Η σοσιαλιστική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού

Η σοσιαλιστική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού

3' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι εξοικειωμένοι με την κοινωνιολογική θεωρία σίγουρα αντιλήφθηκαν πως ο τίτλος παραπέμπει στο βιβλίο του σπουδαίου κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ «Προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού», που συνιστά ένα από τα επιδραστικότερα βιβλία παγκοσμίως. Βεβαίως ο Βέμπερ δεν αναφερόταν σε φαινόμενα διαφθοράς, ούτε στην επιδίωξη της πολυτελούς ζωής, που στις μέρες μας ευδοκιμεί. Αντιθέτως, ο Γερμανός κοινωνιολόγος υποστήριξε ότι ο πρώιμος κεντροευρωπαϊκός καπιταλισμός υπήρξε τέκνο του ασκητικού πνεύματος της προτεσταντικής εκδοχής του χριστιανισμού. Αξίες όπως η σκληρή δουλειά και ο λιτός βίος, συνυφασμένες με μια συγκεκριμένη αντίληψη για την αφοσίωση στον Θεό, βρίσκονταν στις ρίζες του καπιταλισμού.

Αν και τα πορίσματα του Βέμπερ αμφισβητήθηκαν, αυτό που δεν σηκώνει αμφιβολία είναι πως η σοσιαλιστική ηθική στα τέλη τουλάχιστον του 19ου αιώνα δεν είχε σχέση με φαινόμενα απληστίας που παρατηρούμε στις μέρες μας. Ασκώντας κριτική στον καπιταλισμό, οι σοσιαλιστές δεν κατέκριναν απλώς έναν τρόπο παραγωγής, αλλά πρόβαλλαν και μια ηθική. Πολεμώντας την ανισότητα, οι σοσιαλιστές δεν επιδίωκαν να ζουν οι άνθρωποι ως «μπουρζουάδες», πόσο μάλλον οι ίδιοι.

Τα χρόνια πέρασαν, οι δημοκρατίες βάθυναν κι ο καπιταλισμός συμβιβάστηκε, έστω κι ανόρεχτα, με πολιτικές περιορισμού της αδικίας. Απολαμβάνοντας τις επιτυχίες τους, σταδιακά, οι σοσιαλιστές μεταμορφώθηκαν από επαναστάτες σε μεταρρυθμιστές και στη συνέχεια σε ανέμπνευστοι, ρητοί και βαρετοί διαχειριστές δημόσιων υποθέσεων. Η φλόγα μέσα τους έσβησε. Οι εκπρόσωποί τους εξελίχθηκαν σε επαγγελματίες της πολιτικής, γραβατοφορεμένες ελίτ χωρίς διάθεση επιστροφής στα εργοστάσια ή στις σχολικές αίθουσες που οι πρόγονοί τους συνήθως είχαν εγκαταλείψει για χάρη της πολιτικής. Στο τέλος, μερικοί, σαν τον Γερμανό καγκελάριο Σρέντερ, κατέληξαν λομπίστες στην ποδιά κάποιων άθλιων ισχυρών, ενώ τα σοσιαλιστικά κόμματα διαβρώθηκαν από τον «σιδηρούν νόμο της ολιγαρχίας», δηλαδή από την τάση να μετατρέπονται οι δημοκρατικές πολιτικές οργανώσεις σε κλειστά κλαμπ επαγγελματιών της πολιτικής, σε ολιγαρχίες, όπως προειδοποιούσε ένας άλλος κοινωνιολόγος, ο Ρόμπερτ Μίτσελς.

Ο σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας έφερε και συνήθειες ολιγαρχίας. Κάπως έτσι αναδείχθηκαν πολιτικές ελίτ εθισμένες σε τρόπους ζωής που θυμίζουν κακομαθημένους πλούσιους ή δημοφιλείς καλεσμένους πρωινών τηλεοπτικών εκπομπών. Για τους σοσιαλιστές η πολιτική δεν μετατράπηκε απλώς από αποστολή σε επάγγελμα, αλλά για μερικούς εξ αυτών εξελίχθηκε σε επικερδή επιχείρηση. Από τη δεκαετία του 1980 ιδιαίτερα, οι σοσιαλιστές (κυρίως στον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά όχι μόνο) βρέθηκαν στο επίκεντρο υποθέσεων που διαμόρφωσαν σε πολλούς πολίτες την πεποίθηση πως οι άλλοτε επαναστάτες συνιστούν ένα τοξικό προϊόν συνυφασμένο με τη διαφθορά, την επιπόλαιη και σπάταλη ζωή. Ιδιαίτερα στην Ιταλία και στη Γαλλία (αλλά και στην Ελλάδα) τα σκάνδαλα βρίσκονται στη βάση της δραματικής συρρίκνωσης ή και εξαΰλωσης των εγχώριων σοσιαλιστικών κομμάτων.

Εντέλει, οι σοσιαλιστές άρχισαν να διαφέρουν όλο και λιγότερο από τους δεξιούς συναδέλφους τους, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν αντικαταστήσει την προτεσταντική ηθική με το πνεύμα της κοσμικής νωθρότητας, έχοντας κατά νου περισσότερο πού θα πάνε διακοπές και πώς θα εξασφαλίσουν δημοσιότητα παρά να βρουν μια κανονική δουλειά πέραν της πολιτικής. Στην πράξη, αρκετοί (για να μην πω πολλοί) πολιτικοί στις μέρες μας, δεξιοί ή σοσιαλιστές μικρή σημασία έχει, διαπνέονται από την ίδια επιθυμία: να διασφαλίσουν ισόβια παρουσία στα κοινοβουλευτικά έδρανα και υπουργικά γραφεία, να ευημερούν χωρίς να κοπιάζουν, αξιοποιώντας προσωπικά δίκτυα και το προνόμιο που διαθέτουν να αποφασίζουν για τις ζωές των άλλων.

Τις τελευταίες δεκαετίες η πολιτική έχει σε μεγάλο βαθμό αλλάξει. Οι κυβερνήσεις διανέμουν τόνους χρημάτων δεξιά κι αριστερά και διαπλέκονται με επιχειρηματικά συμφέροντα κάθε είδους. Ολοένα και περισσότερο οι αντιπρόσωποί μας θυμίζουν τροχονόμους που ρυθμίζουν την κυκλοφορία σε κόμβους έχοντας το προνόμιο να αποφασίζουν ποιοι έχουν προτεραιότητα, ποιοι δρόμοι θα είναι ανοιχτοί και ποιοι κλειστοί. Κάπως έτσι, ομάδες συμφερόντων πάνε κι έρχονται ανεξέλεγκτα στα υπουργεία και στα κοινοβούλια. Η αρρύθμιστη παγκοσμιοποίηση λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής άνομων σχέσεων. Κι επιπλέον, οι εκλογικές δαπάνες και η δίψα για δημοσιότητα έχουν εκτινάξει το κόστος της πολιτικής, ενώ τα πολιτικά κόμματα έχουν απολέσει πολλές από τις κινητοποιητικές και διαπαιδαγωγικές λειτουργίες τους, συνιστώντας πλέον μόνο εκλογικές μηχανές, ακόρεστες για βενζίνη, δηλαδή χρήματα.

Οποιος πιστεύει πως το πρόβλημα περιορίζεται σε μερικούς σοσιαλιστές βουλευτές ή ευρωβουλευτές είναι γελασμένος. Η σήψη έχει προχωρήσει και διαβρώσει τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας πέρα ώς πέρα.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή