Ο Ταγίπ Ερντογάν πρέπει να αποφασίσει τι σχέση θέλει να έχει με τη Δύση. Και για να έχει προοπτική επιτυχίας η στρατηγική που θα χαράξει, θα πρέπει να συμπεριφερθεί περισσότερο ρεαλιστικά. Εάν επιμένει στον μεγαλοϊδεατισμό του και θεωρεί την Τουρκία σχεδόν υπερδύναμη, θα βρίσκεται σε συνεχή τριβή με πολλούς και δεν θα αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Η Τουρκία δεν είναι μικρή χώρα και βρίσκεται σε μια ευαίσθητη, γεωγραφικά, περιοχή. Η έκταση, ο πληθυσμός, το μέγεθος της οικονομίας, ακόμη και η στρατιωτική ισχύς της, δικαιολογούν ρόλο στην περιοχή της. Αλλά μέχρις εκεί.
Αν η συμπεριφορά της είναι μετρημένη και δεχθεί να παίξει με τους «κανόνες» και να σεβαστεί τις αρχές του διεθνούς δικαίου, τότε θα εισακουσθεί και θα αποκομίσει οφέλη. Θα μπορέσει να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματά της και να συνεργασθεί με άλλες χώρες της περιοχής προς όφελος και της ιδίας. Αλλωστε, οι γείτονές της έχουν επανειλημμένως υπογραμμίσει ότι οι δικές τους διμερείς και πολυμερείς συνεργασίες δεν στρέφονται εναντίον τρίτων. Η Αμερική του Τζο Μπάιντεν τηρεί επικριτική στάση έναντι της Τουρκίας –φάνηκε σε πρόσφατη ακρόαση του Αντονι Μπλίνκεν στη Γερουσία και σε άλλες δηλώσεις αξιωματούχων και ανακοινώσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ– αλλά ταυτόχρονα επιδιώκει να επαναφέρει την Αγκυρα στην κανονικότητα ενός αξιόπιστου, προβλέψιμου και συνεργάσιμου συμμάχου.
Ωστόσο, ο μεγαλοϊδεατισμός του Ερντογάν δεν διευκολύνει μια τέτοια προοπτική. Και δεν είναι μόνον οι τελευταίες έκνομες κινήσεις του στην Κύπρο που προκάλεσαν διεθνείς αντιδράσεις. Είναι χαρακτηριστικά τα ξεσπάσματά του κατά της Αμερικής και της Γαλλίας, και η εκτόξευση κατηγοριών εναντίον ξένων δυνάμεων οι οποίες προσπαθούν να «λυγίσουν (την Τουρκία) στη Λιβύη, στη Συρία, στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και τελευταία στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ». Ο Τούρκος πρόεδρος δεν κρύβεται. Πιστεύει, και το διαλαλεί, ότι όλες αυτές οι χώρες ανήκουν στη σφαίρα επιρροής της «μεγάλης Τουρκίας» που οραματίζεται, και βλέπει χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία, ως ισότιμους γεωπολιτικούς ανταγωνιστές ή αντιπάλους που, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, «προσπαθούν να της βάλουν τρικλοποδιές με ασύμμετρες μεθόδους και με αβάσιμους ισχυρισμούς και κατηγορίες».
Αυτό το εθνικιστικό παραλήρημα αναθεωρητισμού δεν ανοίγει πόρτες στην Τουρκία. Αντιθέτως, κλείνει. Ολο και πιο μεγάλες, όλο και πιο δυνατά. Εάν ο Ταγίπ Ερντογάν επιμένει να θεωρεί ότι η Τουρκία είναι κάποιου είδους άτρωτη υπερδύναμη, που μπορεί και πρέπει να επιστρέψει στα «σύνορα της καρδιάς του» διά της βίας, αναθεωρώντας τη Συνθήκη της Λωζάννης και προκαλώντας περιφερειακή αναταραχή και αποσταθεροποίηση, θα χάσει. Πρέπει να κατανοήσει ότι δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει –κανείς δεν το μπορεί– ούτε να παρεμβαίνει σε όποια χώρα θέλει. Δεν τον «ικετεύουν» γονυπετείς κάποιοι αδύναμοι, φοβισμένοι, τρίτοι, να σταματήσει. Του το διαμηνύουν ισχυρές χώρες, τις οποίες έχει ανάγκη, και τελικά του το υπαγορεύουν η λογική και το συμφέρον της χώρας του.
Αν, πάραυτα, επιμείνει στον ολισθηρό δρόμο στον οποίο έχει εισέλθει, η Τουρκία θα πληρώσει σημαντικό κόστος, σε πολλά επίπεδα.