Aλλα λέω κι άλλα κάνω…

3' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Παρατηρώ συχνά στο πλαίσιο συζητήσεων για θέματα της κοινωνικής και οικονομικής μας ζωής μια εξόφθαλμη διάσταση ανάμεσα στον λόγο και στην πρακτική πολλών ανθρώπων – και αναφέρομαι σε ανθρώπους με σοβαρότητα και γνώση του αντικειμένου τους. Αναγνωρίζουν τα κακώς κείμενα του χώρου τους και το περίγραμμα των λύσεων που προτείνουν είναι σε γενικές γραμμές ορθό. Οταν όμως μαθαίνω πώς λειτουργούν στην καθημερινότητά τους, τότε προκύπτει μια άλλη πραγματικότητα.

Τα παραδείγματα είναι πολλά. Πολλοί Ελληνες πανεπιστημιακοί αναγνωρίζουν τα προβλήματα του συστήματος και μιλούν τη γλώσσα του «εκσυγχρονισμού»: χρειαζόμαστε, λένε, αξιοκρατία, αξιολόγηση, νέες μεθόδους διδασκαλίας κ.λπ., στιγματίζοντας ταυτόχρονα την ελληνική πραγματικότητα ως αναχρονιστική. Πολλοί από αυτούς, άλλωστε, έχουν κάνει σπουδές στο εξωτερικό και έχουν τις ανάλογες παραστάσεις. Παράλληλα, όμως, πρωταγωνιστούν σε εκλογές χαμηλότερης ποιότητας υποψηφίων επειδή είναι «δικοί μας» (κάποιες φορές και συγγενείς μας), ενώ λειτουργούν μυωπικά με τρόπο που αναπαράγει τα κακώς κείμενα. Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται και αλλού: εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που θρηνούν για την κεντρική θέση του απαρχαιωμένου συστήματος της αποστήθισης και την πρωτοκαθεδρία των φροντιστηρίων, ωστόσο, την ίδια στιγμή κάνουν τα πάντα για να μην αλλάξει τίποτα ή σηκώνουν τα χέρια ψηλά όταν ακούν νέες προτάσεις, γιατί «δεν γίνονται αυτά τα πράγματα». Δημοσιογράφοι, μηχανικοί, αλλά και πολίτες που γκρινιάζουν ασταμάτητα για την καταστροφή που επέφερε στις πόλεις η «ανεξέλεγκτη δόμηση» στο παρελθόν, την ίδια στιγμή στηρίζουν και επικροτούν αποφάσεις που επεκτείνουν το ίδιο πρότυπο στις αδόμητες περιοχές της χώρας. Πολιτικοί που υπερασπίζονται με θέρμη το δημόσιο σχολείο και το δημόσιο νοσοκομείο αλλά πάντα επιλέγουν για τους ίδιους και τις οικογένειές τους την ιδιωτική εκπαίδευση και υγεία. Ολοι μας μπορούμε να σκεφτούμε αντίστοιχα παραδείγματα. Και, βέβαια, πάντοτε υπάρχουν οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Μιλάμε πολύ για μεταρρυθμίσεις, αλλά η αλήθεια είναι πως αν δεν αλλάξει η στάση μας, δύσκολα θα αλλάξουν τα πράγματα. Γι’ αυτόν τον λόγο, η αναγνώριση και ερμηνεία της αντίφασης αυτής έχουν ιδιαίτερη σημασία. Η πιο εύκολη ερμηνεία είναι πως πρόκειται απλά για υποκρισία. Εναλλακτικά, οι άνθρωποι προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους στην πραγματικότητα: όταν αυτή επιβραβεύει «κακές» συμπεριφορές, αυτές επιλέγονται. Τα «σωστά» λόγια από την άλλη μπορεί να προέρχονται είτε από τη λεγόμενη «στρέβλωση της κοινωνικής επιθυμίας» (υποστηρίζουμε ό,τι θεωρείται κοινωνικά αποδεκτό) είτε επειδή πραγματικά πιστεύουμε στο καλύτερο ακόμη κι όταν δεν το πράττουμε. Προσωπικά, δεν πιστεύω πως οι περισσότεροι άνθρωποι είναι συνειδητά κυνικοί και υποκριτές. Αλλωστε, αν ίσχυε κάτι τέτοιο, οι αλλαγές προς το καλύτερο θα ήταν εντελώς αδύνατες. Η Ιστορία δείχνει, αντιθέτως, πως οι συμπεριφορές αλλάζουν και οι κοινωνίες βελτιώνονται.

Μιλάμε πολύ για μεταρρυθμίσεις, αλλά η αλήθεια είναι πως αν δεν αλλάξει η στάση μας, δύσκολα θα αλλάξουν τα πράγματα.

Μπορούμε να κάνουμε κάτι για να ενισχύσουμε την αλλαγή των συμπεριφορών; Η πολιτική λύση είναι σαφής: μπορούμε να παρέμβουμε στα κίνητρα και να τα ευθυγραμμίσουμε με τα λόγια. Πολλές φορές όμως, ακόμη και όταν υπάρχει πολιτική πρόθεση για κάτι τέτοιο, η κατανόηση των κινήτρων παραμένει ελλιπής και η τελική παρέμβαση καταλήγει να είναι αντιπαραγωγική. Υπάρχει πάντως κάτι που μπορούμε να κάνουμε εμείς οι ίδιοι: όταν μας δίνεται η ευκαιρία, μπορούμε να υπενθυμίζουμε στους συνομιλητές μας την αναντιστοιχία ανάμεσα στα λόγια και στις πράξεις τους. Κάτι τέτοιο είναι προφανώς κοινωνικά δυσάρεστο και γι’ αυτό απαιτεί τον κατάλληλο τρόπο. Είναι, όμως, μια πρακτική που ενεργοποιεί κάποιους άλλους σημαντικούς ψυχολογικούς μηχανισμούς, όπως η ντροπή και το φιλότιμο από τη μία και η «γνωστική ασυμφωνία» από την άλλη, το γεγονός δηλαδή πως οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται δυσάρεστα από την αναντιστοιχία των λόγων και των πράξεών τους. Τέτοιες υπενθυμίσεις μπορούν να υποβοηθήσουν τις αλλαγές συμπεριφοράς και ο πολλαπλασιασμός τους να συμβάλει σε ένα καλύτερο αποτέλεσμα.

O κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή