Τα βλήματα και η μέθοδος της σουπιάς

Τα βλήματα και η μέθοδος της σουπιάς

2' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εχει περάσει λιγότερος καιρός απ’ ό,τι φαίνεται. Μόλις τo 2017 o τότε υπουργός Αμυνας είχε κατηγορηθεί ότι, σε συνεννόηση με έναν γνωστό του επιχειρηματία από τη Βόρεια Ελλάδα, που εμφανιζόταν ως εκπρόσωπος της Σαουδικής Αραβίας, είχε αποπειραθεί να πουλήσει 300.000 βλήματα στο βασίλειο της Μέσης Ανατολής. Υπήρχαν απτά –γραπτά– ίχνη του εγχειρήματος. Είχε ξηλωθεί θεατρικά ένας ταξίαρχος, που υπηρετούσε ως υπεύθυνος εξοπλισμών. Η υπόθεση έβραζε, σε βαθμό που πολλοί είχαν σχηματίσει τη βεβαιότητα ότι θα έκαιγε τον κυβερνητικό συνεταιρισμό των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Και ο τότε πρωθυπουργός τι έκανε; Εμφανίστηκε στη Βουλή μόνο για να πετάξει (παρα)πληροφοριακά θραύσματα και υπαινιγμούς – για τον πατέρα του μεσάζοντα, που τάχα ήξερε τον πατέρα του τότε αρχηγού της αντιπολίτευσης, επειδή είχαν βρεθεί στην ίδια πτήση· για μια υψηλόβαθμη πηγή της ελληνικής πρεσβείας στο Ριάντ, που αποκαλύφθηκε και «κάηκε» χωρίς να κατηγορηθεί κατόπιν για τίποτα· για αόριστες συσχετίσεις αυτής της πηγής με τους αντιπάλους της τότε κυβέρνησης.

Ταυτόχρονα, προκειμένου να προσπεράσουν το σκάνδαλο, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είχαν κάνει το απόρρητο ακορντεόν, άλλοτε επικαλούμενοι την ιερότητα των κρατικών μυστικών και απειλώντας με ποινικές συνέπειες όποιον τα παραβίαζε· και άλλοτε σπάζοντας οι ίδιοι το απόρρητο, για να βγάλουν στη σέντρα ό,τι εξυπηρετούσε τη σύγχυση και τη συσκότιση (την ντεζινφορματσίγια, που λένε και οι Ρώσοι). Αποτέλεσμα; Τα κατάφεραν περίφημα. Λίγες εβδομάδες αργότερα, κανείς δεν θυμόταν πια τα βλήματα και τα ντοκουμέντα που στοιχειοθετούσαν την απόπειρα καρποφόρου εκποίησής τους.

Πόσο πιθανό είναι να δούμε και τώρα, στις κοινοβουλευτικές αναμετρήσεις που ετοιμάζονται για τις επόμενες ημέρες, την ίδια μέθοδο της σουπιάς; Πόσο πιθανό είναι η νυν πλειοψηφία να διαφύγει από τη θέση του απολογουμένου, εκσφενδονίζοντας σπαράγματα από τα αθέατα πεπραγμένα των προκατόχων της; Μπορεί άραγε να επαναληφθεί το επικοινωνιακό στρατήγημα του πτυσσόμενου απορρήτου – ανοίγουμε ό,τι συμφέρει, κλειδώνουμε ό,τι μας ενοχλεί;

Αν μας μαθαίνει κάτι η ιλαροτραγωδία των βλημάτων είναι ότι οι υποθέσεις γκρίζας διαχείρισης της εξουσίας, ακόμη κι όταν διεγείρουν τα αντανακλαστικά του πολιτικοδημοσιογραφικού συστήματος, δεν προκαλούν αυτομάτως μετατοπίσεις στο έδαφος της κοινής γνώμης. Αντιθέτως. Ενίοτε γίνονται αντιληπτές ως ένα παίγνιο της εξουσίας, που μπορεί να το καταναλώνει κανείς κινηματογραφικά, χωρίς να το εσωτερικεύει – όπως εσωτερικεύει τραυματικά τον λογαριασμό του ρεύματος ή τον πληθωρισμό.

Το δεύτερο μάθημα από εκείνη την ξεχασμένη υπόθεση είναι ότι το κράτος ακόμη και στους πιο νευραλγικούς του βραχίονες παραμένει όμηρος των προσώπων και της πολιτικής συγκυρίας. Δεν έχει σπονδυλική στήλη. Εχει μόνο ύφος. Το ύφος εκείνων που κάθε φορά το καθοδηγούν.

Γι’ αυτό και η Βουλή είναι μάλλον απίθανο να πετύχει κάτι περισσότερο από το να λειτουργήσει ως πεδίο εκτόνωσης της πολιτικής έντασης. Αγριας μεν. Αλλά εκτόνωσης.

Το Ωραίο

Ακόμη κι αν η κανιβαλική φήμη για τον θάνατό του είχε επιβεβαιωθεί, ο Γιώργος Μάγγας δεν θα ήταν νεκρός. Θα επιζούσε ο απόηχος από το «πνεύμα» του – με την παλιά έννοια, της πνοής. Θα ακουγόταν ακόμη ο μπαρόκ, ιλιγγιώδης συριγμός που το «πνεμόνι» του υπαγορεύει στο κλαρίνο. Πώς αναγγέλλεις αψήφιστα τη σίγαση ενός τόσο ηχηρού όντος; Πώς πιστεύεις τόσο εύκολα ότι εξουδετερώνεται τέτοια βόμβα οπτικοακουστικής διασποράς – που εξαπολύει τα τσακίσματά της και σε χρώματα; Το μονοπρόσωπο και αειθαλές καρναβάλι του σολίστ από τη Λιβαδειά επιβεβαιώνει τη θεωρία ότι σε αυτές τις αγοραίες τελετουργίες –του πανηγυρτζίδικου διονυσιασμού– η ζω(τ)ικότητα αίρει τη διαφορά του ωραίου και του άσχημου· του σωστού και του απαγορευμένου· του ζωντανού και του νεκρού. Ο θρύλος λέει ότι κάποτε ρώτησαν τον Μάγγα, ευγενικά, αν τον ενοχλούν τα σχόλια για τις ενδυματολογικές προτιμήσεις του. Φορούσε ένα από τα διαλεγμένα του κοστούμια – ταπετσαρία με πράσινα μήλα, ή χρυσοκέντητο του μαχαραγιά, ή εμπριμέ της πηγαίας ψυχεδέλειας που δεν έχει χρεία ουσιών. Δεν το σκέφτηκε. Και αμέσως αντερώτησε: «Πειράζει που μου αρέσει το Ωραίο;».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή