Οταν δύο προβλήματα είναι προτιμότερα από ένα

Οταν δύο προβλήματα είναι προτιμότερα από ένα

2' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα από τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα είναι η στέγη. Η κατάρρευση της οικοδομικής δραστηριότητας στη διάρκεια της κρίσης σε συνδυασμό με τη φρενήρη ζήτηση real estate κυρίως από το εξωτερικό, μαζί με τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού και τις πληθωριστικές πιέσεις στις τιμές υλικών και εργασίας, έχουν δημιουργήσει μια κατάσταση όπου η στέγη έχει γίνει πανάκριβη και επομένως δυσεύρετη, κυρίως για τους νέους. Πέρα από την προφανή διάσταση της ποιότητας ζωής, το πρόβλημα της στέγης είναι και ένας από τους παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Το κυβερνητικό πρόγραμμα «Σπίτι μου», που παρέχει χαμηλότοκα στεγαστικά δάνεια για την αγορά πρώτης κατοικίας σε νέους και ζευγάρια 25-39 ετών, είναι μια σταγόνα στον ωκεανό.

Παράλληλα, οι πόλεις μας και ιδιαίτερα η Αθήνα αντιμετωπίζουν ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα. Αρκεί μια βόλτα για να διαπιστώσει κανείς τον ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό, για ευρωπαϊκή πόλη, ερειπωμένων και εγκαταλελειμμένων κτιρίων (αλλά και άδειων διαμερισμάτων). Η ΕΛΣΤΑΤ στην απογραφή του 2011 κατέγραψε 897.968 κενές κατοικίες εκτός χρήσης, περίπου 14% των κατοικιών, ενώ μια άλλη μελέτη εκτιμά (πάλι για το 2011) στο 31% το ποσοστό των κενών κατοικιών στον Δήμο Αθηναίων (28% στον Δήμο Πειραιά και στον Δήμο Θεσσαλονίκης). Είτε μιλάμε για ερειπωμένες μονοκατοικίες και νεοκλασικά κτίρια είτε για διαμερίσματα που χρήζουν ανακαίνισης, το πρόβλημα οφείλεται σε ιδιοκτήτες που περιμένουν «να πάρουν αξία» τα ακίνητά τους ή αδυνατούν να τα ανακαινίσουν, σύνθετες κληρονομικές διαφορές με πολλούς ή άγνωστους κληρονόμους και φιλανθρωπικά ιδρύματα και κρατικές αρχές που απλώς αδιαφορούν. Οποια και να είναι η αιτία, η εγκατάλειψη των ιδιοκτησιών επιβάλλει ένα μεγάλο κόστος στην κοινωνία, που μεταφράζεται στη βάναυση υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, ισχύει το παράδοξο πως δύο προβλήματα είναι πολύ προτιμότερα από ένα. Αν βρούμε τον τρόπο να «ξεκλειδώσουμε» το πρόβλημα των εγκαταλελειμμένων σπιτιών, θα έχουμε συμβάλει στην ανακούφιση του στεγαστικού. Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο; Το 2014 κατατέθηκε σχέδιο νόμου για τα εγκαταλελειμμένα, κενά και αγνώστου ιδιοκτήτη ακίνητα, βασισμένο σε μελέτη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Για άγνωστους λόγους δεν προχώρησε. Εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο έχει συνταχθεί ένα καινοτόμο σχέδιο νόμου με αντικείμενο τις «Ρυθμίσεις για εγκαταλελειμμένα, κενά και αγνώστων ιδιοκτητών κτίρια». Με το σχέδιο αυτό εισάγεται ειδική διαδικασία αναγκαστικής ανάληψης της διαχείρισης και εκμετάλλευσης ή εξαγοράς κτιρίων από ιδιώτες, ή επενδυτικά σχήματα που εκδηλώνουν ενδιαφέρον και ορίζονται ως «ανάδοχοι του κτιρίου», εφόσον οι ιδιοκτήτες είτε αρνούνται να συμμετάσχουν στη διαδικασία αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού των κτιρίων, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις συνιδιοκτησίας, είτε αδρανούν. Παράλληλα προβλέπεται ειδική πλειοψηφία λήψης αποφάσεων σε περίπτωση συνιδιοκτησίας, προκειμένου να μην αναιρεθεί ο επιδιωκόμενος στόχος, λόγω αδυναμίας λήψης αποφάσεων, που καθιστούν αδρανή την ιδιοκτησία σε περίπτωση πολλών ιδιοκτητών. Τα ακίνητα αποδίδονται ξανά στους ιδιοκτήτες τους μετά την απόσβεση της επένδυσης και την επίτευξη εύλογου κέρδους, ενώ προβλέπονται διαδικασίες διασφάλισης των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών. Εισάγονται παράλληλα ταχείες διαδικασίες δικαστικής επίλυσης διαφορών, έτσι ώστε οι νέες ρυθμίσεις να μην καταστούν ανενεργές εξαιτίας μακροχρόνιων δικαστικών εμπλοκών, και προβλέπονται κρατικές ενισχύσεις σε δήμους ως κίνητρο για την ένταξη των σχετικών έργων σε ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες και προγράμματα που αποσκοπούν στην αποκατάσταση των κτιρίων και του αστικού περιβάλλοντος. Ολα αυτά μπορούν να ενισχυθούν με πρόσθετα μέτρα, π.χ. με ένα ειδικό καθεστώς επιδοτήσεων των ακινήτων αυτών για νέους αγοραστές.

Η εγκατάλειψη των ιδιοκτησιών επιβάλλει ένα μεγάλο κόστος στην κοινωνία, που μεταφράζεται στη βάναυση υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος.

Προφανώς οι επιμέρους νομικές ρυθμίσεις χρειάζονται περαιτέρω διαβούλευση και επεξεργασία, όμως είναι σαφές πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια σπάνια περίπτωση που μπορεί να περιγραφεί ως σχεδόν «win-win». Το ερώτημα, επομένως, είναι απλό και άμεσο: υπάρχει πολιτική θέληση;

O κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή