Η ιδέα ήταν καλή. Αλλά καταρρέει αιματηρά. Η ιδέα ότι η διάνοιξη εμπορικών δρόμων και δικτύων επικοινωνίας –μονολεκτικά: η παγκοσμιοποίηση– θα επέτρεπε και τη μεταφορά ηθικοπολιτικών αξιών, διαψεύστηκε. Διαψεύστηκαν εκείνοι που, ιδίως μετά την Κριμαία, πίστευαν ότι οι οικονομικοί δεσμοί με τη Ρωσία θα την ανάγκαζαν να αυτοπεριοριστεί.
Αν το δει κανείς ανάποδα, η ιδέα ότι η παγκοσμιοποίηση μεταφέρει και μη οικονομικές αξίες δεν διαψεύστηκε. Αντιθέτως. Οι δεσμοί λειτούργησαν αμφίδρομα. Το άνοιγμα της ρωσικής οικονομίας «άνοιξε» –παρά το πέπλο του αυταρχισμού– και ένα μέρος της ρωσικής κοινωνίας προς τη Δύση. Αλλά και αντίστροφα: η εξαγωγή ισχύος της ρωσικής ολιγαρχίας μεταφράστηκε κατά τόπους σε πολιτική και πολιτισμική επιρροή. Αρκεί να μετρήσει κανείς το αποτύπωμα του «Λόντονγκραντ» στο Brexit, στην Πρέμιερ Λιγκ μέχρι και στην αγορά της τέχνης. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τον Τραμπ. Το σύστημα των αγωγών της παγκοσμιοποίησης λειτούργησε και πέραν της οικονομίας. Απλώς οι μεταφερόμενες αξίες κινήθηκαν και αναπόταμα – χωρίς σταθερή φορά προς το «τέλος της Ιστορίας».
Ο πόλεμος που θα γκρέμιζε την παγκοσμιοποίηση επιβεβαιώνει το πιο φιλόδοξο εγχείρημα υπερεθνικής συγκρότησης: την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η ανάγκη μιας ενωμένης Ευρώπης είχε αναδειχθεί με υπαρξιακή ένταση και πριν από την εισβολή. Οι αλυσιδωτές κρίσεις –κλιματική, προσφυγική, πανδημική– είχαν επικυρώσει το κλισέ ότι στην Ευρώπη «κανείς δεν μπορεί μόνος του».
Αυτό πια –έπειτα από οδυνηρούς και δαπανηρούς κλυδωνισμούς– δεν αμφισβητείται ούτε από τις κυρίαρχες δυνάμεις στην Ελλάδα. Το ερώτημα, που επανήλθε και στη συζήτηση της περασμένης Τετάρτης στη Βουλή, είναι σε ποιο οπλοστάσιο πρέπει να προσφύγουμε για να κατευθύνουμε την ευρωπαϊκή Ελλάδα μέσα στη «ρουτίνα» των κρίσεων; Στο αριστερό – της δημοσιονομικής επέκτασης, των ανοιχτών συνόρων και της πράσινης ενέργειας; Ή στο δεξιό – της δημοσιονομικής πειθαρχίας, της ασφάλειας και του εθνικού ορυκτού πλούτου;
Μάλλον ούτε το ένα ούτε το άλλο σετ αρκεί από μόνο του. Στο πεδίο, ας πούμε, της ενέργειας χρειάζεται να επιταχύνουμε την αριστερή ατζέντα της αναχαίτισης της κλιματικής κρίσης με φιλελεύθερες πολιτικές ενθάρρυνσης των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές. Και στο πεδίο της ασφάλειας, ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός υπαγορεύει τόσο την πράσινη απεξάρτηση από τους πόρους των αντίπαλων καθεστώτων όσο και τη «δεξιά» έμφαση στην ενίσχυση της άμυνας.
Το πόσο παρωχημένες είναι οι εργαλειοθήκες του προηγούμενου αιώνα φαίνεται από το πώς μπερδεύονται εκείνοι που ακόμη διεκδικούν «δογματική καθαρότητα». Φαίνεται από τον λόγο μιας Αριστεράς που ζητάει, νεοφιλελεύθερα, οριζόντια μείωση των φόρων και, συντηρητικά, επιστροφή στον γηγενή λιγνίτη.
Υστερα από μία δωδεκαετία κρίσεων, η «επιστροφή στην κανονικότητα» είναι τόσο εξωπραγματική, όσο και η επιστροφή στις ορθοδοξίες που κάποτε τη διαμόρφωσαν.
«Ναζί»
Οι ειδικοί στην επικοινωνία το ξέρουν εδώ και καιρό: η προπαγάνδα δεν είναι όσο δραστική νομίζουμε. Δεν προσηλυτίζει νέους πιστούς. Συσπειρώνει και ριζοσπαστικοποιεί τους ήδη πεπεισμένους. Το βλέπει κανείς και στον πόλεμο: από τους ποταμούς της πληροφορίας ο λήπτης έχει την τάση να ξεχωρίζει και να ενστερνίζεται μόνο ό,τι επιβεβαιώνει τις ήδη εμπεδωμένες προκαταλήψεις του. Οποιος κρυφοσυμπαθεί τον Πούτιν, ακόμη κι αν η λογική του τού λέει να αντιταχθεί στον πόλεμο, στρέφεται αντανακλαστικά στα ψήγματα «πληροφορίας» που είναι συμβατά με την προηγούμενη κλίση του. Η προπαγάνδα δεν μεταβάλλει συνειδήσεις· τις υποδαυλίζει. Πουθενά δεν εκδηλώνεται αυτή η εγγενής πνευματική δυσκαμψία οξύτερα απ’ ό,τι στην παραφιλολογία για τους νεοναζί στην Ουκρανία. Εχει κανείς μπροστά στα μάτια του ένα μιλιταριστικό καθεστώς που εισβάλλει σε μια χώρα με τον ισχυρισμό ότι αυτή η χώρα και ο λαός της δεν υπάρχουν· βλέπει το ίδιο καθεστώς να διευθύνεται από έναν απόλυτο άρχοντα που παρομοιάζει τους πολιτικούς του αντιπάλους με «μύγες» που θα τους «φτύσει ο ρωσικός λαός από το στόμα»· τα βλέπει όλα αυτά κι εξακολουθεί να πιστεύει ότι ναζί είναι οι άλλοι.
Ποιος σκοτώνει;
Οποια κι αν είναι η ερώτηση, «ναι μεν, αλλά» είναι η απάντηση.