Αγιε Βασίλη, ας μην εξαγάγουμε κι άλλα παιδιά του χρόνου

Αγιε Βασίλη, ας μην εξαγάγουμε κι άλλα παιδιά του χρόνου

3' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο  φίλος μου ο Κώστας, που ζει εδώ και πολλά χρόνια στην Πράγα, φρόντισε προσφάτως να ρίξει αλάτι στην πληγή. Μου έστειλε τις στατιστικές του τσεχικού κράτους, από τις οποίες πληροφορήθηκα πως το 2020 οι μετανάστες από την Ελλάδα εκεί έφτασαν τις δύο χιλιάδες. Οι Ελληνες μετανάστες στην Τσεχία είναι όσοι οι Ισπανοί, που η χώρα τους είναι σχεδόν πέντε φορές μεγαλύτερη σε πληθυσμό, και δυόμισι φορές περισσότεροι από τους Πορτογάλους.

Συγκλονίστηκα παρατηρώντας την εξέλιξη χρόνο με τον χρόνο. Ο αριθμός των Ελλήνων μεταναστών αυξάνεται αδιάλειπτα από το 2010, ακόμη και μέσα στην πανδημία. Προσοχή, δεν αναφέρομαι στην παλιά κοινότητα Ελλήνων πολιτικών προσφύγων και στους απογόνους τους, αλλά αποκλειστικά σε μια κοινότητα που δημιουργήθηκε πριν από 15-20 χρόνια και διογκώθηκε την τελευταία δεκαετία. Αποτελείται από νέους ανθρώπους με πτυχία, ταλέντο και υψηλή εξειδίκευση.

Παρόμοια μου μετέφεραν φίλοι μου που ζουν στο Λουξεμβούργο. Οι Ελληνες εκεί το 2010 ήταν μόλις χίλιοι πεντακόσιοι. Σήμερα είναι τέσσερις χιλιάδες. Περπατάς στους δρόμους του Λουξεμβούργου και ακούς ελληνικά.

Και καλά, θα πείτε, το πλούσιο Λουξεμβούργο λογικό είναι να προσελκύει τους Ελληνες. Αλλά η Τσεχία, που μέχρι τα τέλη του 1990 είχε το μισό σχεδόν κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας; Τώρα βέβαια όχι μόνο μας ξεπέρασε σημαντικά (23.000 ευρώ έναντι 18.000), αλλά επιπλέον συνιστά χώρα υποδοχής μεταναστών με προέλευση άλλες χώρες της Ε.Ε., καθώς η ανεργία στη χώρα είναι μόλις 3%.

Και, δυστυχώς, δεν είναι μόνον η Τσεχία που μας ξεπέρασε. Η Eurostat κατέγραψε την Ελλάδα στην προτελευταία θέση σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ε.Ε. σε όρους αγοραστικής δύναμης για το 2020 – το ότι τέτοιες ειδήσεις δεν αποτελούν αντικείμενο συζήτησης στα κανάλια σχετίζεται προφανώς με την ποιότητα της ενημέρωσής μας και την κατάσταση της δημοκρατίας μας.

Το 2020, μάλιστα, η θέση μας επιδεινώθηκε περαιτέρω, καθώς πέσαμε στο 62% του μέσου όρου από το 66% που ήμασταν το 2019 – άρα τα πήγαμε σαφώς χειρότερα στην πανδημία από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Κάπως έτσι χάνουμε την επαφή μας με τους Νότιους: η Πορτογαλία βρίσκεται στο 76% του μέσου όρου και η Ισπανία ακόμη ψηλότερα στο 84% του μέσου όρου. Η μόνη χώρα σε δυσμενέστερη θέση από εμάς είναι η Βουλγαρία.

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, γονείς συνωστί- ζονται στα αεροδρόμια της χώρας με τα μάτια κολλημένα στον πίνακα των αφίξεων. Οποιος τους κοιτάξει θα το διακρίνει εύκολα: τα πρόσωπά τους λάμπουν.

Αν, λοιπόν, στην πρώτη ταχύτητα της Ε.Ε. βρίσκονται οι πλούσιες χώρες του Βορρά και στη δεύτερη ταχύτητα οι δυτικές χώρες του Νότου και οι πιο πλούσιες της πρώην ανατολικής Ευρώπης, η Ελλάδα δυστυχώς βρίσκεται πλέον στην τρίτη ταχύτητα, στους φτωχότερους της Ε.Ε. Γι’ αυτό, μου έρχεται να κάνω τον σταυρό μου, αν και δεν φημίζομαι για τη σχέση μου με τα θεία και τον χριστιανισμό, όταν ακούω κυβερνητικές κορώνες αυτοθαυμασμού για την οικονομία.

Δυστυχώς, στις μέρες μας, οι περισσότερες ελληνικές οικογένειες, ανεξαρτήτως βιοτικού επιπέδου, είναι «εξαγωγείς» παιδιών. Στη μεσαία τάξη, ειδικότερα, καμιά οικογένεια δεν μπορεί να εγγυηθεί στα παιδιά της πως εφόσον μείνουν στη χώρα θα έχουν σοβαρές ελπίδες να διατηρήσουν το βιοτικό επίπεδο των γονιών τους. Ακόμη και οι παραδοσιακά ισχυρές ομάδες των γιατρών ή των μηχανικών σήμερα αισθάνονται αβεβαιότητα.

Στη γενιά μου, πολύς κόσμος σπούδαζε έξω, αλλά επέστρεφε αισιόδοξος. Κανείς δεν έφευγε με την ιδέα πως δεν θα ξαναγύριζε, καθώς από τη δεκαετία του ’70 είχαμε αφήσει πίσω μας τη μαζική μετανάστευση στο εξωτερικό. Σήμερα τα παιδιά που φεύγουν, είτε για σπουδές είτε για εργασία, έχουν μέσα τους εξοικειωθεί με την ιδέα πως μπορεί να μην επιστρέψουν ποτέ.

Είναι άραγε κακό να φεύγει κανείς από τη χώρα του; Καθόλου, το αντίθετο μάλιστα! Εφόσον όμως το θέλει, όχι επειδή εξαναγκάζεται. Γιατί άλλο να φεύγεις με τη θέλησή σου, γιατί θέλεις να αποκτήσεις νέες εκπαιδευτικές ή εργασιακές εμπειρίες, και άλλο να σε διώχνει η χώρα σου κακήν κακώς, να μην έχεις καμία ευκαιρία.

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, γονείς συνωστίζονται στα αεροδρόμια της χώρας με τα μάτια κολλημένα στον πίνακα των αφίξεων. Οποιος τους κοιτάξει θα το διακρίνει εύκολα: τα πρόσωπά τους λάμπουν. Ισως τελικά, εκείνη η στιγμή να εκφράζει γι’ αυτούς το νόημα των Χριστουγέννων.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή