Ας ξεχάσουμε για λίγο τα θεσμικά. Ας πούμε πως δεν μας απασχολεί ότι το πολιτικό σύστημα έχει καθιερώσει την καταστρατήγηση του Συντάγματος, αναγνωρίζοντας ως ντε φάκτο πρωθυπουργική εξουσία το τυχοδιωκτικό πριόνισμα των εκλογικών κύκλων.
Ας αναρωτηθούμε για το αναζωπυρωμένο σενάριο των πρόωρων εκλογών μόνο με όρους σκοπιμότητας. Δεν έχει σημασία μόνο αν, όντως, το σκέφτεται ο πρωθυπουργός. Σημασία έχει και το γεγονός ότι η βεβιασμένη λήξη της κυβερνητικής θητείας εν μέσω πολέμου συζητείται σαν να είναι μια νορμάλ, λογική εναλλακτική.
Το βασικότερο επιχείρημα υπέρ της «εναλλακτικής» λέει ότι λόγω της διεθνούς αστάθειας η χώρα χρειάζεται στο πηδάλιο σταθερή κυβέρνηση. Σωστό. Δεν την έχει ήδη; Χρειάζεται εκλογές για να την αποκτήσει;
Η κυβέρνηση δεν έχει μόνο άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εχει, παρά τη φθορά της, και απόθεμα νομιμοποίησης, καθώς οι αντίπαλοί της δεν έχουν καταφέρει να την πλησιάσουν σύμφωνα με όλες –ανεξαιρέτως– τις δημοσκοπήσεις. Αν η κυβέρνηση προσέφευγε πρόωρα στις κάλπες, η χώρα θα περιέπιπτε σε ένα δίμηνο εσωτερικής αστάθειας ταυτόχρονα με την εξωτερική. Θα έπρεπε να περάσει από την κάλπη της απλής αναλογικής, την οποία το κυβερνών κόμμα θέλει απλώς να απωθήσει, χωρίς να την αντιμετωπίζει σαν πραγματική κάλπη, μέχρι να φτάσει, ασθμαίνοντας, στο όντως δίλημμα της δεύτερης κάλπης. Πόσο σίγουρο είναι ότι οι δεύτερες εκλογές θα βγάλουν μια κυβέρνηση εξίσου ισχυρή με την παρούσα – δηλαδή αυτοδύναμη, με πλειοψηφία τόσο άνετη ώστε να μην εξαρτάται από την πελατειακή κυκλοθυμία ενός ή δύο βουλευτών;
Κι ακόμη: Πόσο σίγουρο είναι ότι η κυβέρνηση θα καταφέρει να εκμεταλλευτεί εκλογικά τη στοίχιση πίσω από τη σημαία; Πόσες εκλογές θυμόμαστε που τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής βάρυναν περισσότερο από τις βιοτικές αγωνίες; Γιατί πιστεύουμε ότι αυτή τη φορά η «σημαία» θα μετρήσει πιο πολύ από το ράφι και το ρεζερβουάρ;
Η εξωτερική πολιτική μπορεί όντως να αποδειχθεί εκλογικά δραστική, αλλά ανάποδα: Η προεκλογική πόλωση θα μπορούσε να αποχαλινώσει φιλοπουτινικές ορμές, που τώρα συγκρατούνται. Θα μπορούσε να γεννήσει μια νέα δημαγωγία που θα φιλοδοξεί να εκπροσωπήσει τον δεξιό κλάδο του αντιδυτικισμού – ενισχυμένο από πληθωριστικές δυσαρέσκειες. Ο κλάδος αυτός είναι βέβαια μειοψηφικός. Αλλά μια μικρή μειοψηφία αρκεί για να στερήσει το σταθεροποιητικό έρμα από μια οριακά αυτοδύναμη πλειοψηφία.
Το να θέλεις να αποφύγεις την ανασφάλεια με πρόωρες διπλές κάλπες είναι σαν να θέλεις να σβήσεις μια φωτιά με κηροζίνη. Ενα τέτοιο εγχείρημα θα κινδύνευε να μετατρέψει τη διεθνή κρίση σε εσωτερική. Θα εξέθετε τα ζητήματα των συμμαχιών και των εξωτερικών επιλογών στη ραδιενεργό ατμόσφαιρα της προεκλογικής πλειοδοσίας. Και θα απειλούσε να στερήσει τη χώρα από κάτι που ήδη έχει: σταθερή κυβέρνηση.
Μαριούπολη
Βράζουν το χιόνι και το πίνουν. Κόβουν ξύλα για να μαγειρέψουν. Είναι διαρκώς εκτεθειμένοι στο ψύχος, αφού όσα κτίρια ακόμη στέκουν, έχουν μείνει χωρίς παράθυρα από τους βομβαρδισμούς. Τέτοιες είναι οι περιγραφές των πολιορκημένων της Μαριούπολης. Είναι περιγραφές που δεν θυμίζουν στον σύγχρονο Ευρωπαίο τίποτε άλλο, παρά τις σελίδες από την ιστορία και τη λογοτεχνία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η χάραξη αυτής της ιστορικής αναλογίας –του παρόντος με τον μεγάλο πόλεμο– προκαλεί αντιδράσεις. Προκαλεί μια φιλολογία σχετικοποίησης του γεγονότος – υποτίμησής του με σταθμά τους πολέμους των άλλων. Ενας ασφαλής δείκτης για τις ιστορικές διαστάσεις του πουτινικού πολέμου δεν είναι μόνο η συμφορά των αμυνόμενων. Είναι και η μοίρα των επιτιθέμενων. Μέσα σε δύο εβδομάδες, το ρωσικό καθεστώς μεταλλάσσεται: Η δικτατορία –που ήταν έστω και ατελώς δικτυωμένη, οικονομικά και πολιτισμικά, με τον υπόλοιπο κόσμο– μετατρέπεται ραγδαία σε στεγανή, μονοφωνική χώρα. Τα τρία ανεξάρτητα ΜΜΕ που υπήρχαν, έκλεισαν. Ο πόλεμος δεν επιτρέπεται να λέγεται πόλεμος. Αυτό, τουλάχιστον, μπορούμε να το πούμε: Στην Ευρώπη γεννιέται ο πρώτος ολοκληρωτισμός μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Μεταδράμα
Κάθε χώρα έχει τους κωμικούς που της αξίζουν.