Η τακτική ανήκει στην εργαλειοθήκη των ακροδεξιών κομμάτων: Η «εισβολή» του ξένου λαμβάνει στη συνθηματολογία τους σεξουαλική κυριολεξία. Ο εχθρός –εξωτερικός ή εσωτερικός– παρουσιάζεται ως «μίασμα». Αυτό είναι το καύσιμο του ηθικού πανικού διά του οποίου η Ακροδεξιά επιχειρεί ενίοτε να κινητοποιήσει το ποίμνιό της.
Παράδειγμα, η αμερικανική Ακροδεξιά: Ο αντιελιτισμός της έχει συνυφανθεί με μια διαδικτυακή δοξασία ότι οι Δημοκρατικοί μετέχουν σε μια διεθνή παιδοφιλική μασονία, την οποία πολεμάει ο –κρυφός τιμωρός υπέρ της αγνότητας– Ντόναλντ Τραμπ.
Εδώ, ο αντισυστημισμός έχει άλλη σημαία. Επιστρατεύει όμως τα ίδια όπλα: Ο αντίπαλος δεν είναι κάποιος με τον οποίο διαφωνούμε. Είναι κάποιος που έχει κατώτερη ανθρώπινη ποιότητα. Το αντίπαλο κόμμα είναι μια καμπάλα που «συγκαλύπτει» –όπως λέγεται– όχι απλά πολιτικά σκάνδαλα, αλλά σεξουαλικά εγκλήματα.
Τέτοιες καμπάνιες στο πρόσφατο παρελθόν εξαντλήθηκαν στα όρια του ήδη φανατισμένου ακροατηρίου των κοινωνικών δικτύων, χωρίς να φέρουν πολιτικό αποτέλεσμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι εντελώς χωρίς συνέπειες. Εκτροχιάζουν τη συζήτηση για το έγκλημα σε ανταλλαγή αγανακτήσεων – οι συκοφάντες και οι συκοφαντημένοι· οι σπιλώνοντες και οι σπιλωμένοι.
Ακόμη κι όταν δεν εγκλωβίζεται σε αυτήν την αντιπαράθεση, ο πολιτικός λόγος για το έγκλημα εξαντλείται στην ανακύκλωση του αποτροπιασμού. Ολοι ψάχνουν τον βαρύτερο υπερθετικό για να αναθεματίσουν την πράξη και τους αυτουργούς της, μέσα σε ένα μιντιακό περιβάλλον που κυριαρχείται από τον σκανδαλοθηρικό θρυμματισμό του θέματος: Το γεγονός διαλύεται στις λεπτομέρειές του – στους ψιθύρους, στα μηνύματα και στις απόκρυφες λίστες· στην αγοραία βιογράφηση των θυτών και των θυμάτων από τους βιογράφους των καφενείων· στις σιωπές που σπάνε και στις «ασύλληπτες» εικόνες που δεν πρέπει να δούμε, αλλά τις καταναλώνουμε ως υπαινικτικά αφηγήματα.
Εκείνο που πάντα διαφεύγει από αυτή τη σκυταλοδρομία του «ασύλληπτου» στη συγκλονισμένη κοινότητα είναι το ερώτημα τι μπορεί να γίνει για το επόμενο θύμα. Οι περισσότεροι ζητούν από την πολιτεία ποινική κλιμάκωση – πολλά ισόβια, χημικό ευνουχισμό, καρέκλα ηλεκτρική. Ακόμη όμως κι αν ικανοποιούνταν αυτή η παρόρμηση για εκδικητικό εξιλασμό, η πολιτεία δεν θα ήταν καλύτερα εξοπλισμένη για να εμποδίσει τον επόμενο δράστη. Δεν θα ήταν καλύτερα οργανωμένη για να προστατεύσει το επόμενο παιδί.
Πώς θα ενθαρρυνθεί ένας έμπειρος δάσκαλος που αναγνωρίζει τα ίχνη της κακοποίησης, ή ένας εξασκημένος κοινωνικός λειτουργός, να γλιτώσει ένα παιδί έστω και από μία ώρα βασανισμού; Πού μπορούν τα επόμενα θύματα να βρουν οργανωμένη φροντίδα, ώστε να επουλώσουν το τραύμα τους και να ξαναμπούν στη ζωή;
Ποιος θεσμός ενδιαφέρεται να απαντήσει – να μάθει από τη συμφορά, προτού αναμασήσει το άλλοθι για «υποστελέχωση» και «υποχρηματοδότηση»;
Το κορίτσι αυτό θα ξεχαστεί. Και το επόμενο θα βρει πάλι το ρεζερβουάρ της αγανάκτησής μας γεμάτο.
Παντελήδες
Για να σε ακούσουν, πρέπει να μπορείς να τους ακούσεις. Αυτός είναι ο στοιχειώδης κανόνας της πειθούς. Και σε αυτόν φαίνεται ότι σκαλώνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Οσα διέρρευσαν από την πρόσφατη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας του κόμματος είναι διαφωτιστικά. Η αποδοχή του όρου «κυρ-Παντελήδες» για τη μεσαία τάξη δείχνει πώς ο πυρήνας των παλαιών στελεχών του κόμματος αντιλαμβάνεται αυτούς που υποτίθεται φιλοδοξεί να πείσει. Ανεξαρτήτως του αν ανήκουν στους προεδρικούς ή στην εσωκομματική μειοψηφία, τα στελέχη της Αριστεράς έχουν γαλουχηθεί με περιφρόνηση απέναντι στο στερεότυπο του συντηρητικού «μικροαστού». Ετσι δεν έλεγαν πάντα τη μεσαία τάξη; Σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ, που αγκάλιασε τους δικούς του «μικρομεσαίους» και προσπάθησε να δικαιώσει τις προσδοκίες τους για κοινωνική ανέλιξη, η Αριστερά τούς θεωρούσε λίγο λούμπεν, κοιμισμένους στην κατανάλωση, εύκολη λεία για τα μάγια της ανδρεϊκής διαβουκόλησης. Ακόμη και τώρα, τους ακούς καμιά φορά να λένε ότι το 2019 «μας εκδικήθηκαν οι μεσαίοι». Αυτή την αξιακή δυσαρμονία με την κοινωνική πλειοψηφία αντανακλούν εδώ και έξι χρόνια οι δημοσκοπήσεις.
Τέως
Να είσαι κάτι. Να μην είσαι σπίτι σου. Τέως με τήβεννο. Οχι μόνο με ρόμπα.