Ξεκαθάρισμα προθέσεων

2' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πληροφορία της «Καθημερινής» ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα συναντηθεί με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είτε κατ’ ιδίαν είτε με έναν μόνο σύμβουλο αμφότεροι, υπογραμμίζει το αδιέξοδο των προηγούμενων συναντήσεων με διευρυμένη αντιπροσωπεία, όπου επί της ουσίας έγιναν παράλληλοι μονόλογοι.

Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι το νέο μοντέλο θα έχει καλύτερα αποτελέσματα. Εκτός από τη χαμηλή αμοιβαία εμπιστοσύνη, οι διαφορές των δύο χωρών είναι τόσο μεγάλες, αλλά και οι κατευθύνσεις των δύο ηγετών τόσο διαφορετικές –του Τούρκου προέδρου προς έναν ισλαμικό λαϊκισμό, του Ελληνα πρωθυπουργού προς μια μεταλαϊκιστική δημοκρατία– που δύσκολα θα βρουν κοινό σημείο προσέγγισης. Προς τι, λοιπόν, η συνάντηση; Αυτή έχει νόημα εάν τακτικός στόχος των δύο ηγετών είναι η προσωρινή εξομάλυνση της μεταξύ τους έντασης, σαν μια ανάσα για τις οικονομίες τους. Και φαίνεται ότι αυτό είναι ένα κίνητρο, καθώς μία από τις πρώτες συμφωνίες του ελληνοτουρκικού διαλόγου είναι η αμοιβαία αναγνώριση των πιστοποιητικών εμβολιασμού των δύο χωρών ώστε να ανοίξει ο τουρισμός μεταξύ τους. Εχει ωστόσο αξία και μακροπρόθεσμα, καθώς η εξομάλυνση των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση θα συνεχίσει να περνάει από την Ελλάδα.

Ερωτώμενος για μία άλλη δύσκολη συνάντηση της επόμενης εβδομάδας, αυτή του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν στη Γενεύη, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Τζέικ Σάλιβαν εξήγησε ότι οι προσωπικές συναντήσεις είναι βασικό εργαλείο της διπλωματίας και ότι έχουν ακόμη μεγαλύτερη αξία σε δύσκολες σχέσεις με προσωποκεντρικούς ηγέτες.

Οπως το έθεσε ο κ. Σάλιβαν, «συναντιόμαστε λόγω των διαφορών μας, όχι παρά τις διαφορές. Η συνάντηση αποτελεί κρίσιμο μέρος της υπεράσπισης των αρχών και συμφερόντων μας». Ο ίδιος δεν απέκλεισε και μία κατ’ ιδίαν συνάντηση, αλλά σε κάθε περίπτωση εκτίμησε πως ο πρόεδρος Μπάιντεν θα μεταβεί στη Γενεύη «με αέρα στα πανιά του», έχοντας προηγουμένως συναντήσει όλους τους συμμάχους των ΗΠΑ.

Το ερώτημα είναι αν ο κ. Μητσοτάκης μεταβαίνει στη συνάντηση έχοντας την υποστήριξη των συμμάχων του. Η γερμανική διπλωματία κάποιες φορές αντιμετωπίζει τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως περιττές οχλήσεις, και είναι σημαντικό αυτή η τάση να μην κυριαρχήσει σε μια σύνοδο όπου βασικός στόχος είναι να δοθεί έμφαση στην ενότητα του ΝΑΤΟ. Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Ελλάδα θα βγει κερδισμένη από τη συνάντηση περιλαμβάνουν τη σαφή στήριξή της από τις ΗΠΑ, την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στο προσφυγικό και το ξεκάθαρο μήνυμα του πρωθυπουργού στον Τούρκο ηγέτη για τις ελληνικές προθέσεις καλής θέλησης, αλλά και για την αντίδραση σε περίπτωση επιθετικών ενεργειών της Τουρκίας.

Οπως το έθεσε ο Αμερικανός σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, «το να διαβάσεις έναν άλλο πρόεδρο δεν έχει να κάνει με το αν θα τους εμπιστευθείς, αλλά με την επιβεβαίωση, το ξεκαθάρισμα των προθέσεων και την ξεκάθαρη επικοινωνία τους, όχι δημοσίως αλλά εκεί όπου έχει σημασία». Αυτό θα ταίριαζε στο προφίλ του πρωθυπουργού ως ο Ελληνας πολιτικός που νίκησε τον λαϊκισμό. Και αν συνέβαλλε στη μείωση των προβλημάτων του με τη Δύση, τα σχετικά οικονομικά οφέλη θα ενίσχυαν και τη βαλλόμενη δημοφιλία του Τούρκου προέδρου… 

* H κ. Κατερίνα Σώκου είναι Nonresident Senior Fellow στο Atlantic Council.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή