Πριν από πενήντα ακριβώς χρόνια, το 1971, διάβασα το έργο του Τζων Λοκ (John Locke) «Δύο Πραγματείες περί Κυβερνήσεως» (Two Treatises of Government), ως μεταπτυχιακός φοιτητής στις ΗΠΑ. Στην παράγραφο 192 της «Δεύτερης Πραγματείας» με περίμενε μία συνταρακτική έκπληξη. Υποστηρίζοντας το δικαίωμα του λαού μιας κατακτημένης χώρας να αποτινάξει τον ξένο ζυγό, ο Λοκ διατυπώνει μία ερώτηση καθαρά ρητορική: «Ποιος αμφιβάλλει ότι οι Ελληνες Χριστιανοί, απόγονοι των αρχαίων κατόχων εκείνης της χώρας, δικαιούνται να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό, υπό τον οποίο έχουν στενάξει επί τόσο χρόνο, όποτε έχουν τη δύναμη να το κάνουν;».
Αυτά γράφονται γύρω στο 1680! Μου έκανε λοιπόν συγκλονιστική εντύπωση αυτή η οιονεί «προφητεία» από κορυφαίο στοχαστή, εκατό και πλέον χρόνια πριν από όσα γνωρίζουμε (και μηρυκάζουμε) για φιλελληνικές δηλώσεις και εκδηλώσεις από άλλους δυτικούς διανοούμενους. Η σημασία της γίνεται ακόμη μεγαλύτερη επειδή ειδικά αυτή εμφανίζεται πηγαία στο συγκεκριμένο σημείο, στο κεφάλαιο «Περί κατακτήσεως», σαν να ήταν το πιο αυτονόητο παράδειγμα.
Γιατί τη χαρακτηρίζω «προφητεία»; Γιατί η αναγνώριση του δικαιώματος της εξέγερσης υποκρύπτει την πρόβλεψη ότι κάποτε θα ασκηθεί έμπρακτα. Αρκεί μόνο να αποκτήσουν οι υπόδουλοι την αναγκαία δύναμη. Διαφορετικά, δεν θα είχε κανένα νόημα η διεξοδική συζήτηση καθαρά θεωρητικών δικαιωμάτων που δεν θα υπήρχε ποτέ περίπτωση να ασκηθούν.
Γυρίζοντας στην Ελλάδα, ήμουν βέβαιος ότι η τυχαία προσωπική μου «ανακάλυψη» θα ήταν πασίγνωστη και κοινός τόπος. Ομως δεν ήταν. Αντίθετα μάλιστα, κάποιοι ειδικοί για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό όχι μόνο δεν είχαν ιδέα, αλλά και δεν έδειξαν το παραμικρό ενδιαφέρον όταν τους ενημέρωσα.
Το 1990 εκδόθηκε επιτέλους η πρώτη ελληνική μετάφραση της «Δεύτερης Πραγματείας περί Κυβερνήσεως» του Λοκ από τον Π. Μ. Κιτρομηλίδη, στη σειρά που διηύθυνε τότε ο αξέχαστος Παναγιώτης Κονδύλης. Ομως ούτε τότε προβλήθηκε το συγκεκριμένο εδάφιο. Ούτε στον Πρόλογο, ούτε στην Εισαγωγή. Ομως έμαθα από τον Πρόλογο ότι ο Λοκ έμεινε ελάχιστα γνωστός στο πλαίσιο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αλλά και στη συνέχεια.
Ωστόσο, ο Νικόλαος Αλ. Μαυροκορδάτος, λόγιος Φαναριώτης ηγεμόνας στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, είχε στην πλουσιότατη βιβλιοθήκη του την πρώτη γαλλική μετάφραση της «Δεύτερης Πραγματείας», που εκδόθηκε στο Αμστερνταμ το 1691. Ούτε αυτός πρόσεξε την αναφορά στους ομογενείς του Γραικούς; Ή μήπως προτίμησε να την αγνοήσει ως ανατρεπτική (ή και επικίνδυνη για τον ίδιο προσωπικά, αν μαθευόταν ότι είχε τέτοιο βιβλίο);
Οταν όμως ήρθε ο καιρός της Επανάστασης του 1821, τα λεγόμενα του Λοκ απέκτησαν ξαφνικά μία προφανή επικαιρότητα. Απέναντι στην Ιερά Συμμαχία και τα δικά της ιδιαίτερα αντανακλαστικά, ο Λοκ αρνείται τη νομιμότητα κάθε εξουσίας που πηγάζει απλώς από κατάκτηση και, αντίστροφα, διακηρύσσει τη νομιμότητα της εξέγερσης σε κάθε τέτοια περίπτωση. Ειδικά μάλιστα των υπόδουλων Ελλήνων! Αυτοί όμως δεν τον γνώριζαν και δεν τον επικαλέστηκαν, όπως φαίνεται. Επωφελήθηκαν, ωστόσο, από την επιρροή που άσκησαν οι ιδέες του, ιδίως στον αγγλοσαξονικό κόσμο.
Δεν ήταν ποτέ κλάδος μου η ιστορία των πολιτικών ιδεών και της πολιτικής φιλοσοφίας γενικότερα. Ούτε ένιωσα ποτέ τον πειρασμό να διαπράξω αυτό που στην εκκλησιαστική γλώσσα ονομάζεται «εισπήδηση», με την αμέριμνη ευκολία που τη συνηθίζουν άλλοι. Αφησα λοιπόν ενδόμυχα το ζήτημα σε άλλους, αρμοδιότερους. Το ξέχασα. Φέτος όμως περίμενα ότι θα το εντοπίσουν και θα το αναδείξουν ιδίως όσοι προβάλλουν την Επανάσταση του 1821 ως οικουμενικής σημασίας θρίαμβο του φιλελευθερισμού (που θεμελίωσε ο Λοκ). Μάταια περίμενα.
Εχω όμως έναν αγαπημένο φίλο και συνάδελφο, πολύ αρμοδιότερο από μένα: τον Γιάννη Δ. Ευρυγένη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Tufts. Εχει σημειώσει και αυτός την αναφορά του Λοκ στους υπόδουλους Ελληνες. Την παραθέτει μάλιστα στην αρχή άρθρου του για τον Κοραή. Αντιπαραθέτει ύστερα όσα γράφει ο Χιουμ (David Hume) στο δοκίμιό του «Περί εθνικών χαρακτήρων», που δημοσιεύτηκε το 1748: «Η επινοητικότητα, εργατικότητα και δραστηριότητα των αρχαίων Ελλήνων δεν έχουν τίποτε το κοινό με τη βλακεία και οκνηρία των σημερινών κατοίκων αυτών των περιοχών»!
Με αυτή τη σύγκριση, ο Χιουμ ήθελε να διαψεύσει την επίδραση των γεωγραφικών και κλιματικών συνθηκών – αφού αυτές παρέμεναν οι ίδιες. Ακόμη πιο αποκαρδιωτική είναι μία δεύτερη σύγκριση που κάνει, για τον ίδιο ακριβώς λόγο: «Η ακεραιότητα, σοβαρότητα και γενναιότητα των Τούρκων αποτελούν την ακριβή αντίθεση της απάτης, ελαφρότητας και δειλίας των νεοτέρων Ελλήνων».
Αυτή η αντιπαράθεση αισιόδοξων και απαισιόδοξων δυτικών αξιολογήσεων για τις δυνατότητες των Νεοελλήνων επρόκειτο να φουντώσει στα χρόνια της Επανάστασης και στη συνέχεια. Κέρδισε όμως ο Λοκ.
* Ο κ. Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος είναι τ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.