«Κλωτσοβολώ τες πένες μου και σχίζω τα χαρτιά μου»

«Κλωτσοβολώ τες πένες μου και σχίζω τα χαρτιά μου»

5' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ισχυρό τεκμήριο της εκτίμησης που τρέφει η λαϊκή μούσα για τα γράμματα είναι η υψηλή περιωπή του γραμματικού, του γραμματοδιδάσκαλου, φανερωμένη σε πολλά τραγούδια. Κρητικό ένα από αυτά, δημοσιευμένο από τον Αντώνιο Γιανναράκη στη Λειψία το 1876 (αμπασιαδόρος είναι ο μαντατοφόρος, μαριόρος ο πανούργος και μάρωπα τα αρνιά):

«Εμήνυσεν ο Σηφαλιός τού καπετάνι Πώλο / αν έχειν κόρην όμορφη να του τηνε φυράξει· / κι εκείνος τού μηνά κεινού με τον αμπασιαδόρο: / “Αμε χαιρέτα μού τονε τον ψεύτην, το μαριόρο, / τα μάρωπα που μου ‘κλεψε να ιδεί να μου πλερώσει· / κι αν έχων κόρην όμορφη, ζητούσι μού την κι άλλοι, / δασκάλοιν και γραμματικοίν και πρώτοιν καπετάνιοι”».

Ο γραμματικός είναι ένας πολύφερνος γαμπρός, με φερνή του, προίκα, τις γνώσεις του, το επάγγελμά του. Ετσι εξηγούνται οι μεγάλες απαιτήσεις του, όπως ζωγραφίζονται σε θρακιώτικα κάλαντα (περ. «Θρακικά», τόμ. Η΄, 1937): «Κερά μ’, τη θυγατέρα σου, κερά μ’, την ακριβή σου, / γραμματικός τη γύρεψε και ψάλτης θα την πάρει. / Εκείνος ο γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει, / γυρεύει τ’ άστρα πρόβατα και το φεγγάρι κούπα, / γυρεύ’ και τον αυγερινό καθάριο δαχτυλίδι».

Ανάλογες οι απαιτήσεις σε τραγούδι της Νάξου (Γιάννα Σέργη, «Να τα πούμε;», 1999): «”Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου γραμματικός τη θέλει”. / “Κι αν είναι και γραμματικός, πολλά προικιά γυρεύει. / Γυρεύγει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχυα, / γυρεύγει και τη Βενετιά μ’ όλα της τα καράβια, / γυρεύει και τον κυρ-Βοριά να τα καλαρμενίζει”».

Σε τραγούδι του Παγγαίου, ο γραμματικός κρίνεται άξιος σύζυγος για κοτζάμ βασιλοπούλα (Αστέριος Γούσιος, «Τα τραγούδια της πατρίδος μου», 1901): «Γραμματικέ και ρήτορα και ψάλτη κι αναγνώστη, / τον μήνα βγάζεις το χαρτί, τον χρόνο καλαμάρι. / Σε παίνεσαν μικροί – τρανοί, μικροί και οι μεγάλοι, / σε παίνεσεν κι ο βασιλιάς, γαμβρόν για να σε κάμει. / Ούδε στην αξαδέρφη του, ούδε στην αδερφή του, / μόνο στη θυγατέρα του που ‘ναι φλωρί γεμάτη, / από φλωρί δεν φαίνεται κι από μαργαριτάρι».

Την ιδιότητα του γραμματικού επικαλείται προσχηματικά η μάνα για να πείσει τον γιο της να μην παντρευτεί Βουλγαροπούλα (ή Αρβανιτοπούλα και, μετά το 1922, προσφυγοπούλα). Επιτονίζει δηλαδή την κοινωνική διαφορά, ενώ ο καημός της είναι η εθνική. Ιδού μια σύντομη παραλλαγή του τραγουδιού «Μάνα και γιος εμάλωναν για μια Βουλγαροπούλα», δημοσιευμένη από τον Μ. Παπαχριστοδούλου (περ. «Θρακικά», τόμ. Β2΄, 1929):

«”Μάνα μ’, Βουργάρ’ αγάπησα, Βουργάρα θενά πάρω”. / “Και συ, υγιέ μ’, γραμματικός, Βουργάρα δε σε πρέπει”. / “Κι εγώ, μάνα μ’, γραμματικός και κείν’ αρχοντοπούλα, / έχει χιλιάδες πρόβατα, χιλιάδες τα γελάδια”. / “Λύκος να φάγ’ τα πρόβατα και ψόφος τα γελάδια”. / “Κι εγώ, μάνα μ’, την άρεσα, θα στείλω να την πάρω”. / Και το νταούλι βρόντησε, τη νύψη πά’ να φέρουν. / Κι η πεθερά κι ο πεθερός τα δέντρα ξεριζώνουν. / Βγάζουν οχιές φαρμακερές, φίδια φαρμακωμένα, / και στο φαγί τα ρίξανε, κι η νύφη φαρμακώθ’κε».

Σε παραλλαγή της Θάσου δημοσιευμένη από τον Γεώργιο Αυγουστίδη (2003), η μάνα έχει έτοιμη την εναλλακτική λύση: «Εσύ ‘σαι, γιε μ’, γραμματικός, Βουλγάρα δε σου πρέπει, / μόν’ πρέπει σένα παπαδιά στα δ’κά σου τα σαράγια». Σε τραγούδι της βορειοδυτικής Θράκης, δημοσιευμένο από τον Παντελή Καβακόπουλο (1981), η λυγερή ξέρει ποιον θέλει και γιατί: «Δεν θέλου ‘γώ τού μπουγιατζή, να βάφει, να γυαλώνει, / μόν’ θέλου το γραμματικό, να γράφει μι μιλάνι».

«Οι γραμματισμένοι δεν φαίνεται να έχουν πολλή πέραση στο δημοτικό τραγούδι. Δεν συμβιβάζεται εύκολα η ζωή με τη σοφία».

Υπάρχουν φυσικά και περιπτώσεις άρνησης ή αποστροφής, αλλά για ειδικούς λόγους, όπως σε τραγούδι της δυτικής Μακεδονίας (Παναγιώτης Ζιώτας, 1983): «”Καλή σου μέρα, μάνα μου”. -“Καλώς την κόρη που ‘ρθε”. “Τον άντρα που μου έδωσες, δεν είναι για τ’ εμένα. / Γιατ’ είναι ψάλτ’ς, γραμματικός, παπάς θέλει να γίνει. / Κι εγώ διακιά δεν γίνομαι, τα μαύρα δεν τα θέλω. / Θέλω άντρα περήφανο, αρματολό και κλέφτη, / να βάζ’ το φέσι του στραβά, να ζώνει το σπαθί του”».

Αλλά και σε τραγούδι των Σερρών, δημοσιευμένο από τον Γιώργο Καφταντζή (1977): «Μάνα, μένα με παντρέψαν μες στην ξενιτιά, / μου ‘δωσαν τον κυρ-Θανάση τον γραμματικό, / που δεν ξέρει να χορεύει, να λιανοπατεί / και φορεί τη φουστανέλα ώς τα γόνατα».

Οι σποραδικές αρνήσεις, εντούτοις, δεν δικαιώνουν όσα σημειώνει ο Βασ. Α. Κύρκος στο βιβλίο του «Η αγάπη και το ηρωικό πνεύμα στο δημοτικό τραγούδι» (εκδόσεις Α. Καραβία, Αθήνα 1963): «Οι γραμματισμένοι δεν φαίνεται να έχουν πολλή πέραση στο δημοτικό τραγούδι. Δεν συμβιβάζεται εύκολα η ζωή με τη σοφία. Μπορείς να σέρνεις πρώτος το χορό και ν’ αλωνίζεις το αλώνι του χορού περήφανα, να πετυχαίνεις στην πράξη της ζωής, να σπέρνεις τη γη και να καρπίζει πλούσια, ν’ αρμενίζεις τα πέλαγα άφοβα και να κουβαλάς στο νησί άφθονο λογάρι; Τότε είσαι άξιος και λεβέντης».

Δεν είναι, πάντως, στυγνοί προικοθήρες όλοι οι γραμματικοί. Οταν καμιά φορά ερωτεύονται, τα βάζουν με τα ίδια τα τεκμήρια του κύρους ή του γοήτρου τους και τα απορρίπτουν. Οπως σε δίστιχο δημοσιευμένο από τον Ανέστη Κωνσταντινίδη (1887): «Αμέσως που σ’ ενθυμηθώ μέσα στην κάμαρά μου, κλωτσοβολώ τις πένες μου και σχίζω τα χαρτιά μου».

Αλλος πάλι πορεύεται γενναία προς τον εκούσιο εξ έρωτος και δι’ έρωτα θάνατο (Ειρήνη Σπανδωνίδη, «Τραγούδια της Αγόριανης», 1939):

«Το μάθετε τι γίνηκε ένα Σαββάτο βράδυ; / Γραμματικός εσφάηκε σε μαυρομάτας πόρτα / κι επάαινε το αίμα του σα σιγανό ποτάμι. / Κι η μάνα του το μάζωνε μ’ ένα στεγνό σφουγγάρι, / και στο λεγένι το ‘ριχνε κι έκατσε και το κλαίει: / “Δε σ’ του είπα ‘γώ, λεβέντη μου, δε σ’ του είπα ‘γώ, παιδί μου, / σε μαυρομάτα μη διαβείς, σε χήρα μην περάσεις, / γιατί θα σε σκοτώσουνε και θενά πας χαϊμένος;”»

Εντελώς ξεχωριστό είναι το τραγούδι «Ο μπεκιάρης», που το δημοσίευσε το 1887 ο ιερέας Π. Παπαζαφειρόπουλος στην «Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης του ελληνικού λαού ιδία δε της Πελοποννήσου»:

«Ενας αετός καθότανε, μπεκιάρη, μπεκιάρη, / μπεκιάρη παλικάρι, σ’ ένα ψηλό λιθάρι. / Κι εβάσταγε στα νύχια του γραμματικού κεφάλι. / Κι ώρες ώρες το τσίμπαγε κι ώρες ώρες τού λέει: / “Κεφάλι, τι κακό ‘καμες που σε τραβούν τα όρνια; / Να μην επαραζύγιαζες, να μην ακριβοπούλειες;” / “Εγώ δεν βαρυζύγιαζα μηδ’ ακριβά πουλούσα. / Παρά ήμουν πρώτος στο χωριό, πρώτος στα βιλαέτια. / Εβαρυχρέιζα τους φτωχούς κι αλάφρωνα τους πλούσιους. / Αδίκησα και τρί’ αρφανά και τρί’ αρφανοκαημένα”».

Πρόκειται για ένα από τα λίγα δημοτικά με τόσο άμεσο κοινωνικό περιεχόμενο, και με τον καταγγελτικό του τόνο να μορφοποιείται σε σκληρό σαρκασμό. Ενα μόνο δεν ξέρουμε: αν τον κατάπτυστο γραμματικό τον σκότωσε και τον αποκεφάλισε το χέρι κάποιου αδικημένου. Καθόλου απίθανο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή