Ποια Ελλάδα ήθελαν τα πρώτα κόμματα;

Ποια Ελλάδα ήθελαν τα πρώτα κόμματα;

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν ξεπεράσουμε κάποτε τους υπερφίαλους πανηγυρισμούς, αν πάψουμε να συγχαίρουμε τους εαυτούς μας για τα κατορθώματα άλλων, που ήσαν πολύ διαφορετικοί από εμάς, μία πιο διαφωτιστική προσέγγιση θα ήταν να εξετάσουμε τα αποτελέσματα της Επανάστασης του 1821 από τη σκοπιά των τριών κομμάτων που γεννήθηκαν στη διάρκειά της και κυριάρχησαν για περίπου τρεις δεκαετίες.

Πρόκειται για τα λεγόμενα «ξενικά» κόμματα. Κατά χρονολογική σειρά εμφάνισης, αλλά και κατά τάξη μεγέθους, ήσαν το «ρωσικό», το «γαλλικό» και το «αγγλικό». Για να αποφευχθούν τα μόνιμα εισαγωγικά, είναι προτιμότεροι τρεις δόκιμοι και απόλυτα ακριβείς όροι: ρωσόφιλο, γαλλόφιλο, αγγλόφιλο.

Ησαν τάχα τα τρία κόμματα τεχνητά δημιουργήματα των ξένων, όπως νομίζεται; Η γένεσή τους, όμως, πήγασε φυσιολογικά από το ζήτημα της εθνικής ολοκλήρωσης. Το καθένα ταυτιζόταν με εκείνη την Προστάτιδα Δύναμη που θεωρούσε πιο κατάλληλη να προωθήσει την εθνική ολοκλήρωση των Ελλήνων με την εξωτερική της πολιτική. Ταυτόχρονα, αυτή η Προστάτιδα Δύναμη θα επηρέαζε καθοριστικά την εσωτερική πολιτική και κοινωνική διαμόρφωση του νέου κράτους, σύμφωνα με τα δικά της πρότυπα, που προσέλκυαν και συνέφεραν ειδικά τους οπαδούς της στην Ελλάδα.

Αν δούμε ποια Ελλάδα δημιούργησε η Επανάσταση μέσα από το πρίσμα των τριών «ξενικών» κομμάτων, φαίνεται πιο καθαρά ότι αυτά δεν ήσαν απλώς «πρακτορεία» των ξένων, αλλά εκφραστές ελληνικών συμφερόντων. Αυτό γίνεται αμέσως ολοφάνερο στην περίπτωση του ρωσόφιλου κόμματος, στο οποίο ανήκε η συντριπτική πλειονότητα των κληρικών και ιδίως των μοναχών, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του απλού αγράμματου λαού, που αυτοί κυρίως επηρέαζαν. Η Ελλάδα που οραματίζονταν ήταν εκείνη που περισσότερο ταίριαζε και συνέφερε στους ίδιους. Δεν θα είχε μόνο Ορθόδοξο ηγεμόνα. Θα είχε επίσης μία Εκκλησία παντοδύναμη, πάμπλουτη και κυρίαρχη στην κοινωνική ζωή, τόσο πνευματικά όσο και οικονομικά, αφού θα παρέμενε στο διηνεκές ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας και επιχειρηματίας (όπως λ.χ. σήμερα στην Κύπρο). Για το ρωσόφιλο κόμμα, πρωταρχικό ζητούμενο ήταν η διαφύλαξη της Ορθοδοξίας στην Ελλάδα από κάθε λογής απειλές δυτικής προέλευσης.

Εξάλλου, το όραμα του αγγλόφιλου κόμματος για εσωτερική ανάπτυξη και οικοδόμηση φιλελεύθερου ευρωπαϊκού κράτους ταίριαζε ακριβώς στα συμφέροντα των χαρακτηριστικότερων οπαδών του κόμματος. Συμφέροντα εμπορικά και ναυτιλιακά, αλλά και εύλογες προσδοκίες της πλειονότητας των μορφωμένων και εξευρωπαϊσμένων Ελλήνων, που φυσιολογικά θα πρωταγωνιστούσαν στην υλοποίηση του οράματος αυτού. Τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ηγέτη του κόμματος, εξέλεξε βουλευτή του το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1843.

Ωστόσο, τα ερείσματα αυτά ήσαν ακόμη εντελώς ανεπαρκή στο μικρό αρχικό βασίλειο. «Ούτε μίαν ψήφον διαθέτετε» έλεγε το 1844 ο Ιωάννης Κωλέττης στον Νικόλαο Δραγούμη, εννοώντας τους «ετερόχθονες λογιώτατους», δηλαδή τους μορφωμένους που είχαν έρθει από άλλα μέρη. Απαιτώντας σύνταγμα και καθολική ψηφοφορία (του ανδρικού πληθυσμού) «βγάλατε τα μάτια σας με τα ίδια σας τα χέρια»!  Με άλλα λόγια, οι μορφωμένοι οπαδοί και φορείς του εξευρωπαϊσμού όρθωσαν οι ίδιοι το πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη δική τους επικράτηση: μία λαϊκή πλειοψηφία κατά κανόνα εχθρική – ή, τουλάχιστον, καχύποπτη και επιφυλακτική.

Ρωσόφιλο και αγγλόφιλο κόμμα συνέπιπταν σε δύο μερικότερα αλλά κρίσιμα ζητήματα εξευρωπαϊσμού: τη δημιουργία αξιοκρατικής γραφειοκρατίας και τακτικού στρατού. Αυτά όμως ήσαν ανάθεμα για το γαλλόφιλο κόμμα και τους δυναμικότερους υποστηρικτές του. Ησαν οι άεργοι και παραγκωνισμένοι αγωνιστές, που είχαν πολεμήσει στην Επανάσταση ως άτακτοι. Αυτοί εύλογα προσδοκούσαν ότι θα έβρισκαν ξανά επωφελή απασχόληση στο πλαίσιο των αλυτρωτικών εξορμήσεων που επαγγελλόταν αόριστα ο Κωλέττης.

Επωφελή απασχόληση ζητούσαν και στη δημόσια διοίκηση, άσχετα από προσόντα και με αποκλεισμό των «ετεροχθόνων». Το γαλλόφιλο έγινε το κατεξοχήν κόμμα του λαϊκιστικού «αυτοχθονισμού», όπως εκδηλώθηκε εκρηκτικά το 1843-44 από την ανταρσία μιας μερίδας του, με επικεφαλής τον Ιωάννη Μακρυγιάννη και τον Ρήγα Παλαμήδη. Αυτοί όχι μόνο δεν πειθάρχησαν στον Κωλέττη, αλλά και έμειναν, όπως φάνηκε, εντελώς ανεπηρέαστοι από όσα συγκλονιστικά τους είπε στην ιστορική ομιλία του, στις 14 Ιανουαρίου 1844, που καθιέρωσε τον όρο «Μεγάλη Ιδέα».

Επειδή τα έθνη «δεν αυτοσχεδιάζονται», όπως δήλωνε ο Κωλέττης, η σύνθεση της κυβέρνησης και γενικά ο κρατικός μηχανισμός δεν μπορούσαν παρά να καθρεφτίζουν την υπάρχουσα κοινωνική και μορφωτική κατάσταση. Το ζητούμενο ήταν απλώς η κατάκτηση και η διατήρηση της εξουσίας από μία σταθερή κυβέρνηση («durer c’est gouverner»). Αυτή έπρεπε «να εξέρχεται εκ των σπλάχνων του έθνους». Το ίδιο και οι υποστηρικτές της, εξαγορασμένοι με διορισμούς και ρουσφέτια κάθε λογής.

Με την εφαρμογή του συντάγματος, ο Κωλέττης αμέσως εγκαινίασε ένα «σύστημα» (όπως ονομάστηκε) φαυλοκρατίας και εκλογικής βίας και νοθείας, που μετά τον θάνατό του κληρονόμησε και εφάρμοσε ο Οθωνας, μέχρι την έξωσή του. Ούτε όμως τότε ξεπεράστηκε αυτός ο επίπλαστος «εξευρωπαϊσμός» που κληροδότησε ο γαλλόφιλος Κωλέττης στο ελληνικό κράτος.

Δικαιώθηκε εξάλλου και το ρωσόφιλο κόμμα, αφού διαιωνίζεται μέχρι σήμερα η ταύτιση του έθνους με την Ορθοδοξία και ο εναγκαλισμός Κράτους και Εκκλησίας (έστω χωρίς την αρχική οικονομική ισχύ της).

* Ο κ. Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος είναι τ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή