Το 2024 συμπληρώνεται μισός αιώνας από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. «Μισός αιώνας που τίποτα δεν άλλαξε μα τίποτε δεν είναι όπως παλιά», διαβάζω και ακούω να συζητούν. Μια ιδιωτική διήμερη επίσκεψη στη Λευκωσία, ύστερα από μια 25ετία, περίπου, που είχα να βρεθώ στην «τελευταία διχοτομημένη πρωτεύουσα της Ευρώπης», με άφησε μετέωρη και αποπροσανατολισμένη.
Από τη μια, η δυναμική εκτίναξη μιας πόλης που αναζητά την ταυτότητά της στο μέλλον, στηριζόμενη σε δωρητές που θέλουν να προσφέρουν στον τόπο τους. Ξεκινώντας από τη Βιβλιοθήκη «Στέλιος Ιωάννου» του Πανεπιστημίου Κύπρου, η οποία εγκαινιάστηκε το 2018, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ζαν Νουβέλ. Μια εντυπωσιακή κατασκευή που αναπτύσσεται κυκλοτερώς, κατακόρυφα, σε πέντε επίπεδα, γύρω από έναν κύλινδρο, με λευκό θόλο, 400.000 έντυπα βιβλία, 600.000 ηλεκτρονικά, 200 βάσεις δεδομένων σε όλον τον κόσμο, ένα αξιοζήλευτο αναγνωστήριο 900 θέσεων που μένει ανοικτό για μελέτη σε 24ωρη βάση. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα υποδειγματικό πανεπιστημιακό περιβάλλον, που αγκαλιάζει τόσο τη φοιτητική ζωή όσο και τη μαθησιακή διαδικασία. Σε λίγους μήνες θα βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία το Ινστιτούτο Ερευνας Καρκίνου Κύπρου (CCRI), δωρεά του Ιδρύματος «Καίτης και Γιώργου Δαυίδ», σε αρχιτεκτονικά σχέδια των Μαρίας Κοκκίνου – Αντρέα Κούρκουλα, με έναν κήπο συγκινητικά φροντισμένο, γεμάτο με αρωματικά φυτά της ελληνικής γης (λεβάντες, ρίγανη, φασκόμηλα) και λιόδεντρα. Το κτίριο εγκαινιάστηκε πριν από λίγους μήνες και όταν γεμίσει από το εξέχον ερευνητικό προσωπικό (περίπου 120 άτομα), θα αποτελεί κορυφαίο τόπο συνάντησης επιστημονικής έρευνας και προσφοράς.
Θα είναι το 2024 χρονιά για διευρυμένη αναψηλάφηση του τραύματος μόνο ή και για διάλογο πάνω στο παρόν και στο μέλλον της;
Στην καρδιά της Λευκωσίας, λίγα μέτρα από τη νέα, αεροδυναμικά σχεδιασμένη πλατεία Ελευθερίας, με την υπογραφή της Ζάχα Χαντίντ (αμφιλεγόμενο το αποτέλεσμα), κυριαρχεί η Λεβέντειος Πινακοθήκη (από το 2014). Εργο Βρετανών αρχιτεκτόνων, είναι μια σύγχρονη κιβωτός τέχνης και πολιτισμού με σπουδαία ζωγραφικά έργα (των συλλογών Λεβέντη – κυπριακή, ελληνική και του Παρισιού). Ειδικά η ελληνική συλλογή, που διαρκώς εμπλουτίζεται, είναι ένας μελετημένος και σοφά επιμελημένος (από την Εβίτα Αράπογλου) περίπατος/περιήγηση στην ελληνική ζωγραφική του 19ου και 20ού αιώνα. Πρόσφατα, μάλιστα, εγκαινιάστηκε και η έκθεση «Από τη Μικρά Ασία στην Κύπρο», ένα μέρος του μεγάλου αφιερώματος του Μουσείου Μπενάκη για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, εμπλουτισμένου με κυπριακά εκθέματα. Ζωτικής σημασίας για τις διαστρωματώσεις της μνήμης, την αυθεντική συγκίνηση που αναβλύζει από μαρτυρίες, αντικείμενα, λέξεις, εικόνες.
Εδώ, θα βάλουμε τελεία. Γιατί ο κατάλογος με τα εκλεκτά –αναμονές για ένα καλύτερο μέλλον– μπορεί να συνεχιστεί και με άλλα κτίρια και οργανισμούς. Ομως θα έχουμε δώσει μια εξιδανικευμένη εκδοχή της πόλης. Η προσπάθεια γίνεται αλλά παραμένει αποσπασματική χωρίς «ροή», σε ένα ιστορικό ασυνεχές, με πολλά κενά και μια, συνολικά, διστακτική και αδύναμη ταυτότητα. Ποιο είναι το συνεκτικό στοιχείο της πόλης; Το «τραύμα» της, που συνθέτει έναν λαό προδομένο και θυματοποιημένο; Και οι νεότερες γενιές; Ανθρωποι που γεννήθηκαν μετά το ’74, μετά το 2000, τι αισθάνονται και τι αναγνωρίζουν ως παρελθόν τους; Αρκεί κανείς να περπατήσει αμέριμνος, με τουριστική διάθεση, στον όμορφο, εμπορικό πεζόδρομο της Λήδρας και να βρεθεί ξαφνικά στο φυλάκιο μετά το οποίο είναι ο κατεχόμενος τομέας. Εκεί σφίγγεται το στομάχι και αναποδογυρίζει ο κόσμος μέσα σου.
Θα είναι το 2024 χρονιά για διευρυμένη αναψηλάφηση του τραύματος μόνο, που, ούτως ή άλλως, καθορίζει εκτός από την ιστορία και την ψυχοδυναμική της διχοτομημένης πρωτεύουσας, της Κύπρου, μέρους των κατοίκων της; Ή η αφορμή για να σκεφτούν όχι μόνο για τους «απόντες» αλλά και για τους παρόντες. Πού συναντιούνται και προς τα πού πορεύονται.