Τα δύο αποσπάσματα που παραθέτουμε δεν έχουν τίποτα εορταστικό. Το πρώτο, χρονολογείται το 1926, είναι καταγραφή της συνθήκης σε προσφυγικό οικισμό· το δεύτερο, είναι βίωμα/μνήμη της Δόμνας Σαμίου από την Καισαριανή, όταν ήταν ένα «μικρό μικρό παιδάκι».
«Αυτοί οι ξεριζωμένοι ξαναφτιάχνουν ένα σπιτικό, για να μαζεύονται εκεί το βράδυ ή να αναπαύονται στις αργίες. Συχνά αυτό το σπιτικό καταλαμβάνει μόνο ένα χώρο δέκα τετραγωνικών μέτρων ανάμεσα σε πολλών δεκάδων άλλων οικογενειών το σπιτικό (…) Σ’ ένα ράφι υπάρχουν εικόνες και λίγο πολύ παντού στους τοίχους, επάνω στο τραπέζι οι μικροί, ευτελείς και πολύτιμοι θησαυροί που τοποθετήθηκαν με αγάπη. Κομμάτια δαντέλας, τμήματα από παλιές ενδυμασίες, (…) τα στέφανα του γάμου μες στην τζαμένια θήκη, ή κάτι πιο χαρακτηριστικό από τον τόπο προέλευσης: χάλκινα, για παράδειγμα, σε αρχαία σχήματα από τον Πόντο, υφάσματα “Λαχώρη” από την κεντρική Ανατολή, κάτι παλιά μεταξωτά της Προύσας. Κι όλα αυτά τα μικρά, τιποτένια πράγματα, σωσμένα με χίλιες δυσκολίες, μοιάζουν με ιερά λείψανα κι όλα αυτά τα σπιτικά, όσο φτωχά κι αν είναι, αποπνέουν την πολυτέλεια ενός στεγανού καταφύγιου μετά τη θύελλα». (Κοινωνία των Εθνών, Γενεύη 1926)
Μέσα στις παράγκες των ξεριζωμένων νοικοκυραίων, γεννήθηκε δύναμη για επιβίωση και επιθυμία για δημιουργία.
«Το χειμώνα η παράγκα έτρεχε γιατί εμείς ήμασταν στην πιο χαμηλή στάθμη. Υπήρχαν άλλες παράγκες που ήτανε απέναντί μας και επειδή αυτοί οι άνθρωποι είχαν κάποια καλύτερη οικονομική άνεση από μας, έβαλαν κεραμίδια για να αποφύγουν το νερό που έμπαινε. Ενώ σε μας τους υπόλοιπους κάθε φθινόπωρο μας έδινε η δημαρχία από ένα τόπι πισσόχαρτο, ανέβαιναν οι νοικοκυραίοι και άπλωναν αυτό το πισσόχαρτο, έβαζαν πήχες και το κάρφωναν, αλλά με πολύ δυνατό αέρα σκιζόταν το πισσόχαρτο και η βροχή έμπαινε μέσα». (Δόμνα Σαμίου)
Και οι δύο μαρτυρίες περιλαμβάνονται στον κατάλογο της έκθεσης «Μικρά Ασία. Λάμψη· Καταστροφή· Ξεριζωμός· Δημιουργία», που παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη, σε επιμέλεια της Εβίτας Αράπογλου.
Μιας και οι ημέρες καλούν σε οικογενειακές συνάξεις, όπως τις εννοεί ο καθένας μας, γεμίζουν με αναμνήσεις και αφηγήσεις, προκαλούν μεικτά συναισθήματα, ας γυρίσουμε πίσω στην επέτειο που σφράγισε το 2022: 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Oχι για να προσθέσουμε οτιδήποτε στο πλήθος των αναφορών και των εκδόσεων από αρμόδιους, επιστήμονες και συγγραφείς αλλά για να κάνουμε μια μικρή άσκηση φαντασίας. Μια ανασύσταση των άθλιων συνθηκών «στέγασης» (κατ’ ευφημισμό) του προσφυγικού πληθυσμού. Αυτοσχέδια καταλύματα που φτιάχνουν οι πρόσφυγες με όποια υλικά βρίσκουν διαθέσιμα. Πώς πέρασαν τα πρώτα τους Χριστούγεννα ως ξεριζωμένοι; Πώς γιόρτασαν μέσα στις παράγκες; Τα κάλαντα, οι μουσικές και οι συνταγές, οι ήχοι και οι γεύσεις των Μικρασιατών, έχουν σε αφθονία αναπαραχθεί και διαδοθεί. Αν αφαιρέσουμε από τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά την τελετουργία των τραπεζιών, τις μυρωδιές, τα έθιμα και τις παραδόσεις, αν κλείσουμε τα μάτια στις στερεοτυπικές εικόνες της θαλπωρής, των φώτων, του στολισμένου δέντρου και σκεφτούμε μια παράγκα κρύα που στάζει, τότε πώς ορίζεται η Γιορτή; Οι εκατοντάδες ιστορίες που κυκλοφορούν, γραπτά και προφορικά, εδώ και έναν αιώνα, διεκδικώντας την αυθεντικότητα του βιώματος, βοηθούν να φανταστούμε, έστω κι αν αυθαιρετήσουμε. Oμως δεν φτάνει αυτό· δεν αρκεί να σταθούμε για λίγο, να αναλογιστούμε το κόστος του πολέμου στις ζωές των ανθρώπων και να γυρίσουμε σελίδα. Αν κάτι ήρθε στην επιφάνεια με την επέτειο και την έκθεση, αιφνιδιάζοντας με την έκτασή του ακόμη και τους πιο μυημένους, είναι ότι, περίπου, τέσσερις στους πέντε Eλληνες έχουν μια, έστω και μακρινή, σχέση με τη Μικρά Ασία. Μέσα στις παράγκες των ξεριζωμένων νοικοκυραίων, είτε τραγουδήθηκαν είτε όχι τα κάλαντα, είτε βρέθηκαν υλικά για να μαγειρευτεί υποτυπωδώς κάτι, ελάχιστο έστω, που θύμιζε την πατρίδα είτε όχι, γεννήθηκε δύναμη για επιβίωση και καρτερία και επιθυμία για δημιουργία. Κι αυτά είναι τα συστατικά της αληθινής Γιορτής. Αυτά την χαρακτηρίζουν και την καθορίζουν. Εξουθενωτικά, απαιτητικά αλλά και ασυγκράτητα μεταδοτικά. Oπως η ίδια η ζωή.