Οι επέτειοι πάντα μου γεννούσαν αμηχανία· ίσως επειδή οι επίσημες μνημονικές εκδηλώσεις διαθέτουν μια κομφορμιστική και κατά βάση ρηχή φυσιογνωμία, η οποία επιδιώκει απροσχημάτιστα να περιχαρακώσει και να βάλει τη μνήμη στα καλούπια της κρατικής αφήγησης. Ειδικά οι μνημονικές τελετές του ελληνικού κράτους –που δεν έχουν αποβάλει ακόμη το πνεύμα του γυμνασιάρχη της ελληνικής επαρχίας της δεκαετίας του ’70– ρέπουν υπέρμετρα στην εργαλειοποίηση της Ιστορίας, αγωνιώντας να εντάξουν το παρελθόν στο πλαίσιο μιας αψεγάδιαστης αφήγησης της εθνικής εξέλιξης. Κάπως έτσι, οι μόνες επέτειοι που μπορεί να έχουν ένα ενδιαφέρον είναι εκείνες που δεν προωθούν τον συλλογικό μας ναρκισσισμό και τη μεγαλομανία μας, αλλά επιτρέπουν κάποιον αναστοχασμό, εφόσον δεν προσφύγουμε στο άλλο εύπεπτο σχήμα του αιώνιου θύματος των ξένων.
Δεν το κρύβω. Η επέτειος των 100 χρόνων της Μικρασιατικής Καταστροφής και της προσφυγιάς ασκεί πάνω μου ιδιαίτερη επίδραση. Μου ανακαλεί αφηγήσεις, συναισθήματα και μνήμες ανθρώπων που σημάδεψαν τη ζωή μου, που ακόμη κάποιες νύχτες μπαίνουν στα όνειρά μου σαν να ήρθαν σε δικό τους κήπο, που λέει το τραγούδι. Αυτό το βίωμα της προσφυγιάς, του «δυο φορές ξένου», συνεχίζει να βουρκώνει το είναι μου.
Πώς προχωράμε όμως πέρα από τις επετείους; Ενα τυχαίο γεγονός, λίγες μέρες νωρίτερα, μου άνοιξε τους ορίζοντες. Σε μια από τις πρωινές δρομικές προπονήσεις μου, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης είδα στην προβλήτα ένα επιβατικό πλοίο που δεν το είχα ξαναδεί: το «Σμύρνα ντι Λεβάντε», που στα πλευρά του έγραφε «Θεσσαλονίκη – Σμύρνη, Γραμμή Φιλίας». Ηταν η μέρα εγκαινίων της γραμμής.
Ξαφνικά θυμήθηκα! Οπως πολλές ωραίες πρωτοβουλίες σε αυτή τη χώρα, η ιδέα της δημιουργίας ακτοπλοϊκής γραμμής που θα συνέδεε τις δύο πόλεις και θα εξυπηρετούσε την εμπορική και επιβατική κίνηση είχε ένα παρελθόν προσπαθειών και εμποδίων δύο δεκαετιών, από τις αρχές του 2000. Ο στόχος ήταν απλός και πρακτικός: η μείωση του κόστους μεταφοράς φορτηγών και εμπορευμάτων από την Τουρκία προς τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη και η ενίσχυση του τουρισμού και στις δύο πόλεις.
Παρά τα πολλά εμπόδια, επί δημαρχίας Γιάννη Μπουτάρη οι προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση συνεχίστηκαν εντατικότερα. Ο Μπουτάρης, που θα μείνει στην ιστορία της Θεσσαλονίκης ως ο δήμαρχος που ενσάρκωσε το όραμα μιας εξωστρεφούς, πολύχρωμης και ανοιχτής πόλης, μακριά από τη σκοτεινή και μισαλλόδοξη εσωστρέφεια που καλλιέργησαν διαδοχικά ο μεσοπολεμικός αντισημιτισμός, ο μετεμφυλιακός αντικομμουνισμός και ο πολιτικάντικος και κακομοίρικος εθνικισμός των συλλαλητηρίων του μακεδονικού, αντιλήφθηκε τη σημασία του εγχειρήματος.
Το όραμα ενός Αιγαίου που ενώνει και χτίζει γέφυρες συνεργασίας είναι η μόνη αισιόδοξη προοπτική.
Ακολούθησαν κι άλλες επίμονες προσπάθειες από πολλές πλευρές, για να φτάσουμε στην ευόδωση της προσπάθειας. Η καθαρά ιδιωτική αυτή πρωτοβουλία συνδέει πλέον τη Θεσσαλονίκη με τη Σμύρνη τρεις φορές την εβδομάδα. Πέρα από τη συμβολική της αξία, πρόκειται για μια τολμηρή και αξιέπαινη επένδυση: χρειάστηκαν ένα εκατομμύριο ώρες εργασίας για να ετοιμαστεί το πλοίο, ενώ η γραμμή έχει ήδη δημιουργήσει 150 νέες θέσεις εργασίας. Κι αν τα πράγματα πάνε καλά, σύντομα θα διπλασιαστούν τα δρομολόγια, όπως δηλώνει ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας.
Εκατό χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον εμπρησμό της Σμύρνης, στη Θεσσαλονίκη των προσφύγων μια χαμηλόφωνη επένδυση, ένας «ψίθυρος καρδιάς», όχι μια εθνικιστική κραυγή σαν αυτές που ακούγονται και στις δύο πλευρές του Αιγαίου από επαγγελματίες της εθνικοφροσύνης και φανατικούς, ήρθε να μας υπενθυμίσει πως πάντα υπάρχει ελπίδα και προοπτική όταν οι άνθρωποι συνεργάζονται και δημιουργούν με στόχο το ατομικό και συλλογικό όφελος ταυτόχρονα. Η οικονομία της διμερούς συνεργασίας είναι η απάντηση στο ερώτημα πώς οι χώρες πάνε μπροστά, όχι ο ανταγωνισμός για Ραφάλ και F-16, που στο τέλος θα μας πνίξουν στα χρέη. Το όραμα ενός Αιγαίου που ενώνει και χτίζει γέφυρες συνεργασίας είναι η μόνη αισιόδοξη προοπτική.
Θα πάρω το «Σμύρνα της Λεβάντε», λοιπόν, και θα πάω στη Σμύρνη. Ετσι σκέφτομαι να τιμήσω τη μνήμη των ξεριζωμένων προγόνων μου σε αυτήν την επέτειο. Θα περιπλανηθώ στην πόλη, θα δω παλιούς φίλους, θα κάνω καινούργιους, θα μιλήσω για πολλά, για τον ΠΑΟΚ και τη Φενερμπαχτσέ, θα πιούμε στην υγειά όλων μας. Κι ύστερα, με το ίδιο πλοίο θα επιστρέψω. Θα κατεβώ στην προκυμαία της Σαλονίκης, όχι σαν πρόσφυγας, αλλά σαν Σαλονικιός που επιστρέφει σπίτι. Κι οι παππούδες από κάπου πέρα θα χαρούν κι εκείνοι, πιο πολύ εκείνοι.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.