Ισως επειδή απουσίαζα για καιρό, μου μοιάζει η πόλη αλλαγμένη. Εχει ήλιο και πρωτόγνωρη ζέστη για πολλές ημέρες. Ωστόσο, οι υψηλές θερμοκρασίες δεν μοιάζουν να επηρεάζουν θετικά τη διάθεση των κατοίκων. Οι κάτοικοι μοιάζουν προβληματισμένοι, πιο νευρικοί, λιγότερο οριοθετημένοι. Ισως είναι η ιδέα μου. «Πρέπει να φύγεις λίγο από την πόλη, αυτό είναι το πρόβλημα. Ελα να γνωρίσεις την εξοχή, θα σου κάνει καλό», μου είπε ο άνδρας μου. Είναι Παρασκευή, αφήνω το Λονδίνο, ηλιόλουστο στα καλύτερά του, για να ακολουθήσω την προτροπή του. Θα πάω να τον συναντήσω στην αγγλική εξοχή.
Πακετάρω τα αναπόσπαστα χρειώδη –γαλότσες και αδιάβροχα– και διασχίζω τον κεντρικό δρόμο κουβαλώντας τα σε ένα μικρό σάκο. Μπαίνω στο βιβλιοπωλείο, ο τίτλος που ψάχνω δεν υπάρχει στις προθήκες. Αναζητώ με τα μάτια κάποιον υπάλληλο, αλλά δεν υπάρχει κανείς για να απευθυνθώ. Είναι ένα μεγάλο κατάστημα με ελάχιστους –τρεις– υπαλλήλους οι οποίοι είναι απασχολημένοι να εξυπηρετούν πελάτες στα ταμεία. Τα καταστήματα έχουν πελάτες, που αναζητούν στα ράφια μόνοι τους, και εκείνοι ψάχνουν προσωπικό. Μπαίνει κάποιος γυμνασμένος με αμφίεση ποδηλάτη μαζί με το αξεσουάρ του. Είναι μια μονάδα. Τοποθετούνται δίπλα και πάνω στο κεντρικό τραπέζι που χρησιμεύει για παρουσίαση των νέων εκδόσεων. Ενας κύριος τον ρωτάει αν θα μπορούσε να μετακινηθεί για να δει τους τίτλους. Εκείνος του λέει «εγώ και το ποδήλατό μου δεν σκοπεύουμε να μετακινηθούμε». Ο κύριος εκνευρίζεται, αντιλαμβάνομαι ποιες λέξεις έχουν δυναμιτίσει τον θυμό του: «Εγώ και το ποδήλατό μου». Ξεχνώ το βιβλίο που θέλω να αγοράσω, με έχει συνεπάρει το πρωτόγνωρο θέαμα: καβγάς στην Αγγλία.
Ανανεωμένη αποχωρώ, είναι μια ανακούφιση, νεύρα να ξεσπούν όταν δεν με επηρεάζουν. Ελάχιστα βήματα αργότερα ακούω: «Περπάτα λίγο πιο γρήγορα, γλυκιά μου», γυρνάω και είναι ένας τύπος με πατίνια. «Είναι πεζοδρόμιο!», απαντώ και διακρίνω ότι ενόσω απομακρύνεται σβέλτα πάνω στις ρόδες του χαμογελάει. Χαμογελάει; «Εχω μόλις κάνει εγχείρηση στην πλάτη!», φωνάζω δυνατά για να τον φορτώσω με τύψεις, γεμίζοντας την πόλη με λίγη μεσογειακή ένταση.
Αλλά η πόλη δεν με χρειάζεται, έχει αποκτήσει, από τις αρχές του μήνα, ένα δυναμικό, μεσογειακό ταμπεραμέντο χάρη στα μέτρα εναντίον των οχημάτων που επέβαλε ο δήμαρχος. Ο Σαντίκ Καν επιθυμεί μια φιλικότερη στα πνευμόνια πόλη και καθαρίζει τον αέρα της. Σκοπός του είναι να αποσύρει τα παλαιότερα αυτοκίνητα απαγορεύοντας την είσοδο στην πόλη αν δεν τηρούν τις προδιαγραφές χαμηλών εκπομπών ρύπων. Ημερησίως γύρω στους 700.000 οδηγούς καταβάλλουν 12,50 λίρες για να κινούνται σε δρόμους όπου όλο και περισσότερες γειτονιές (σχεδόν όλες) έχουν υιοθετήσει όριο ταχύτητας τα 20 χλμ./ώρα. Οι περιβαλλοντικές ανησυχίες, οι πράσινες παραινέσεις του δημάρχου έχουν ως αποτέλεσμα ένα άλλο οικείο αθηναϊκό θέαμα: θυμωμένους οδηγούς, βανδαλισμένες ταμπέλες, σπασμένες κυκλοφοριακές κάμερες.
Παραλαμβάνω το τσάιλντ από το σχολείο, επιβιβαζόμαστε στο tube, να το ευχαριστηθούμε μέχρι τον ερχόμενο μήνα που ξεκινούν οι απεργίες λόγω ελλείψεων προσωπικού, με προορισμό τον σταθμό Paddington. Στο βαγόνι ένας εικοσάχρονος βλέπει βίντεο στο κινητό του, δεν φοράει ακουστικά, ο ήχος είναι δυνατός. Η ηλικιωμένη κυρία ρολάρει τα μάτια επιδεικνύοντας τη χαρακτηριστική, άηχη αγγλική αποδοκιμασία. Ο εικοσάχρονος γυρνάει και της λέει «δεν υπάρχουν ήσυχα βαγόνια στην εποχή μας».
Προσπαθώ να «κοιτάω τη δουλειά μου», είναι νεοαποκτηθείσα γνώση, το έχω μάθει στην Αγγλία. Είναι μια φόρμουλα «αρνητικής ευγένειας» που λειτουργεί. Πρόκειται για έναν συγκρατημένο, ευπρεπή τρόπο για να δείχνεις ότι νοιάζεσαι, αγνοώντας ό,τι συμβαίνει, μη παρεμβαίνοντας. Συγκεντρώνομαι στην εφημερίδα μου και διαβάζω ένα άρθρο για τις αξίες που κρίνουν οι Βρετανοί γονείς σημαντικές να διδάξουν στα παιδιά τους – η «ευγένεια» παραμένει διαχρονικά ψηλά στις προτιμήσεις (85%), η «ανιδιοτέλεια» στο 43% και η «υπακοή» από το 43% το 1990 έφθασε σήμερα στο 12%. Ενδιαφέρον, σκέφτομαι.
Το Λονδίνο έχει αποκτήσει, από τις αρχές του μήνα, ένα δυναμικό, μεσογειακό ταμπεραμέντο χάρη στα μέτρα εναντίον των οχημάτων που επέβαλε ο δήμαρχος.
Φθάνουμε στον σταθμό, είναι τόπος διέλευσης και παροδικότητας. Ενα ολόκληρο αστικό τοπίο σε μικρογραφία. Εχω τα εισιτήρια, γνωρίζω πού πάμε, στο Ντέβον, και τη στάση που θα αποβιβαστούμε, Τρίβερτον. Αγνοώ τον τελικό προορισμό, άρα δεν ξέρω σε ποια αποβάθρα να κατευθυνθούμε. Πάω στις πληροφορίες, δεν υπάρχει κανείς στο κουβούκλιο. Δεν υπάρχουν πλέον «πληροφορίες», μου λένε, «κοίτα το ονλάιν». Πενζάνς είναι το όνομα της πόλης που κατευθύνεται η αμαξοστοιχία και μου ακούγεται πολύ εξωτικό. «Εμένα μου ακούγεται σαν όνομα Γάλλου ποδοσφαιριστή», μου λέει ο Ντίνος, προσπαθώ να βρω κάπου να το σημειώσω. «Κάθε φορά που θα με αναφέρεις στα άρθρα σου θα με πληρώνεις», μου λέει κατηγορηματικά. «Φρόντισε τότε να λες ενδιαφέροντα πράγματα», απαντάω και επιβιβαζόμαστε στον συρμό, συνεχίζοντας μια διαπραγμάτευση όπου χάνω το προβάδισμα και ευτυχώς διακόπτεται γιατί καθόμαστε σε άλλες σειρές.
Βάζω τα ακουστικά, απλώνομαι και ανοίγω τα μάτια μετά από ώρα. Ο κύριος που κάθεται δίπλα μου αρπάζει την ευκαιρία και μου λέει «ζητώ συγγνώμη που ενοχλώ, ειλικρινά, μήπως θα μπορούσατε να βγάλετε το πόδι σας…; Τόση ώρα, ξέρετε, με πατάτε, απολογούμαι και πάλι για την ενόχληση». Ενα κύμα ευφορίας με κατακλύζει, η αγγλική ευγένεια όπως την ξέρουμε. Πρόκειται για μια μορφή υποκρισίας, λένε οι κοινωνιολόγοι, εμπεριέχει εκ των πραγμάτων προσποίηση. Τι σημασία έχει; Αφού κάνει τη δουλειά της, κάνει την επικοινωνία εφικτή, προεικάζει την επιθετικότητα και με αυτοματισμό την αφοπλίζει. Συνεχίζει «μήπως θα θέλατε να αλλάξουμε θέσεις με τον γιο σας;». «Οχι, ευχαριστώ».
Φθάσαμε στο Ντέβον. Ο μικρός, επαρχιακός σταθμός έχει ένα μεγάλο ρολόι, έναν κοινόχρηστο, καθαρό χώρο όπου ένας χαμογελαστός υπάλληλος κόβει εισιτήρια και ένας άλλος εύθυμος πουλάει εφημερίδες και καφέδες. Και οι δύο μοιάζουν να γνωρίζουν με τα μικρά ονόματά τους τούς ντόπιους που παίρνουν το τρένο με κατεύθυνση το Λονδίνο. Τους εύχονται καλό ταξίδι σαν να πηγαίνουν σε άλλη χώρα. Με μια έννοια αληθεύει.
Ο άνδρας μου μας περιμένει. Βρέχει καταρρακτωδώς. Συναντούμε ελάχιστα αυτοκίνητα. Προσπερνούμε λόφους, ποτάμια, απέραντες, πράσινες εκτάσεις. Υπέροχη αγγλική εξοχή: νωπή, ομιχλώδης, νυσταλέα. Τόσες αποχρώσεις του πράσινου και τόσες σταγόνες που μας βυθίζουν στη σιωπή. «Πότε θα επιστρέψουμε;», ρωτάω ανυπόμονη για τον απλούστερο λόγο. Η πόλη στα μάτια μου είναι ομορφότερη από την υπόλοιπη χώρα, γιατί είναι πλουσιότερη και κινητικότερη σε ανθρώπινες ιστορίες.
Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.