Αγησιλάου και Δεληγιώργη

2' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είχα ανάμεικτα συναισθήματα αγωνίας και περιέργειας, καθώς πλησίαζα τη γωνία Αγησιλάου και Δεληγιώργη, κάτω από την Ομόνοια. Κατηφόρισα την Πειραιώς, πέρασα τη Ζήνωνος, τη Μενάνδρου και έστριψα δεξιά στη Δεληγιώργη. Είχα διασχίσει το γνώριμο τοπίο της αστικής παρακμής, αλλά είχα στόχο να φτάσω στην Οικία Κουτσογιάννη, ένα νεοκλασικό κτίριο του 1875, που η αρχιτεκτονική έρευνα το έχει από δεκαετίες αναλύσει και αναγνωρίσει.

Περισσότερο ήθελα να κάνω την αντιπαραβολή με το τώρα. Κατά κύματα άφηνα πίσω μου ξεχαρβαλωμένα κτίρια, αλλά αυτό που είχε εγγραφεί μέσα μου ήταν τα βλέμματα, οι φωνές, η στάση του σώματος όσων προσπερνούσα, εκείνων που μιλούσαν άγνωστες σε μένα γλώσσες, και που προσπαθούσαν να νιώσουν ένα κομμάτι εσωτερικής «πατρίδας» σε έναν ξεψυχισμένο βραχίονα της Ομόνοιας. Υπήρχε όμως ζωή. Παρά το βαρύ φορτίο.

Και η Οικία Κουτσογιάννη, που την είδα σε λίγα λεπτά, έστεκε εμπρός μου, τριώροφη, στέρεη, συμπαγής, αυτοτελής, ερμητική. Μου φάνηκε παράδοξος ο ρόλος της, μου φάνηκε παράταιρο το παρελθόν της, εκείνο που τη γέννησε και την έβαλε στον αθηναϊκό χάρτη σαν ένα μεγαλοαστικό σπίτι. Γύρισα το βλέμμα ολόγυρα και ανάμεσα στις κατεδαφίσεις, τις ρυπαρές πολυκατοικίες του ’60 και του ’70, τα οικόπεδα που έχασκαν κενά ως μάντρες, το βλέμμα γαντζώθηκε σε σκόρπια αρχοντόσπιτα του 19ου αιώνα. Αυτά τα σπίτια που συγκέντρωναν τους μεγαλοαστούς, στα χρόνια του Οθωνα αλλά και έως το 1880 και ίσως και πιο μετά. Ευγενής νεοκλασικισμός της προ του Τσίλλερ εποχής, εκείνης της μορφής, που ο Μάνος Μπίρης, ως νέος αρχιτέκτων και μελετητής της ιστορίας της Οικίας Κουτσογιάννη, είχε τόσο εκτιμήσει.

Είναι ένα σπίτι που δοξάζει τον ορθολογισμό, την αρμονία, το ζύγισμα και την εσωτερική σοφία του κλασικισμού από το κύτταρο της αττικο-βαυαρικής του εκδοχής. Ο Παναγιώτης Κάλκος, που σχεδίασε την Οικία Κουτσογιάννη, παιδί παλιάς αθηναϊκής οικογενείας με ρίζες στην Αθήνα πριν από την Επανάσταση, σπούδασε στο Μόναχο. Εκεί τον είχε στείλει ο Καποδίστριας μαζί με άλλα ορφανά του πολέμου. Και ο Κάλκος επέστρεψε στην Αθήνα, και μπήκε στην εμπροσθοφυλακή του αθηναϊκού κλασικισμού, έχτιζε μαζί με άλλους τη νέα πρωτεύουσα, «περικαλλή και αγλαή». Δικό του έργο ήταν το Βαρβάκειο, στην Αθηνάς, που μισοκαταστράφηκε το 1944 και που γκρεμίστηκε, ατυχώς, μετά.

Αλλά, εκεί, Αγησιλάου και Δεληγιώργη γωνία, κοντά σε οδούς που ακούν στα ονόματα του Βούλγαρη και του Κουμουνδούρου, δίπλα σε εισόδους που αναδίδουν βαριά τη μυρωδιά εκκρίσεων, σε πολυκατοικίες που στοιβάζουν σωρηδόν ζωές, στέκει η Οικία Κουτσογιάννη, απόδειξη ότι η ζωή στην πρωτεύουσα είχε κάνει και άλλους κύκλους. Εκεί, στην οδό Αγησιλάου υπήρχε κάποτε πυκνότητα γνώσης και «καλής ζωής», δυο βήματα από την Αγορά και τα καφενεία της Ομόνοιας. Ηταν ωραία εμπειρία να συναντήσω τα απομεινάρια της Αθήνας όπως ήταν πριν από 100 και 130 χρόνια, και μετά να υψώσω το βλέμμα στην πραγματικότητα. Σε ένα υπαίθριο πάρκινγκ της οδού Κουμουνδούρου, σήκωσα το βλέμμα για να δω αυτό που μου έλεγε πριν ο παρκαδόρος. «Βηρυτός, φίλε μου. Βηρυτός».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή