές παρέες, μεγάλα σαλόνια που εξυπηρετούν και εξυπηρετούνται. Βλέπετε, η κοινωνική ανισότητα δεν ορίζεται μόνο από τον πλούτο, αλλά και από το εύρος των δικτύων σου.

Η διαφορά όμως των ανεπτυγμένων δημοκρατιών από τις «μετα-οθωμανικές» πολιτείες βρίσκεται στην ικανότητα του κράτους δικαίου και των θεσμών να ορίζουν αποτελεσματικά και διαφανώς τις διαδικασίες επιλογής και να περιορίζουν τις διακρίσεις και τις ανισότητες που αναπαράγουν τα προσωπικά δίκτυα.

Δυστυχώς, δύο αιώνες τώρα στη χώρα, η κυβερνητική εξουσία γίνεται αντιληπτή από τους κυβερνώντες (και) ως μοχλός εξυπηρέτησης φίλων. Πολλές φορές δεν υπάρχει δόλος. Οι κυβερνώντες τείνουν αυτάρεσκα να πιστεύουν πως αυτοί και οι φίλοι τους είναι οι καταλληλότεροι για τα πόστα. Κι αν έχεις τον καταλληλότερο δίπλα σου, «τον ξένο» θα φωνάξεις;

Και κάπως έτσι φτάνουμε στον Κουφοντίνα. Ανεξάρτητα από το πώς κατανοεί κανείς τη νομοθεσία επί του συγκεκριμένου ζητήματος, δεν μπορεί να μην αντιλαμβάνεται πως οι κυβερνητικοί χειρισμοί αποκαλύπτουν υπερβολικά άκαμπτη στάση. Είναι προφανές, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, πως η κυβέρνηση επικαλείται σειρά νομικών επιχειρημάτων για να κρύψει (τρόπος του λέγειν) την εκδικητική διάθεση που νιώθει για τον συγκεκριμένο κρατούμενο. Τελικά, αν για τους φίλους η εξουσία συνιστά μια μεγάλη αγκαλιά, για τους εχθρούς παραμονεύει ο νόμος.

Οπως συμπέρανε στο άρθρο του ο Κ. Ιορδανίδης («Καθημερινή», 25/2/2021): «Καμία από τις δύο περιπτώσεις δεν θα είχε πάρει διαστάσεις εάν η κυβέρνηση ενεργούσε με βάση θεσμοθετημένες διαδικασίες και όχι διά προσωπικής πολιτικής επιλογής –εις την περίπτωση Λιγνάδη– πριν από την ανάληψη του αξιώματος, από το οποίο παραιτήθηκε. Εις δε την περίπτωση Κουφοντίνα, δεν υφίστατο καν θέμα εάν η κυβέρνηση εφάρμοζε τον νόμο που εψήφισε και προβλέπει ότι ο κρατούμενος “επαναμετάγεται στο κατάστημα κράτησης από το οποίο αρχικά μετήχθη”.

Κάποιοι λησμόνησαν ότι οι θεσμοθετημένες διαδικασίες και οι νόμοι δεν διαφυλάττουν μόνον τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών, αλλά συγκροτούν ασφαλές πλέγμα, που περιορίζει τις υπερβασίες των ασκούντων την εξουσία. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι υπάρχουν πολιτικοί και όχι ζηλωτές, που έχουν ως στόχο να προσηλυτίσουν ή να εξοντώσουν τον αντίπαλό τους».
 
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή