Ράστα και επανάσταση

3' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηταν μια ζεστή μέρα στη Βέρνη. Τριάντα βαθμοί Κελσίου. Στην μπρασερί Lorraine, οργανωμένη, λέει, «συντροφικά» –τόσο συντροφικά ώστε οι θαμώνες να μην είναι υποχρεωμένοι να παραγγείλουν ποτό ή φαγητό– έπαιζε μια μπάντα. Η συναυλία δεν ολοκληρώθηκε. Η μπάντα έπαιζε ρέγκε. Και οι μουσικοί της ήταν όλοι λευκοί, γεγονός που ενόχλησε μέρος του κοινού. Επιτρέπεται οι λευκοί να κάνουν τα μαλλιά τους ράστα; Δεν συνιστά αυτή η μίμηση του τζαμαϊκανού πολιτισμού μια «πολιτισμική ιδιοποίηση» εκ μέρους των λευκών; Δεν είναι η κόμμωση ένας αποικιοκρατικού ήθους σφετερισμός στοιχείων από κατώτερες, λαϊκές κουλτούρες, που οι κατακτητές τσιμπολογούν για να στολίσουν τη διασκέδασή τους με πινελιές «αυθεντικότητας» και «γραφικότητας»;

Δύο εβδομάδες αργότερα, στο Ντάλας του Τέξας, ο ομιλητής στο «Συνέδριο για τη Συντηρητική Πολιτική Δράση», ξεσήκωνε το κοινό του, παρότι ο θούριος που του απηύθυνε σκόνταφτε στην ξενική του προφορά. «Είμαι», τους έλεγε, «ένας παλαιάς κοπής μαχητής της ελευθερίας». Πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας. Πρέπει να ανακαταλάβουμε τους θεσμούς στις Βρυξέλλες και στην Ευρώπη. Δεν μας νοιάζει τι θα μας πουν οι φιλελεύθεροι. Πρέπει να κρατήσουμε τις αξίες μας, όπως το έθνος, την οικογένεια, τις χριστιανικές ρίζες. Να «αναζωογονήσουμε» τα πανεπιστήμια και την εκπαίδευση. Χειροκρότημα. Χρειαζόμαστε «λιγότερες ντραγκ κουίνς και περισσότερο Τσακ Νόρις». Ζητωκραυγές. Κι άλλο χειροκρότημα.

Ο ομιλητής που αποθεωνόταν στο Ντάλας ήταν ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Ορμπαν. Στο πρόσωπο του αυταρχικού ηγέτη αυτής της μάλλον μικρής για τα αμερικανικά μεγέθη χώρας, η Δεξιά των ΗΠΑ έχει βρει τον ήρωά της. Γιατί; Οπως εξηγούσε ένας από τους Ρεπουμπλικανούς θαυμαστές του πρόσφατα στον New Yorker, «χρειαζόμαστε έναν ηγέτη με όραμα του Ορμπαν – κάποιον που μπορεί να χτίσει πάνω στα επιτεύγματα του τραμπισμού, χωρίς την εγωπάθεια και την παραμέληση της πολιτικής».

Ο Τραμπ ήταν καλός ως γκρεμιστής. Τώρα όμως ο τραμπισμός χρειάζεται έναν χτίστη – που θα μετατρέψει σε καθεστώς, όσα ο άστατος και παρορμητικός Τραμπ δεν θα μπορούσε ποτέ να συστηματοποιήσει. Να κυβερνήσει δηλαδή με τη μέθοδο του Ορμπαν, που έχει καταφέρει να εγκαθιδρύσει ένα πολιτικό μονοπώλιο και μπορεί να επαίρεται ότι, έπειτα από 12 χρόνια στην εξουσία, είναι ο μακροβιότερος ηγέτης στην Ευρώπη.

Η προσδοκία αυτή δεν είναι βέβαια «συντηρητική». Ο Ορμπαν και το αμερικανικό κοινό που τον χειροκροτούσε, δεν θέλουν να πάρουν την εξουσία, συντηρώντας το σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Θέλουν να το ανατρέψουν – να ελέγξουν τα δικαστήρια, τα πανεπιστήμια, τα media. Πρόκειται για ρεύμα ριζοσπαστικό με «διεθνιστικές» –δηλαδή επεκτατικές– προσδοκίες ανάλογες του Υπαρκτού.

Ο Ορμπαν αχρηστεύει το φιλάρεσκο, μανιχαϊστικό σχήμα που βάζει τη Δύση αντιμέτωπη με τις δικτατορίες. Η αντιπαράθεση διεξάγεται μέσα στους κόλπους της ίδιας της Δύσης, από τις δυνάμεις του αντι-φιλελευθερισμού που προσδοκούν να την αλώσουν εσωτερικά.

«Η Δύση είναι σε πόλεμο με τον εαυτό της», είπε στο Ντάλας ο Ορμπαν. Κι έχει δίκιο. Οι εχθροί του φιλελευθερισμού δικτυώνονται. Ενώ οι πιστοί του είναι απασχολημένοι με το αν οι λευκοί δικαιούνται να τυλίγουν τις τρίχες τους με ψαρόκολλα.

Ραδιενέργεια

Στη διαχείριση της πολιτικής ζημιάς, ισχύει ο κανόνας «καλύτερα τώρα παρά μετά». Στην περίπτωση των παρακολουθήσεων, η υπόθεση είχε όλα τα χαρακτηριστικά του σκασμένου, πλην άταφου πυρηνικού αντιδραστήρα: Θα εξακολουθούσε να παράγει πολιτική ραδιενέργεια για την κυβέρνηση αν αφηνόταν να χάσκει. Η προσδοκία ότι μια συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών στη Βουλή θα αρκούσε για να «μπαζώσει» την πηγή της φθοράς ήταν μάλλον αφελής – ιδίως όταν είναι πλέον πολύ πρόχειρα τα μέσα ελέγχου που μπορούν να εντοπίσουν αναδρομικά τα ίχνη της παγίδευσης των τηλεφώνων. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός αναγνώρισε εμπράκτως λάθη και επιχείρησε να τα διορθώσει με σολομώντεια τομή. Είναι όμως η πρώτη φορά που το κόψιμο έπρεπε να γίνει στον πυρήνα της κυβέρνησής του. Η μητσοτακική μεθοδολογία περιλαμβάνει κι ένα δεύτερο στάδιο: αυτό της δημόσιας απολογίας για τα σφάλματα. Στις προηγούμενες αποτυχίες, αυτή η πρωτότυπη για τα εγχώρια πολιτικά ήθη στάση –της ευθείας μεταμέλειας– είχε λειτουργήσει εκτονωτικά. Τώρα; Θα ήταν σκόπιμη μια «συγγνώμη»; Και πώς θα μπορούσε πραγματολογικά να συνταχθεί; Το ερώτημα δεν είναι μόνο επικοινωνιακού ενδιαφέροντος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή