Οι ρίζες της αδράνειας

3' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αναρωτιέμαι συχνά γιατί οι θεσμικές αλλαγές είναι μια τόσο δύσκολη υπόθεση στη χώρα μας. Πουθενά δεν είναι, βέβαια, κάτι εύκολο. Η αίσθησή μου είναι, όμως, πως στην Ελλάδα δυσκολευόμαστε πολύ να επισημάνουμε υπάρχουσες δυσλειτουργίες με τρόπο ουσιαστικό και να κινηθούμε πρακτικά ώστε να απαλλαγούμε από αυτές, αλλάζοντας τους κανόνες που τις παράγουν. Αυτή η δυσκολία εμφανίζεται τόσο στις μεγάλες δημόσιες πολιτικές όσο και στα πιο απλά, καθημερινά ζητήματα. Για να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα κάπου στη μέση, θα έλεγα πως ενώ οι περισσότεροι αναγνωρίζουν τις δυσλειτουργίες και παθολογίες των πανεπιστημίων μας, δεν καταφέρνουν τελικά να κινητοποιηθούν για να αλλάξουν τους κανόνες ώστε να βελτιώσουν τη λειτουργία τους. Πού όμως οφείλεται αυτή η δυσπραγία;

Η απλούστερη εξήγηση είναι η ύπαρξη συμφερόντων, μεγάλων και μικρών, που υφίστανται κόστος από τις αλλαγές και επομένως αντιδρούν. Είναι μια πραγματικότητα που διαπιστώνει κανείς εύκολα στην περίπτωση των πανεπιστημίων: η πλειονότητα των εμπλεκομένων θεωρεί πως απειλείται, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, από τις αλλαγές. Ετσι είτε τις μπλοκάρει είτε δρα με τρόπο που τις απονευρώνει, διαιωνίζοντας τα κακώς κείμενα. Εχω ωστόσο την αίσθηση πως το πρόβλημα είναι βαθύτερο, πως, δηλαδή, η ροπή προς τη συντήρηση και την αδράνεια έχει βαθύτερα αίτια. Πως βρίσκεται, δηλαδή, στον τρόπο που σκεφτόμαστε, κάτι που με τη σειρά του παραπέμπει στη λειτουργία της εκπαίδευσης.

Αν εξετάσει κανείς πώς συγκροτείται η δημόσια συζήτηση, και αναφέρομαι εδώ στις σοβαρές και όχι στις χυδαίες εκφάνσεις της, θα διακρίνει δύο κυρίαρχες ρητορικές. Η πρώτη μπορεί να περιγραφεί ως «προοδευτική» ή «αριστερή»: Αναλύει τα πάντα με όρους κυριαρχίας ασαφών μεν αλλά σκοτεινών μεγάλων συμφερόντων έναντι των δικαιωμάτων των πολλών και των μικρών. Πρόκειται για μια ρητορική που κινείται ανάμεσα σε ένα δίπολο που ορίζεται αφενός από μιαν απλοϊκή, ατακαδόρικη ροπή και αφετέρου από ένα νεφελώδη, δυσκοίλιο και κενό βερμπαλισμό. Ομως και στις δύο αυτές εκδοχές λειτουργεί ως άλλοθι για απραξία, καθώς αυτοϊκανοποιείται από την απλή εκφορά της. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να οδηγήσει σε κάποια τελετουργική μορφή δράσης δίχως ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Στην απέναντι πλευρά αναπτύσσεται μια τεχνοκρατική ρητορική, εξίσου ξύλινη στην εκφορά της με τον προοδευτικό λόγο, γεμάτη κλισέ και βαρύγδουπους αλλά κενούς όρους, που προέρχονται από ένα συνδυασμό νομικού φορμαλισμού και ενός κακοχωνεμένου συνονθυλεύματος εγχειριδίων μάνατζμεντ, όπου συχνά οι λέξεις-κλειδιά εκφέρονται απευθείας στα αγγλικά. Και εδώ, ο λόγος αυτός εκφέρεται όχι για να ερμηνεύσει, να αναλύσει και τελικά να λύσει κάποιο πρόβλημα, αλλά για να αποφύγει να το κάνει. Στην ουσία είναι ένας λόγος που αποπροσανατολίζει, συσκοτίζει και καταλήγει και αυτός στη διαιώνιση της αδράνειας.

Η τεχνοκρατική ρητορική και ο προοδευτικός λόγος που υποτίθεται πως συγκρούονται μεταξύ τους, στην πραγματικότητα λειτουργούν συμπληρωματικά, ενισχύοντας την κατεστημένη τάξη πραγμάτων.

Στον δημόσιο στίβο, οι δύο αυτές ρητορικές υποτίθεται πως λειτουργούν ανταγωνιστικά και συγκρούονται μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα, όμως, λειτουργούν συμπληρωματικά, ενισχύοντας την κατεστημένη τάξη πραγμάτων. Η στασιμότητα των πανεπιστημίων, για να επιστρέψω στο παράδειγμα αυτό, εδράζεται απόλυτα στη σύγκλιση αυτών των δύο ρητορικών. Η ισχύς και η συμπληρωματικότητα των δύο αυτών ρητορικών προκύπτουν από τον τρόπο σκέψης που καλλιεργείται από πολύ νωρίς στο σχολείο. Η μήτρα τους είναι το παιδαγωγικό σύστημα της αποστήθισης και η σαφέστερη έκφρασή τους είναι η σχολική έκθεση.

Καταλήγω σε δύο συμπεράσματα. Το πρώτο είναι πως η αδράνεια, η ακινησία και η δυσκολία μας να αναλύσουμε τα προβλήματα και να σκεφτούμε τρόπους να τα ξεπεράσουμε, είναι φαινόμενα με μεγαλύτερο βάθος από ό,τι αναγνωρίζουμε – χωρίς αυτό να σημαίνει πως κάτω από την πίεση των πραγμάτων ή ορισμένων «φωτισμένων» ανθρώπων δεν επιχειρούνται αλλαγές προς το καλύτερο ή πως πρέπει να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια. Το δεύτερο είναι πως η πιο επιτακτική και σημαντική αλλαγή είναι η μεταμόρφωση της παιδείας. Από αυτή εξαρτώνται σε βάθος χρόνου τα περισσότερα από τα υπόλοιπα.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή