Τραγούδια και παραδόσεις για τα γράμματα

Τραγούδια και παραδόσεις για τα γράμματα

5' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα συγκινητικό τεκμήριο της αγάπης της δημοτικής ποίησης για τα γράμματα εμπεριέχεται στο τραγούδι για τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησιού. Το δημοσίευσε πρώτος ο Τέοντορ Κιντ (Λειψία, 1847) και το αναδημοσίευσε ο Αρνολντ Πάσσοβ το 1860.

Το τραγούδι, ένα μοιρολόι που δεν το λυγίζει ο πόνος, αλλά έχει τη λειτουργία του δοξαστικού, αρχίζει με την εμβληματική σκηνή των τριών φτερωτών μοιρολογητών. Τα πουλιά, έγκυροι πληροφορητές στα δημοτικά, περιγράφουν καταλεπτώς τη μάχη στις 9.8.1823, τον θανάσιμο τραυματισμό του Σουλιώτη πολέμαρχου και την ακροτελεύτια επιθυμία του. Δεν ζητάει από τα παλικάρια του να του κόψουν το κεφάλι, για να μην το πομπέψουν οι Τούρκοι, αλλά κάτι που φανερώνει ότι ο ανώνυμος ποιητής γνώριζε καλά τον σπάνιο χαρακτήρα του Μάρκου.

Ορισμένα ευκολοδιόρθωτα αντιδημοτικά στοιχεία του τραγουδιού (λ.χ., «αυτός δε στέλνει γράμματα», με το «δε» σε χρήση ανοίκεια για το λαϊκό αυτί, «το μούστακό του στρέφει», η κλητική «Λάμπρε» και όχι η μόνη αυτονόητη, «Λάμπρο») ίσως είναι γεννήματα λαθεμένης καταγραφής ή εκτύπωσης, συνηθισμένης άλλωστε. Αν δεν είναι, πρέπει να χρεωθούν στο ίδιο χέρι λογίου που ενσφήνωσε λέξεις ασυνήθιστες ή άγνωστες στα δημοτικά («χριστιανομάχος», «γένος»):

«Τρία πουλάκια κάθονταν πέρα στα λιβαδάκια, / αποβραδύ μοιρολογούν και την αυγή φωνάζουν: / “Παιδιά μου, Σκόντρας πλάκωσε με δύναμη μεγάλη· / φέρνει τον Τζελανδίμπεη, φέρνει τον Νιαγιάφα, / τον Νικοθέα, το σκυλί, το χριστιανομάχο”. / Αυτός δε στέλνει γράμματα προς τους καπεταναίους: / “Τώρα να προσκυνήσετε, για να σας συμπαθήσω. / Θέλω τον Μάρκο Μπότσαρη δεμένον να τον φέρτε, / για να τον στείλω ζωντανόν στον βασιλιά στην Πόλη”. / Ο Μάρκος όταν τ’ άκουσε, το μούστακό του στρέφει. […] Στο Καρπενήσι πέζεψε πάνω στα λιβαδάκια. […] Χίλιους διακόσιους έκοψαν, χωρίς τους λαβωμένους. / Ενας Λατίνος το σκυλί, το χέρ’ που να του πέσει, / πικρό τουφέκι έριψεν στου Μάρκου το κεφάλι. / Ψιλή φωνήν ανέδωκε, όσον κι αν εδυνήθη: / “Πού ‘σαι μπρε Κώστα μ’ αδερφέ; Τον πόλεμο μην πάψεις. / Σουλιώτες, μη με κλάψετε, μη μαυροφορεθείτε, / ότι με κλαίει όλ’ η Ελλάς, κλαίει όλο το γένος. / Γράψετε στη γυναίκα μου, τη δύστυχη γυναίκα, / οπού ‘ναι μέσα στη Φραγκιά, Αγκόνα μες στην πόλη, / να μ’ έχει έννοια το παιδί, γράμματα να το μάθει”».

«Γράμματα να το μάθει…». Ο ίδιος ο Μάρκος ήξερε γράμματα. Οχι πολλά. Τα πρώτα τα είχε διδαχθεί από τον καλόγηρο Σαμουήλ, όπως θρυλείται. Δεν έχει εξακριβωθεί αν μαθήτευσε στη σχολή του Μονοδενδρίου, πιθανολογείται πάντως βάσιμα ότι στην Κέρκυρα, όπου βρέθηκε μετά το 1807, βελτίωσε τις γνώσεις του και ίσως παρακολούθησε μαθήματα ιταλικών. Στην Ιταλία άλλωστε, στην Ανκόνα, είχε στείλει τη δεύτερη σύζυγό του, τη Χρυσούλα Καλογήρου, και τα πέντε παιδιά τους, για να μην κινδυνεύουν από τους Τούρκους. Ο τραγουδιστής μας δεν θα μπορούσε να προλάβει το μέλλον και να βάλει στο στόμα του θνήσκοντος Μάρκου φιλεκπαιδευτική παραγγελία που να αφορά και τα πέντε ορφανά του, δηλαδή, πλην του πρωτότοκου Δημητρίου, και τις τέσσερις κόρες του, Βασιλική, Ελένη, Αναστασία, Αικατερίνη «Ρόζα». Στα χρόνια εκείνα, και στα κατοπινά, οι μάνες ταχτάριζαν τα μωρά τους με τραγουδάκια σαν της Γορτυνίας: «Εχω γιο στα γράμματα, / κόρη στα ξομπλιάσματα [κεντήματα]. / Αν προδέψουν και τα δυο, / καλή μάνα θά ειμαι εγώ».

Τα πουλιά, συνήθεις μαντατοφόροι στο δημοτικό τραγούδι, περιγράφουν τον θανάσιμο τραυματισμό του Μπότσαρη και την ακροτελεύτια επιθυμία του.

Το 1809 ο Μάρκος, κατόπιν προτροπής του Πουκεβίλ, συνέταξε ένα Ελληνοαλβανικό Λεξικό (το εξέδωσε εκ του αυτογράφου, το 1980, ο Τίτος Γιοχάλας, Ακαδημία Αθηνών). Ας θυμηθούμε λοιπόν εδώ, συνειρμικά, μια παράδοση της Ηπείρου, δημοσιευμένη από τον Ν.Γ. Πολίτη («Παραδόσεις, 1904», φωτομηχανική ανατύπωση Βιβλιόραμα, 1998), που δείχνει, με τρόπο ανάποδο και ξινό, φυλετικά ειρωνικό, την αξία που απέδιδαν οι νεοέλληνες στα γράμματα. Για να αποδείξουν την υπεροχή τους από τους Τσιγγάνους και τους Αρβανίτες, τους εμφανίζουν σαν εκ γονιδίων αγράμματους, και μάλιστα κατόπιν τιμωρητικής απόφασης του Θεού. Τίτλος της παράδοσης, «Γιατί οι Γύφτοι κι οι Αρβανίτες δεν έχουν γράμματα»:

«Οταν εμέραζε ο Θεός τα γράμματα, επήγαν όλες οι φυλές να γυρέψουν γράμματα, όξω από τη γύφτικη τη φυλή, που δεν επήγεν καθόλου, και γι’ αυτό ούτε έχουν ούτε θα ‘χουν ποτέ γράμματα οι Γύφτοι. Γιατί ο Θεός τούς καταράστηκε, και τα ‘ριξε μέσα στη θάλασσα όταν οι Γύφτοι έφκιασαν τα περόνια που σταυρώθηκε ο Χριστός.

»Κοντά σε όλες τες φυλές που πήραν γράμματα, ήταν και η αρβανίτικη η φυλή. Μα γιατί οι Αρβανίτες δεν έχουν γράμματα; Θα σας το πω. Οταν εμέραζε ο Θεός γράμματα, δεν είχε βγει το χαρτί ακόμη, και εκείνοι που επήγαν να τα πάρουν τα γράμματα, τα έπαιρναν ψηλά σε φύλλα από κουμπρολάχανο και έφευγαν. Οι άλλοι όλοι τα επήγαν καλά στα σπίτια τους τα λαχανόφυλλα οπού είχαν τα γράμματα, αλλά ο καημένος ο Αρβανίτης δεν το επήγε το λαχανόφυλλο, γιατί στο δρόμο εδίψασε, και σκύφτοντας να πιει νερό σε μια βρύση, άφησε το φύλλο καταγής, και μια γελάδα που έβοσκε εκεί κοντά το μυρίστηκε, και όσο να σηκώσει ο Αρβανίτης το κεφάλι του από τη βρύση, το φύλλο με τα γράμματα ήταν στην κοιλιά της γελάδας!

»Εσκουζε ο καημένος ο Αρβανίτης για το κακό που έπαθε, και με τα δάκρυα στα μάτια γύρισε πίσω στο παλάτι του Θεού, ζητώντας άλλα γράμματα. Αλλά ο Θεός δεν είχε άλλα γράμματα, παρά μόνον τα γύφτικα, που άμα τα είδε ο Αρβανίτης είπε στο Θεό που ήθελε να του τα δώσει: “Δεν τα παίρω, Θε μου, αυτά τα γράμματα, χρυσά ναν τα κάνεις!” “Και εγώ ήθελα να σου δώσω καλύτερα» του είπε ο Θεός, «αλλά δεν έχω άλλα”. “Αφού είν’ έτσι” είπε ο Αρβανίτης, “ας μείνω και χώρ’ς γράμματα”. “Και πώς θα ζήσει η φυλή σου χώρ’ς γράμματα;” του είπε ο Θεός. “Με δανεικά” απολογήθηκε ο Αρβανίτης, και έφυγε. Από τότες οι Αρβανίτες ζουν με τα δικά μας τα γράμματα».

«Το κείμενο αυτό», παρατηρεί ο Δώρης Κυριαζής στο άρθρο του «Ιδεολογικές όψεις και πρακτικές της γλωσσικής περιθωριοποίησης», «αντικατοπτρίζει πτυχές της επίσημης εθνικής ιδεολογίας σε μια κρίσιμη εποχή (τέλη 19ου αι.) και νευραλγική περιοχή (Ηπειρος). […] Είναι ένα ζωντανό παράδειγμα του πώς η επίσημη ιδεολογία διαχέεται στη λεγόμενη λαϊκή ιδεολογία, με όχημα αυτή τη φορά έναν μύθο. Ο οποίος προσχηματικά βάζει στο παιχνίδι και τους Γύφτους, πληθυσμιακή ομάδα που ποτέ δεν έθεσε ζητήματα εθνικής αυτοσυγκρότησης και συνεπώς δεν αποτελούσε κίνδυνο για τα συμφέροντα του ελληνισμού. Διαφορετικά ήταν τα πράγματα με τους Αλβανούς, οι οποίοι, μαζί με τους Ελληνες, “διεκδικούσαν ουσιαστικά την ίδια περιοχή, την Ηπειρο”».

Τεκμήριο της εκτίμησης που τρέφει η λαϊκή μούσα για τα γράμματα είναι και η υψηλή περιωπή του γραμματικού, που την αναδεικνύουν πολλά τραγούδια. Θα τα δούμε την επόμενη Κυριακή. Καλή χρονιά, αγαπητοί.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή