Οι λέξεις έχουν τις περισσότερες φορές πολύ μεγαλύτερη αξία από το περιεχόμενο που μεταφέρουν. Ετσι, επί σχεδόν δύο δεκαετίες, οι δημοσιολογούντες για τα ελληνοτουρκικά διέσωσαν και συντήρησαν την αποκαλούμενη «διπλωματία των σεισμών», μεγιστοποιώντας το περιεχόμενο μιας συγκυριακής εξέλιξης, η οποία ήταν μεν συγκινητική για τους τηλεοπτικούς φακούς, αποτελούσε δε ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα. Κάπως έτσι με αυτά τα μυθολογικά μπαγκάζια, αυτές τις θεωρητικές ασκήσεις, ενδεχομένως τις προσωπικές παραστάσεις ενός εκάστου εξ ημών των δημοσιολογούντων σε κάθε φυσική καταστροφή επανέρχεται η αποκαλούμενη «διπλωματία των σεισμών».
Τις πρώτες ώρες μετά το ξέσπασμα των καταστροφικών πυρκαγιών στην Τουρκία έγινε μια προσπάθεια αναβίωσης της ίδιας επικοινωνιακής ατμόσφαιρας. Βεβαίως, δίχως κανένα αποτέλεσμα. Ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, πολύ σωστά και πολιτισμένα, πρόσφερε βοήθεια για την κατάσβεση των πυρκαγιών στην Τουρκία, σε επικοινωνία, μάλιστα, με τον Τούρκο ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο οποίος βρισκόταν στη δοκιμαζόμενη ιδιαίτερη πατρίδα του Αττάλεια. Η αποστολή αεροσκαφών από την Ισπανία –την πιο πιστή σύμμαχο της Τουρκίας στην Ε.Ε.– και την Κροατία, απλώς επιβεβαίωσε ότι η πολιτική, δυστυχώς ή ευτυχώς, επικαλύπτει κάθε άλλη σκοπιμότητα. Και η επίθεση της Αγκυρας κατά της Ελλάδας, με τον ισχυρισμό ότι ουδέποτε προσφέρθηκε ουσιαστικά βοήθεια, είναι ενδεικτική της ατμόσφαιρας.
Λίγες ώρες αργότερα ο έχων την αρμοδιότητα προώθησης της κυβερνητικής προπαγάνδας και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας της τουρκικής προεδρίας, τόνιζε ότι όσοι προσφέρουν βοήθεια στην Τουρκία θέλουν να υπονομεύσουν την εθνική ενότητα της χώρας του. Νωρίτερα, η επιτετραμμένη της Ελλάδας στην Αγκυρα εκαλείτο να παραλάβει διάβημα για ένα δήθεν περιστατικό που «είχε λάβει χώρα» μέσα στα σύνορα της Τουρκίας, στον Εβρο. Η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι πλέον για τα καλά μια χώρα που είναι, δυστυχώς, κρεμασμένη στο έλεος μιας κυβέρνησης, στην οποία έχει απομείνει ένα τελευταίο καταφύγιο: ο ακραίος και μισαλλόδοξος εθνικισμός.
Πρόκειται για άλλη συγκυρία, θα επιχειρηματολογήσει κάποιος. Ισως τα πράγματα να γυρίσουν ξανά. Η Ελλάδα τα τελευταία 40-45 χρόνια πορεύεται με βάση αυτή τη γενικότερη στρατηγική. Είτε οι υπέρμαχοι του κατευνασμού ως απάντηση διά πάσαν νόσον είτε εκείνοι που προκρίνουν την –συνήθως κενή περιεχομένου– «επιθετική» ατζέντα, δεν καταφέρνουν τελικά τίποτε άλλο από τη διαιώνιση της ίδιας αμήχανης στάσης.
Στην πράξη υπάρχει ένα πολύ σοβαρό ερώτημα, που καμιά ελληνική ηγεσία δεν αισθάνεται έτοιμη να θέσει στον εαυτό της, πολλώ δε μάλλον να το απαντήσει με σαφήνεια. «Τι θα γίνει αν η Αγκυρα επιδιώξει κάποια στιγμή τη σύγκρουση;». Προφανώς το ερώτημα είναι πολύ δύσκολο και η απάντησή του δεν μπορεί να είναι λακωνική. Είναι όμως μια ερώτηση, που αν οι ιθύνοντες θέλουν να είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους και τη χώρα πρέπει να απαντήσουν άμεσα.