Πώς να σκεφτούμε τη Μεταπολίτευση

Πώς να σκεφτούμε τη Μεταπολίτευση

4' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μετά τα 200 χρόνια από την Επανάσταση που γιορτάσαμε πρόσφατα, φέτος γιορτάζουμε τα 50 χρόνια της περιόδου που συμβατικά ονομάζουμε Μεταπολίτευση, δηλαδή της εποχής που ξεκίνησε με την πτώση της χούντας το 1974 και διαρκεί μέχρι σήμερα. Οπως συμβαίνει με κάθε επέτειο, έχουμε πάλι μια νέα ευκαιρία αναστοχασμού και απολογισμών. Θα παρακολουθήσουμε συνέδρια και ομιλίες, θα διαβάσουμε άρθρα και νέα βιβλία, ίσως να ανέβουν σχετικές θεατρικές παραστάσεις και να δούμε νέες τηλεοπτικές σειρές. Θα είναι κρίμα, όμως, εάν ο μεν αναστοχασμός περιοριστεί σε εθνική ομφαλοσκόπηση, οι δε τυχόν απολογισμοί γίνουν στη βάση ιδεολογικών και κομματικών προκαταλήψεων. Διότι έτσι θα χάσουμε –πάλι– τον πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμο τρόπο για να σκεφτούμε τη Μεταπολίτευση, που δεν είναι άλλος από τη μακροπρόθεσμη σύγκριση με χώρες που δοκίμασαν παρόμοιες ιστορικές εμπειρίες.

Γιατί να κάνουμε τέτοιες συγκρίσεις; Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι γι’ αυτό. Ο πρώτος λόγος είναι για να μετρήσουμε το εθνικό μπόι μας σε σχέση με άλλους (πού και πόσο υπερτερούμε; Πού και πόσο υστερούμε;). Ο δεύτερος λόγος είναι για να διδαχθούμε από τους άλλους (τι κάνουν εκείνοι καλύτερα από εμάς; Πώς θα μπορούσαμε να τους φτάσουμε ή και να τους ξεπεράσουμε;). Μόνο συγκρινόμενοι με άλλες χώρες μπορούμε να αντιληφθούμε τους εαυτούς μας και τη θέση μας –η θέση της χώρας μας– στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο.

Ανακύπτουν δύο βασικά ερωτήματα: με ποιους θα πρέπει να συγκριθούμε και τι να συγκρίνουμε; Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αφοπλιστικά απλή, καθώς, αν αφήσουμε κατά μέρος την αίσθηση εξαιρετισμού που μας διακρίνει, θα διαπιστώσουμε ότι οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης έχουν κι εκείνες δοκιμάσει τη μετάβαση από μη δημοκρατικό σε δημοκρατικό καθεστώς. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τρεις ομάδες χωρών είχαν την εμπειρία μιας μεταπολίτευσης. Η πρώτη ομάδα περιλάμβανε τις ηττημένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία) που, το 1945, πέρασαν από τον φασισμό στη δημοκρατία. Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από τις τρεις χώρες της Νότιας Ευρώπης (Πορτογαλία, Ελλάδα, Ισπανία), που στα μέσα της δεκαετίας του ’70, επίσης απέκτησαν δημοκρατικά καθεστώτα. Η τρίτη και πολυπληθέστερη ομάδα περιλαμβάνει τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, που τριάντα πέντε χρόνια πριν (να μια ακόμη ενδιαφέρουσα επέτειος) απέκτησαν κι αυτές δημοκρατία μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού.

Τι θέλουμε να συγκρίνουμε; Πολλά και διάφορα, είναι η πρώτη απάντηση, κι αυτός είναι ο λόγος που σχεδόν καθημερινά διαβάζουμε πίνακες με συγκριτικούς δείκτες που αναφέρονται από την οικονομία και τη λειτουργία των θεσμών μέχρι τα αποτελέσματα στον μαθητικό διαγωνισμό PISA ή τον «βαθμό ευτυχίας» σε κάθε χώρα. Αλλά αυτό που κυρίως μας ενδιαφέρει είναι η μακροχρόνια πορεία εθνικής ανάπτυξης των χωρών που δοκίμασαν πολιτειακή αλλαγή. Η κύρια σύγκριση, λοιπόν, αφορά το βιοτικό επίπεδο των κοινωνιών, το οποίο εκφράζεται από τις διακυμάνσεις και τη συνολική εξέλιξη του πραγματικού ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος κατά κεφαλήν σε κάθε χώρα.

Είναι μεν η καλύτερη περίοδος της σύγχρονης Ιστορίας μας, αλλά αν τη συγκρίνουμε με τις αντίστοιχες περιόδους άλλων ευρωπαϊκών κρατών, θα διαπιστώσουμε τη μακροχρόνια δική μας υστέρηση.

Βέβαια, όλες οι συγκρίσεις δεν είναι το ίδιο καλές ή χρήσιμες. Για παράδειγμα, η σύγκριση της μακροχρόνιας ανάπτυξης στην Ελλάδα με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης θα είναι πάντα εις βάρος μας για λόγους ιστορικούς και πολιτισμικούς, όπως και για λόγους γεωγραφίας και μεγέθους. Για να το πω αλλιώς, η Ελλάδα δεν έχει τις προϋποθέσεις να γίνει «Δανία του Νότου» – κι αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό! Πώς όμως συγκρίνεται η μεταπολιτευτική Ελλάδα με τις χώρες της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης, που επίσης δοκίμασαν ριζικές πολιτειακές αλλαγές;

Πριν από 50 χρόνια, το βιοτικό επίπεδο στις δύο χώρες της Ιβηρικής, που μόλις έβγαιναν από μακροχρόνιες δικτατορίες (διάρκειας 36 ετών στην Ισπανία και 48 στην Πορτογαλία), ήταν κατώτερο από εκείνο της Ελλάδας, αλλά σήμερα και οι δύο χώρες μάς έχουν ξεπεράσει σε σημαντικό βαθμό. Επίσης, πριν από 35 χρόνια όλες οι πρώην κομμουνιστικές χώρες είχαν εξαιρετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο και πολλοί πολίτες τους μετανάστευαν (και) στην Ελλάδα ψάχνοντας για καλύτερη ζωή. Σήμερα, αυτού του είδους η μετανάστευση έχει παύσει, καθώς οι περισσότερες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης έχουν βελτιώσει κατά πολύ το βιοτικό τους επίπεδο. Αντίθετα, αν και τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει επιστρέψει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ακόμη δεν έχει ανακοπεί η φυγή των νέων Ελλήνων προς το εξωτερικό προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής και επαγγελ-ματικής προοπτικής.

Η Μεταπολίτευση είναι, πράγματι, η καλύτερη περίοδος της σύγχρονης Ιστορίας μας, αλλά αν τη συγκρίνουμε με τις αντίστοιχες περιόδους άλλων ευρωπαϊκών κρατών, θα διαπιστώσουμε τη μακροχρόνια δική μας υστέρηση. Αλλά, όπως είπαμε, οι συγκρίσεις γίνονται για έναν ακόμη λόγο – την άντληση χρήσιμων μαθημάτων από τις άλλες χώρες και την εφαρμογή τους στο δικό μας πολιτικό σύστημα. Σ’ αυτό το ζήτημα σκοπεύω να επανέλθω.

Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας. Την άνοιξη θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη το νέο του βιβλίο με τίτλο «Παράδοξη χώρα: Γιατί η Ελλάδα υστερεί σε σχέση με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία και τι μπορούμε να μάθουμε από αυτές;».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή