Ο φερετζές της «συμπεριληπτικότητας»

Ο φερετζές της «συμπεριληπτικότητας»

2' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η απόφαση του κορυφαίου αμερικανικού πανεπιστημίου Princeton, που επιφέρει αλλαγές στο πρόγραμμα των κλασικών σπουδών του, πυροδότησε μια μεγάλη συζήτηση, στο πλαίσιο της οποίας γράφτηκαν αρκετές ανακρίβειες, αποτέλεσμα της άγνοιας για το πώς ακριβώς λειτουργούν τα αμερικανικά πανεπιστήμια. Η συζήτηση, όμως, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το πώς συχνά πολιτικοποιούνται πεζές επιλογές και για το ποιες μπορεί να είναι οι πραγματικές συνέπειες των επιλογών αυτών.

Είναι κατ’ αρχάς εντελώς ανακριβές πως το πανεπιστήμιο κατάργησε τις κλασικές σπουδές, όπως γράφτηκε επανειλημμένως. Αυτό που αποφασίστηκε ήταν η κατάργηση της υποχρεωτικής εκμάθησης λατινικών και αρχαίων ελληνικών από τους φοιτητές που επιλέγουν το πτυχίο αυτό. Είναι κάπως σαν να παύει να είναι υποχρεωτική η εκμάθηση των γαλλικών από τους φοιτητές της γαλλικής φιλολογίας ή των μαθηματικών από τους φοιτητές της φυσικής. Η εξήγηση είναι πως στόχος είναι να καταστεί ευκολότερη η πρόσβαση στο πτυχίο, φοιτητών που προέρχονται από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα – ή, για να χρησιμοποιήσω την κακοχυμένη διάλεκτο της πολιτικής ορθότητας, η αύξηση της «συμπεριληπτικότητας» και της «προσβασιμότητας» των κλασικών σπουδών.

Δεν είναι καθόλου παράλογη η επιθυμία να αποκτήσουν οι κλασικές σπουδές ένα ευρύτερο φοιτητικό ακροατήριο. Τα αμερικανικά πανεπιστήμια είναι κάτι σαν σούπερ μάρκετ της γνώσης: πρώτα σε δέχονται και μετά αποφασίζεις τι ακριβώς θέλεις να σπουδάσεις. Θέλεις να συνδυάσεις τη μουσική με την ψυχολογία και τη φυσική; Κανένα πρόβλημα. Σε ένα τέτοιο ανταγωνιστικό περιβάλλον, οι κλασικές σπουδές χάνουν φοιτητές. Ενας λόγος είναι η δυσκολία της εκμάθησης αρχαίων και λατινικών, ένας άλλος πως οι επαγγελματικές προοπτικές δεν είναι προφανείς. Το χαμήλωμα του πήχη είναι επομένως μια προσπάθεια να ανακοπεί η απώλεια του μεριδίου αγοράς τους. Καθιστώντας το πρόγραμμα λιγότερο απαιτητικό, δηλαδή πιο εύκολο, το πανεπιστήμιο πιστεύει πως θα αυξηθούν η προσέλευση και το ενδιαφέρον των φοιτητών. Παραμένει, βέβαια, ανοιχτό το ερώτημα εάν τελικά θα αυξηθούν οι «υπο-εκπροσωπούμενες ομάδες» ή, αντιθέτως, αν προσέλθουν οι λιγότερο φιλόδοξοι και εργατικοί φοιτητές. Αλλωστε, ο καλύτερος τρόπος για να βοηθηθούν οι πιο αδύναμοι φοιτητές είναι η ενίσχυση της διδασκαλίας γι’ αυτούς, όχι η ισοπέδωση των απαιτήσεων στον χαμηλότερο παρονομαστή, που εντέλει και τους υποτιμά.

Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική ορθότητα χρησιμοποιείται ουσιαστικά ως ιδεολογικός φερετζές. Υπάρχουν, ωστόσο, δύο λόγοι που δικαιολογούν τον σοβαρό προβληματισμό για το μέλλον των κλασικών σπουδών. Πρώτον, δίπλα σε όσους ανησυχούν πραγματικά για το μέλλον των σπουδών αυτών υπάρχουν και εκείνοι που επιθυμούν την περιθωριοποίηση, αν όχι την εξαφάνιση, της Αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης από τις κλασικές σπουδές. Και αυτό γιατί τις θεωρούν σύμφυτες με τον δυτικό πολιτισμό, που γι’ αυτούς είναι το απόλυτο κακό, η ρίζα και συγχρόνως η έκφραση της λεγόμενης «λευκής ανωτερότητας». Ως μειοψηφία, τοποθετούν γενικά τον πολιτικό τους αυτό στόχο πίσω από τη ρητορική της «συμπεριληπτικότητας». Επειδή όμως είναι φανατικά στοχοπροσηλωμένοι και περιτριγυρίζονται από μάζες αφελών, δεν αποκλείεται και να πετύχουν.

Ο δεύτερος, σημαντικότερος ίσως, λόγος ανησυχίας είναι πως τελικά η αξία ενός επιστημονικού πεδίου δεν κρίνεται τόσο από τον αριθμό των φοιτητών που ελκύει, ούτε μόνο από το είδος της επαγγελματικής αποκατάστασης που παρέχει στους πτυχιούχους του, αλλά από την ποιότητα των σπουδών και της έρευνας που το χαρακτηρίζει και που επιτρέπει την παραγωγή ενός υψηλού συμβολικού κεφαλαίου το οποίο δεν επηρεάζεται από την εμπορικότητά του. Οταν όμως χαμηλώνεις τον πήχη και όταν ξεφορτώνεσαι σημαντικά γνωστικά και τεχνικά εργαλεία, τότε αναπόφευκτα απαξιώνεις το ίδιο σου το πεδίο, διασπαθίζεις το συμβολικό σου κεφάλαιο και στέλνεις το χειρότερο δυνατό μήνυμα σε όλους. Και όχι, η απαξίωση αυτή δεν οδηγεί στη «συμπερίληψη», γιατί καμιά «υπο-εκπροσωπούμενη ομάδα» δεν επιθυμεί τη συμμετοχή της σε κάτι που απαξιώνεται. Ολοι χάνουν, κανείς δεν κερδίζει.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή