Το τρίτο ταξίδι του νεότατου Ανάχαρση

Το τρίτο ταξίδι του νεότατου Ανάχαρση

5' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τη σκηνή μάς την παρέδωσε η αρχαιότητα, διά χειρός Πλουτάρχου. Και τη θυμόμαστε σχεδόν αναπόφευκτα, όποτε ξαναπιάνουμε τη συζήτηση για τη Δικαιοσύνη. Για το αν είναι πράγματι τυφλή δηλαδή, με ακριβοδίκαιο τον ζυγό της, ανεπηρέαστο από εξωτερικές πιέσεις, ή αν πάσχει από εθελοτυφλία, τέτοια που να οδηγεί ορισμένους θεράποντές της να προσαρμόζουν τα κριτήριά τους και να πειράζουν τα σταθμά τους. Ωστε να ικανοποιούν με τις αποφάσεις της τους κάθε λογής σκηπτρούχους.

Στις μέρες μας, από τον Μοντεσκιέ και μετά, η συζήτηση αυτή έχει την επιγραφή «διάκριση των εξουσιών». Τον 6ο αιώνα π.Χ., τέτοια ορολογία δεν υπήρχε βέβαια· χρειάστηκαν άλλοι δύο αιώνες, ώσπου ο Αριστοτέλης, στα «Πολιτικά», να μιλήσει για τα τρία διακριτά στοιχεία κάθε πολιτεύματος. Τα χρόνια του Σόλωνα, λοιπόν, έφτασε στην Αθήνα ο Ανάχαρσης, που κρατούσε από ηγεμονική σκυθική οικογένεια, χωρίς αυτό να εμποδίσει τη συμπερίληψή του αργότερα στους Επτά Σοφούς της Ελλάδας. Ο Ανάχαρσης ταξίδευε «θεωρίης είνεκεν», λέει ο Ηρόδοτος: για να δει και να μάθει. Το ίδιο είχε πράξει και ο Σόλων. Είχε επισκεφθεί την Αίγυπτο, για να κομίσει από εκεί τον μύθο της Ατλαντίδας, που έλαβε την οριστική μορφή του στη γραφή του Πλάτωνα, μακρινού συγγενή του Σόλωνα.

Ο Σόλων, ιστορεί ο Πλούταρχος στον βίο του Αθηναίου ποιητή και νομοθέτη, «θαύμασε την εξυπνάδα του Σκύθη επισκέπτη. Tον δέχτηκε με όλη του την καρδιά και τον κράτησε πολύν καιρό μαζί του, ακριβώς την εποχή που είχε αρχίσει να ασχολείται με την πολιτική και να συντάσσει τους νόμους του. O Aνάχαρσης περιγελούσε τις προσπάθειες του Σόλωνα, που πίστευε πως θα περιορίσει τις αδικίες και την πλεονεξία των πολιτών με γραπτούς νόμους. Και τούτο επειδή φρονούσε πως οι νόμοι μοιάζουν με τον ιστό της αράχνης. Πιάνουν δηλαδή και καθηλώνουν τους αδύναμους και τους μικρούς, αλλά οι δυνατοί και οι πλούσιοι τους σπάζουν («μηδέν των αραχνίων διαφέρειν, αλλ’ ως εκείνα τους μεν ασθενείς και λεπτούς των αλισκομένων καθέξειν, υπό δε των δυνατών και πλουσίων διαρραγήσεσθαι»).

Στον φόβο του Σκύθη, ο Σόλων αντέταξε την πίστη του πως «οι άνθρωποι κρατούν τις συμφωνίες όταν η αθέτησή τους δεν συμφέρει κανέναν». Πρόσθεσε δε ότι «ο ίδιος προσαρμόζει τους νόμους του στους πολίτες, ώστε να βλέπουν όλοι πως η δίκαιη πράξη είναι καλύτερη από την παράνομη», ωφελιμότερη, άρα και προτιμότερη. Ανακεφαλαιώνοντας συνοπτικά έξι αιώνες ιστορίας, ο Πλούταρχος καταλήγει σε τούτο το απογοητευτικό συμπέρασμα: «Ολα πήγαν μάλλον όπως τα πρόβλεψε ο Aνάχαρσης, παρά όπως τα θέλησε ο Σόλων».

Ξαφνικά, το κοινό περί δικαίου αίσθημα προβάλλεται από πολιτικούς, επιστήμονες και δημοσιολογούντες σαν ο κύριος κίνδυνος για το κράτος δικαίου, αν όχι ο μοναδικός.

Υπάρχουν άραγε πολλοί στέρεοι λόγοι, ικανοί να μας πείσουν να μην προσυπογράψουμε το πόρισμα του Πλούταρχου και να υποστηρίξουμε ότι το Δίκαιο κατισχύει αμερόληπτα και απροσωπόληπτα; Δεν μιλάμε βέβαια για τα όπου Γης δεσποτικά καθεστώτα, όπου η ενός ανδρός (ή κόμματος) αρχή επιβάλλει στανικά το παράνομο δίκαιό της, εξορίζοντας, φυλακίζοντας ή εκτελώντας όσους της εναντιώνονται. Για τις περίφημες δυτικές δημοκρατίες σαν την ελληνική. Για όσες καυχιόνται ότι θεμελιώθηκαν πάνω στα προτάγματα του Διαφωτισμού και ότι σέβονται τη διάκριση των τριών εξουσιών, ακόμα κι αν καμιά φορά μπερδεύουν εν τη ρύμη του λόγου τον Μοντεσκιέ με τον Ρουσσώ. Και οι οποίες, μια στο τόσο, από φιλάνθρωπη πρόθεση, εξάγουν σε χώρες αρχαϊκού πολιτισμικού σταδίου την ηθικοπολιτική τους ανωτερότητα και το δικαιικό τους οπλοστάσιο. Με την αιματηρή βοήθεια όπλων παραδοσιακότερου τύπου.

Το πρώτο ταξίδι του Ανάχαρση έγινε περί το 589 π.Χ., όταν η δημοκρατία είχε αρχίσει να μπουσουλάει. Το δεύτερο ταξίδι, μυθιστορηματικό αυτό, του νέου Ανάχαρση, απογόνου του Σκύθη σοφού, το αφηγήθηκε ο Γάλλος συγγραφέας, αποκρυπτογράφος αρχαίων αλφαβήτων και νομισματολόγος του 18ου αιώνα Ζαν-Ζακ Μπαρτελεμύ στην τετράτομη «Περιήγηση του Νέου Αναχάρσιδος εις την Ελλάδα»· την αρχαία Ελλάδα, των μέσων του 4ου αιώνα π.Χ. Τους πρώτους τρεις τόμους τους μετέφρασε ο Κοζανίτης γιατρός Γεώργιος Σακελλάριος. Τη μετάφραση του τέταρτου τόμου την άρχισε ο Ζακύνθιος Γεώργιος Βεντότης και την ολοκλήρωσε ο Ρήγας Βελεστινλής. Αν φανταζόμασταν ένα τρίτο ταξίδι στην Ελλάδα ενός νεότατου Ανάχαρση, θα μπορούσαμε να ελπίσουμε ότι ο απόγονος του απογόνου θα συνέλεγε όσα τεκμήρια χρειαζόταν ώστε να κρίνει υπερβολική και άδικη την άποψη του προπάππου του για τους νόμους σαν ιστό της αράχνης, τρωτό στη βούληση των ισχυρών; Δύσκολο μοιάζει.

Το πρώτο που θα διαπίστωνε ο ταξιδιώτης μας είναι ότι οι τρεις εξουσίες είναι τελικά τέσσερις. Με τέταρτη (αν όχι πρώτη στην κλίμακα της δύναμης) την εξουσία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Οχι των λειτουργών τους, όπως λαθεμένα υποθέτουν αρκετοί, αλλά των ιδιοκτητών τους· οι λειτουργοί, οι κανονικοί εργαζόμενοι δηλαδή, οι μη παρακοιμώμενοι και μη διαπλεκόμενοι, είχαν απλώς μια φορά κι έναν καιρό κάποια προνόμια-κοκαλάκια: δωρεάν είσοδος στα θέατρα, τα λεωφορεία και τα γήπεδα, άμεσο σβήσιμο της κλήσης για τροχαίες παραβάσεις, τέτοια.

Θα αντιλαμβανόταν επίσης ο επισκέπτης μας, χωρίς κόπο, ότι κάθε φορά που η καθαυτό εξουσία, η πολιτική, κηρύσσει ανάρμοστη την κριτική αποφάσεων της Δικαιοσύνης και αντικανονική την παρέμβαση στις διαδικασίες της, κάτι έχει να κρύψει ή κάτι θέλει να επιβάλει. Αν είχε στοιχειώδη αυτοσυνέπεια και ενότητα συμπεριφοράς, ούτε θα προανήγγελλε δικαστικές κρίσεις και ποινές, στη Βουλή μάλιστα και από πρωθυπουργικό ύψος, ούτε και θα κατήγγελλε, σε τόνο απειλητικού χλευασμού, όσες αποφάσεις δικαστηρίων θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντά της ή τα σενάριά της· τα αφηγήματά της δηλαδή για την αλήθεια που θέλει –με τη συνδρομή και της τέταρτης (παρα)εξουσίας– να τα επιβάλει σαν ισότιμα της Αλήθειας. Για τη Novartis, λόγου χάρη, που ήταν σκάνδαλο, έγινε σκάνδαλο και σκευωρία, απόμεινε σκέτη σκευωρία, για να ξαναγίνει σκάνδαλο.

Περίσκεπτος θα παρακολουθούσε ο επισκέπτης μας, αν προσεδαφιζόταν στις μέρες μας, την όλη έριδα για το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Θα δυσκολευόταν να κατανοήσει πώς ξαφνικά το αίσθημα αυτό προβάλλεται από πολιτικούς, επιστήμονες και δημοσιολογούντες σαν ο κύριος κίνδυνος για το κράτος δικαίου, αν όχι ο μοναδικός. Φιλομαθής, όπως ο παππούς και ο προπάππος του, θα διάβαζε το Σύνταγμα και τα λοιπά θεμελιώδη κείμενα και θα διαπίστωνε ότι η ύπαρξη ένορκων δικαστών δίπλα στους τακτικούς προβλέπεται εκεί. Δεν την έχει επιβάλει με το ζόρι ο επαναστατημένος όχλος, εις μνήμην της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Και δεν είναι κάτι καινούργιο και ανοίκειο στην Ελλάδα. Θεσμοθετήθηκε το 500 π.Χ., στην Αθήνα. Κάτι σαν το κοινό περί δικαίου αίσθημα είχαν και τότε στο μυαλό τους και ανέθεσαν στους ενόρκους την εκπροσώπησή του. Λάθεψαν κι αυτοί, λάθεψαν κι οι Γάλλοι κι οι Αγγλοι, πολύ νωρίτερα, λάθεψαν και οι δημιουργοί του Συντάγματός μας; Ή απλώς χαρακτηρίζουμε κενό νοήματος και κινδυνώδες το κοινό αίσθημα όταν «αυθαιρετεί» απέναντι στην ισχύ μας;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή