Η γαλλική ασθένεια

3' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Γαλλία βιώνει μια νέα κρίση εξεγερσιακού τύπου, με πρωταγωνιστές τους περιθωριοποιημένους νέους των υποβαθμισμένων συνοικιών που περιτριγυρίζουν τις μεγάλες της πόλεις. Αφορμή, ο φόνος ενός νεαρού αραβικής καταγωγής από αστυνομικό και αποτέλεσμα εκτεταμένοι εμπρησμοί και λεηλασίες. Οι λεηλασίες αφορούν καταναλωτικά προϊόντα, ελκυστικά στους διαμαρτυρόμενους νέους (ιδίως αθλητικά παπούτσια και ηλεκτρονικά), ενώ στόχος των εμπρησμών υπήρξαν κρατικές υποδομές που εξυπηρετούν και βελτιώνουν την καθημερινότητα των συνοικιών αυτών, όπως σχολεία και βιβλιοθήκες. Είναι ένας συνδυασμός που αναδεικνύει την ιδιότυπη βαρβαρότητα των πράξεων αυτών, αλλά και την αδυναμία να ξεφύγουν από την τυφλή διαμαρτυρία. Οπως και στις ΗΠΑ με τις ταραχές του 2020, έτσι και στη Γαλλία το φαινόμενο αφορά πληθυσμιακές ομάδες όπου η οικονομική τελμάτωση συνοδεύεται από φυλετικά χαρακτηριστικά με πολιτισμικές διακλαδώσεις, επαναλαμβάνεται με τακτικότητα, συνοδεύεται από διαγνώσεις περί φτώχειας, περιθωριοποίησης και (πιο πρόσφατα) «συστημικού ρατσισμού», και οδηγεί σε πολιτικές δημόσιων επενδύσεων και νομοθετικά μέτρα με ισχνά αποτελέσματα.

Εκεί όμως όπου η Γαλλία ξεχωρίζει είναι πως η συγκρουσιακή έκφραση της πολιτικής δυσαρέσκειας έχει ευρύτερες διαστάσεις. Ξεκινώντας από τη μετάβαση από την Τέταρτη στην Πέμπτη Δημοκρατία με επικίνδυνες εξωθεσμικές διαδικασίες τo 1958, περνώντας από τη μεγάλη κρίση του Μάη 1968, τις σποραδικές ταραχές των δεκαετιών ’80 και ’90, τα μεγάλα επεισόδια του 2005 και φθάνοντας στα «Κίτρινα Γιλέκα» το 2018 και στις ταραχές για το συνταξιοδοτικό σύστημα πριν από λίγο καιρό, η πολιτική αυτή συμπεριφορά φαίνεται να έχει εγχαραχθεί βαθιά στη ψυχή των Γάλλων: είτε μιλάμε για τους νεαρούς των περιφερειακών συνοικιών με την παραβατική συμπεριφορά, είτε για τους μικροαστούς της γαλλικής επαρχίας που αισθάνονται τον κόσμο να αλλάζει γύρω τους, είτε για τα παιδιά της μπουρζουαζίας του Παρισιού που απλά βαριούνται, η ροπή προς τη συγκρουσιακή πολιτική δεν είναι άσχετη ούτε με τη μύχια επιθυμία μιας τελετουργικής αναβίωσης της Γαλλικής Επανάστασης ούτε με την έντονη τάση προς την ακατάσχετη μεμψιμοιρία, μια τάση μάλιστα εντελώς ασύμβατη με την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει το γαλλικό κράτος στους πολίτες του (χαριτωμένη αλλά ενδεικτική πτυχή της οποίας είναι και η εκτεταμένη πολιτική επιδοτήσεων του κοινωνικού ιαματικού τουρισμού που περιγράφεται πολύ όμορφα στο αμερικανικό περιοδικό New Yorker της 23.5.2022).

Αν συγκρίνει κανείς την Ελλάδα και τη Γαλλία στην παρούσα πολιτική συγκυρία, θα καταλήξει στο συμπέρασμα πως η δεύτερη βρίσκεται σήμερα εκεί όπου εμείς βρισκόμασταν πριν από μια ολόκληρη δεκαπενταετία.

Η έκφραση της πολιτικής αυτής κουλτούρας εκφράζεται με πολλές και διαφορετικές μορφές: με τη μορφή ενός υπέρμετρου αριστερού ριζοσπαστισμού, όπως στο συγγραφικό έργο του Εντουάρντ Λουί ή στον πολιτικό λόγο του Ζαν-Λικ Μελανσόν, με την αισθητικοποίηση και εξύμνηση της πεζοδρομιακής βίας, όπως στις ταινίες του Ματιέ Κασοβίτς ή του Ρομέν Γαβράς, ή με έναν ακραίο μιζεραμπιλισμό και μια σκοτεινή απαισιοδοξία με πιο χαρακτηριστική έκφραση το λογοτεχνικό έργο του σπουδαίου Μισέλ Ουελμπέκ. Με άλλα λόγια, η Γαλλία φαίνεται να έχει αναπτύξει μια κουλτούρα που αποτυπώνει αλλά, κυρίως, προωθεί και ενισχύει την πολιτική και κοινωνική αποσύνθεση μιας κοινωνίας, που παρά τα προβλήματά της έχει να επιδείξει σπουδαία επιτεύγματα σε σχέση με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες. Η ερμηνεία της μεγάλης αυτής αντίφασης είναι πολυσύνθετη και ξεφεύγει από τα όρια αυτού του κειμένου. Ενα στοιχείο, ωστόσο, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η μετάγγιση της κουλτούρας αυτής στη χώρα μας, μια ιστορική διαδικασία με πρωταγωνιστές τους Ελληνες διανοούμενους που σπούδασαν και κοινωνικοποιήθηκαν στη Γαλλία. Η κουλτούρα αυτή, που δεν είναι καθόλου άσχετη με τη δική μας ροπή προς την πεζοδρομιακή βία, κορυφώθηκε τον Δεκέμβριο του 2008 και τον Μάιο του 2010, αλλά δείχνει να έχει πλέον ξεπεραστεί. Και πραγματικά, εάν συγκρίνει κανείς την Ελλάδα και τη Γαλλία στην παρούσα πολιτική συγκυρία, θα καταλήξει στο συμπέρασμα πως η δεύτερη βρίσκεται σήμερα εκεί όπου εμείς βρισκόμασταν πριν από μια ολόκληρη δεκαπενταετία.

O κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή