Ο Κολοκοτρώνης ατενίζει τον «Θίασο»

Ο Κολοκοτρώνης ατενίζει τον «Θίασο»

3' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το σκηνικό είναι ένας κλειστός χώρος με τζάμια γύρω γύρω. Μέσα κι έξω κινούνται ηθοποιοί, χωρίς σαφείς ρόλους, με εναλλασσόμενες ταυτότητες, περισσότερο θραύσματα της Ιστορίας και οι ίδιοι παρά πρόσωπα με σάρκα και οστά. Το τοπίο αυτό, από την παράσταση με τον μακροσκελή τίτλο «Ο Κολοκοτρώνης ατενίζει το μέλλον. Γυναίκες προετοιμάζονται για την επανάσταση κι εγώ, κάτι θα σκέφτομαι», που συνυπογράφουν ο Μιχαήλ Μαρμαρινός και ο Ακύλλας Καραζήσης και παρουσιάστηκε πρόσφατα στην Εναλλακτική Σκηνή, της Λυρικής, είχε μια κινηματογραφική προεγγραφή: τον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου και συγκεκριμένα τη σκηνή στο κέντρο διασκέδασης, όπου αντιμάχονται μέσα από τα τραγούδια μια παρέα βασιλοφρόνων και νεαρά ζευγάρια κομμουνιστών. Η μάχη γίνεται με ρεφρέν τραγουδιών. Aλλα επιλέγουν οι παρακρατικοί, άλλα οι αριστεροί. Η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη και η αρχική ευθυμία καταλήγει σε έναν μουσικό «εμφύλιο». Ο συνειρμός με τον «Θίασο» (προσωπικός, δικός μου, δεν υπάρχει πουθενά η ένδειξη) έχει και μια άλλη αφετηρία. Αν λέγαμε, όμως, το εμφανές, την Ιστορία, θα ήταν ακραία κοινότοπο.

Στην ανάγνωση που επιχείρησαν για το 1821 οι Μαρμαρινός – Καραζήσης, μέσα από μαρτυρίες καταγεγραμμένες ή προφορικές, σκέψεις διάχυτες, ερωτήματα διατυπωμένα ή υποβόσκοντα, κινήσεις συμβολικές και ατελείς (ένα τσάμικο σαν σε λούπα, σε αργή κίνηση), υπάρχει πάντα ο εμφύλιος που καραδοκεί. Οι «μεν» που υποσκάπτουν ή πολεμούν τους «δε». Μέσα σε μια επανάσταση που μπορεί να ονειρεύεται και να επιχειρεί το «αδύνατο», παρεισφρέει η πραγματικότητα του εφικτού: ο διαρκής εμφύλιος σπαραγμός. Υπόστρωμα, εκτός από τα εμφανή πάθη και τις αντιδικίες, η ασυνεννοησία.

Μέσα σε άχαρα καφενεία, αναπαράγεται, αιώνες τώρα, η Ελλάδα της «ατέλειωτης παράγκας», των εμφυλίων, πολιτικών, κοινωνικών, προσωπικών.

Μέσα στο σκηνικό – καφενείο, προς το τέλος της παράστασης, τα πρόσωπα προσπαθούν να αφηγηθούν τι συνέβη μετά το 1821. Αδύνατον να συνεννοηθούν. Φιλικοί και κοτζαμπάσηδες, κυβερνητικοί και Πελοποννήσιοι, και οι σύγχρονοι αφηγητές που προσπαθούν να μιλήσουν για τα γεγονότα, το μόνο που κατορθώνουν είναι να ενισχύουν τον θόρυβο· τη χάβρα. Κανείς δεν ακούγεται, κανενός η φράση δεν ολοκληρώνεται, μιας και ο καθένας ασκείται στον δικό του μονόλογο, ερήμην του συνομιλητή του. Κατ’ ευφημισμόν «συνομιλητή», αφού διάλογος δεν συντίθεται. Πίσω από τα τζάμια του καφενείου Ελλάς, όχι μόνο της Επανάστασης, του 1821 ή του 1823, αλλά και του 1946 του «Θιάσου» (της σκηνής που μνημονεύουμε, προεόρτια του Εμφυλίου), η έλλειψη κοινού τόπου είναι εμφανής. Μισοτελειωμένες φράσεις που δεν προλαβαίνουν να ολοκληρωθούν καθώς κάποια άλλη φωνή τις επισκιάζει, που ούτε όμως και αυτή προλαβαίνει να φτάσει σε μια τελεία, καθώς μια τρίτη παρεμβαίνει, κ.ο.κ. Μισοτελειωμένες σκέψεις σαν μισοτελειωμένα έργα. Καμβάδες πάνω στους οποίους δεν σχηματίζεται ποτέ ο αρχικός πίνακας. Το αρχικό «έργο» καλύπτεται από στρώματα επιχρωματισμένα. Στο τέλος, αδυνατεί κανείς να κατανοήσει την πρωτότυπη ιδέα.

Μέσα σε άχαρα καφενεία, αναπαράγεται, αιώνες τώρα, η Ελλάδα της «ατέλειωτης παράγκας», των εμφυλίων, πολιτικών, κοινωνικών, προσωπικών. Φέτες ζωής πανομοιότυπες, που έρχονται από το παρελθόν αλλά εκπροσωπούνται πάντα και στο –κάθε– παρόν.

Υπάρχει ένας πίνακας του Κλέε που λέγεται «Angelus Novus». Αναφέρονται σε αυτόν στην παράσταση, μέσα από το κείμενο του Βάλτερ Μπένγιαμιν («Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας»). «Αναπαριστά έναν άγγελο που μοιάζει να είναι έτοιμος να απομακρυνθεί από κάτι, πάνω στο οποίο έχει καρφώσει το βλέμμα του. Τα μάτια του είναι γουρλωμένα, το στόμα του ανοιχτό και τα φτερά του σε πλήρη έκταση. Ετσι πρέπει να μοιάζει ο άγγελος της ιστορίας. Εχει στραμμένο το πρόσωπό του στο παρελθόν. Οπου εμείς βλέπουμε μια αλυσίδα γεγονότων, αυτός δεν αναγνωρίζει παρά μία και μοναδική καταστροφή που ασταμάτητα σωρεύει ερείπια πάνω στα ερείπια και του τα πετάει μπροστά στα πόδια του. Ασφαλώς θέλει να παραμείνει, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να συναρμολογήσει τα συντρίμμια. Αλλά μια θύελλα φυσάει από τον παράδεισο κι έχει πιαστεί στα φτερά του. Και είναι τόσο δυνατή, που ο άγγελος δεν μπορεί να τα κλείσει πια. Αυτή η θύελλα τον σπρώχνει με αδυσώπητη φόρα προς το μέλλον, στο οποίο έχει γυρισμένη την πλάτη, ενώ ο σωρός ερειπίων γιγαντώνεται μπροστά του προς τον ουρανό. Αυτό που ονομάζουμε πρόοδο, είναι αυτή η θύελλα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή