Είναι ακόμη φιλελεύθεροι, κυρία Σίφορντ;

Είναι ακόμη φιλελεύθεροι, κυρία Σίφορντ;

3' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αγαπητή κυρία Σίφορντ, το πρόσφατο άρθρο σας στην «Καθημερινή» («Τελικά ήμουν κι εγώ στη λίστα») με άγγιξε βαθιά. Γενναίο και διαπεραστικό, περιγράφει με σαφήνεια την πορεία των συναισθημάτων και των σκέψεων ενός ανθρώπου που συνειδητοποιεί ότι έχει πέσει θύμα παρακολούθησης. Οπως εύλογα επισημαίνετε, η χρήση λογισμικών σαν το Predator, και η παρακολούθηση δημοσιογράφων και πολιτικών θα πρόσθετα, είναι χαρακτηριστικό απολυταρχικών καθεστώτων. Μπορεί η Ελλάδα να μην είναι Ανατολική Γερμανία, αλλά ορθώς μας υπενθυμίζετε πως ο φόβος, η ανημποριά και η μοναξιά που αισθάνεται κάποιος που βρίσκει τον εαυτό του σε τέτοια θέση θυμίζουν μαρτυρίες πολιτών ολοκληρωτικών καθεστώτων.

Αισθάνθηκα πως «η φωνή» σας με αφορούσε προσωπικά, κι όχι μόνο γιατί αύριο ίσως να είμαι εγώ στη θέση σας, αν δεν είμαι ήδη εδώ που τα λέμε, ποιος ξέρει. Αλλά και γιατί ως φιλελεύθερος ανέμενα, όπως κι εσείς, ότι οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι θα έβγαιναν «από τη φοβική σκιά του 2015» και θα έλεγαν τα πράγματα με το όνομά τους, πως δηλαδή η υπόθεση των υποκλοπών συνιστά μια κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και των όρων της ίδιας της δημοκρατίας.

Συμμεριζόμαστε τις ίδιες αγωνίες λοιπόν. Βεβαίως εγώ δεν ανήκω στους φίλους της κυβέρνησης και δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να κατανοήσω πώς σκέφτονται οι φιλελεύθεροι φίλοι της. Αναρωτιέμαι, εντούτοις, πώς μπορεί μια κυβέρνηση που εμπλέκεται σε τέτοιο σκάνδαλο να διαθέτει ακόμη φιλελεύθερους φίλους. Ομως πρόκειται ασφαλώς για μια υποκειμενική θεώρηση και με κανέναν τρόπο δεν σκοπεύω να θίξω τις πολιτικές σας προτιμήσεις ή άλλων συμπολιτών μας. Εξάλλου, το ζήτημα δεν είναι αυτό. Αντιλαμβάνομαι τον θυμό σας. Πράγματι δεν νοούνται αυτά τα πράγματα σε μια δυτική δημοκρατία. Γιατί σε μια τέτοια όχι μόνο θα είχε προχωρήσει ταχύτερα η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης για να μη διαιωνίζονται τοξικές σκιές, αλλά και ο πρωθυπουργός θα είχε αναλάβει τις ευθύνες του έμπρακτα, όχι με λόγια.

Ποια, άραγε, κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε δυτική δημοκρατία θα συνέχιζε να στηρίζει έναν πρωθυπουργό πάνω από τον οποίο επικρέμαται η κατηγορία για βαριά προσβολή του Συντάγματος; Και ποια Κοινοβούλια θα μπορούσαν να θεωρούν φυσιολογικό ένας πρωθυπουργός να υπερασπίζεται τη θέση του, όπως θα το έκανε ένας κατηγορούμενος για φυσική αυτουργία σε αδικήματα («δεν γνώριζα», «δεν είχα άλλη δουλειά να κάνω από το να παρακολουθώ τους υπουργούς μου;»), χωρίς να αντιλαμβάνεται πως στις φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν είναι απαραίτητο ένας πρωθυπουργός να έχει διαπράξει αδικήματα ο ίδιος προσωπικά –αλίμονο, θα ήταν εξωφρενικό αν είχαμε τέτοιας ποιότητας ανθρώπους για πρωθυπουργούς– για να παραιτηθεί. Στις δημοκρατίες ένας πρωθυπουργός παραιτείται και για ενέργειες, παραλείψεις και λανθασμένες επιλογές προσώπων που, ακόμη και άθελά του ή εν αγνοία του, παραβίασαν σοβαρά το Σύνταγμα, έβλαψαν τους δημοκρατικούς θεσμούς και εξέθεσαν τη χώρα διεθνώς.

Καμία εξουσία δεν δείχνει αυτοπεριορισμό αν η κοινωνία πολιτών –και ιδιαίτερα όσοι ανάμεσά της διαθέτουν «φωνή»– δεν είναι έτοιμη να ορθώσει το ανάστημά της όταν χρειαστεί.

Και βεβαίως σίγουρα συμφωνείτε πως οι εκλογές δεν απαλλάσσουν αυτόματα κανέναν ηγέτη από τις ευθύνες του. Αν ίσχυε το αντίθετο δεν θα ζούσαμε σε φιλελεύθερη δημοκρατία, αλλά σε βοναπαρτικής κοπής ανελεύθερο καθεστώς, όπου όλες οι παρεκτροπές θα μπορούσαν να παραγραφούν από μια εκλογική νίκη. Ολοι γνωρίζουν πως μερικούς μήνες μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου του Γουοτεργκέιτ, ο Νίξον κέρδισε τις προεδρικές εκλογές με συντριπτική πλειοψηφία, μία από τις μεγαλύτερες που έχει πετύχει ποτέ Αμερικανός πρόεδρος (60,7%, 520/538 εκλέκτορες, 49/50 πολιτείες). Κι όμως παραιτήθηκε ενάμιση χρόνο μετά την έναρξη της δεύτερης θητείας του κάτω από το βάρος των αποκαλύψεων.

Πριν από μερικά χρόνια, μια κοινωνιολογική έρευνα διερεύνησε συγκριτικά τις αντιλήψεις και τις αξίες των κατοίκων σε δύο πόλεις, στη Νέα Υόρκη και τη Μόσχα. Το αξιοσημείωτο συμπέρασμα ήταν ότι αυτές δεν διέφεραν ιδιαίτερα. Ηθελαν όλοι λίγο – πολύ μια ελεύθερη και καλή ζωή. Η βασική τους διαφορά βρισκόταν αλλού: τι ήταν διατεθειμένοι να ρισκάρουν προκειμένου να υπερασπιστούν την ελευθερία τους αν αυτή κινδύνευε. Οι Μοσχοβίτες, τίποτε!

Αγαπητή κυρία Σίφορντ, μοιράζομαι, νομίζω, μαζί σας την πεποίθηση πως καμία εξουσία δεν δείχνει αυτοπεριορισμό αν η κοινωνία πολιτών –και ιδιαίτερα όσοι ανάμεσά της διαθέτουν «φωνή»– δεν είναι έτοιμη να ορθώσει το ανάστημά της όταν χρειαστεί. Και από αυτή την άποψη το άρθρο σας όχι μόνο ορθώνει ένα φραγμό στις επιθυμίες της αχαλίνωτης εξουσίας, αλλά συνιστά και μια έκκληση αγωνίας για όσους δηλώνουν φιλελεύθεροι. Είναι ακόμη άραγε;

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή