Στη δημοκρατία υπάρχουν αδιέξοδα. Αλλά δεν είναι όπως τα φανταζόμαστε – καθήλωση και ακινησία. Είναι μάλλον ένας σισύφειος κύκλος. Ενα τέλμα που βράζει. Οπως στη Βρετανία.
Στην πιο παλιά από τις σύγχρονες δημοκρατίες οι δημοκρατικές διέξοδοι δεν οδηγούν πουθενά. Τα μεγάλα και τα μικρά εκλογικά σώματα ψηφίζουν και καταψηφίζουν τον έναν πρωθυπουργό μετά τον άλλον –τον έναν αρχηγό της αντιπολίτευσης μετά τον άλλον– χωρίς η απόφασή τους να μπορεί να μεταβολιστεί σε κάτι περισσότερο από πολιτική αμηχανία.
Η λαϊκή κυριαρχία παράγει πολύ δράμα – και πολλές φιγούρες με ανεπίγνωστη θεατρικότητα για να το υπηρετήσουν. Δεν παράγει όμως πολιτική.
Ο Economist με απαράμιλλο βρετανικό αυτοσαρκασμό ονόμασε αυτή την κατάσταση «Britaly». Οπως και στην Ιταλία, το πολιτικό σύστημα δεν είναι πια ο βραχίονας που λύνει τα προβλήματα. Είναι εκείνος που τα προκαλεί. Δεν είναι τόσο η οικονομία που με τους κλυδωνισμούς της ταράσσει την πολιτική. Είναι η πολιτική που θαλασσώνει την οικονομία.
Ολα αυτά, βέβαια, είναι πολύ γνώριμα στην Ελλάδα από τη μακρά δεκαετία 2009-2019. Αν κοιτάξει κανείς τις δημοσκοπήσεις, χωρίς να γνωρίζει τα εκλογικά συστήματα, θα μπορούσε να πει ότι η Ελλάδα δεν κινδυνεύει να ξαναμπεί σε «βρεταλικό» στρόβιλο. Τα νούμερα δείχνουν στέρεη πλειοψηφία και σταθερότητα, που αντανακλάται και στους δείκτες της οικονομίας. Η πολιτική είναι το σκάφος, όχι η θάλασσα.
Και όμως, εδώ η κερκόπορτα μιας πιθανής υποτροπής είναι οι κανόνες του παιχνιδιού – τα εκλογικά συστήματα: Και εκείνο που ψήφισε η προηγούμενη κυβέρνηση, για να πριονίσει την επόμενη, και η άτεχνη διόρθωση που ψήφισε η Νέα Δημοκρατία. Διαθλασμένη από την πρώτη κάλπη της απλής αναλογικής, η πλειοψηφική εντολή κινδυνεύει να καταλήξει σε μια χωλή αυτοδυναμία – της μιας ή των δύο εδρών. Ηδη κάποιοι με πικρό κλαυσίγελο προσπαθούν να προβλέψουν από ποιες –άγνωστες στο ευρύ κοινό– βουλευτικές ιδιοσυγκρασίες της Ν.Δ. μπορεί να φτάσει να εξαρτάται η διακυβέρνηση. («Τον τάδε τον ξέρεις;», ρωτάνε – για ένα βουλευτή της ενδοχώρας. Αυτός όταν έρχεται να σου ζητήσει ρουσφέτι για την περιφέρειά του, κλαίει. Κανονικά. Με δάκρυα. Φαντάζεσαι να είναι ο 151ος; Δεν θα κλαίει μόνο. Θα δαγκώνει και θα αφρίζει».)
Στην κορυφή της κυβέρνησης, υποδέχονται αυτές τις ανησυχίες με συγκατάβαση. Η θέα από ψηλά τους δείχνει ότι παγιώνεται ο συσχετισμός του ενάμισι κόμματος. Αν η Ν.Δ. πάρει στην πρώτη κάλπη όσο της δίνουν σήμερα οι μετρήσεις, στη δεύτερη, λένε, θα είναι σε ποσοστό υψηλότερο του 2019. Και δεν υπάρχει κανένας αντίπαλος που θα μπορούσε να αμφισβητήσει αυτή την κυριαρχία. Το ματς δεν είναι Μητσοτάκης – Τσίπρας. Είναι Μητσοτάκης – πληθωρισμός. Μητσοτάκης – ντίζελ.
Και αν κρίνει κανείς από την πιο πρόσφατη –και σοβαρότερη– κρίση που πέρασε η κυβέρνηση, το ματς είναι και Μητσοτάκης εναντίον Μητσοτάκη. Εδώ που είμαστε, ο πιο κρίσιμος δείκτης είναι η δική του ικανότητα αυτοδιόρθωσης.
Σαρία
Εντάξει να το λέει ο υπουργός Τουρισμού. Δικαιολογείται να μπερδεύει στα πρωινά παράθυρα τα χύδην εκδικητικά ένστικτα με τη συντεταγμένη δικαιοσύνη. Δικαιολογείται να υποκύπτει στη δημαγωγική ροπή της στιγμής και να ζητάει «διαπομπεύσεις». Ποια δικαιολογία, όμως, μπορεί να βρεθεί για τον υπουργό Εσωτερικών; Δεν ήξερε ο Μάκης Βορίδης ότι, προτείνοντας τον χημικό ευνουχισμό, εισηγείται έναν ακρωτηριασμό που είναι εκτός του δικαιικού μας συστήματος; Δεν ήξερε ότι μια κρατική επέμβαση στο σώμα του ενόχου θα ισοδυναμούσε με εγκατάλειψη του δυτικού νομικού πολιτισμού υπέρ της σαρίας; Θα το ανεχόταν αυτό η ελληνοχριστιανική συνείδηση του ποινικολόγου Βορίδη; Ο υπουργός διόρθωσε σε δεύτερο χρόνο, ως ικανός νομικός, την αρχική του δήλωση. Εννοούσε ευνουχισμό μόνο με τη συναίνεση του εγκληματία. Πριν από τον νομικό, όμως, είχε μιλήσει διά του Βορίδη και ο πολιτευτής, που ξέρει να αφήνει ανοιχτά εκείνα τα ποινικά «ενδεχόμενα» που ακούγονται ωραία στα αυτιά του ποιμνίου του. Ξέρει ότι προεκλογικά ο ποινικός λαϊκισμός μπορεί να τάζει ακόμη κι εκείνα που δεν γίνονται.
Brexit
Βλέπεις τι μπορεί να προκαλέσει ο σεβασμός στην ετυμηγορία των δημοψηφισμάτων και επανεκτιμάς τη σοφία της κωλοτούμπας.