Ο κλινικός ψυχολόγος και ψυχαναλυτής Γ. Σταθόπουλος στην «Κ»: Αποκατάσταση ενός «τρομερού παιδιού»

Ο κλινικός ψυχολόγος και ψυχαναλυτής Γ. Σταθόπουλος στην «Κ»: Αποκατάσταση ενός «τρομερού παιδιού»

Ο Γιώργος Σταθόπουλος μιλάει στην «Κ» για έναν μεγάλο αλλά αδικημένο της επιστήμης του: τον Σάντορ Φερέντσι

16' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Γιώργος Σταθόπουλος είναι κλινικός ψυχολόγος και ψυχαναλυτής, μέλος της ΕΨΕ, με διδακτορικές σπουδές στο Παρίσι. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει διεθνή επιστημονικά άρθρα, το έργο του για την υποχονδρία έχει λάβει διεθνείς αναφορές. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν ήδη δύο μονογραφίες από τις εκδόσεις Νήσος, ενώ επιμελείται με τη Μαρίλια Αϊζενστάιν-Αβέρωφ και τον Πάνο Αλούπη την ψυχαναλυτική σειρά «Ρους» από τις εκδόσεις Άγρα. Από τις ίδιες εκδόσεις μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του για τον σημαντικό αλλά παραγνωρισμένο από τη διεθνή ψυχαναλυτική κοινότητα Σάντορ Φερέντσι, με τίτλο «Σάντορ Φερέντσι Άτακτο παιδί-Εφευρέτης Ενήλικας» για το οποίο ζητήσαμε να μάθουμε περισσότερα. 

Το έργο και οι ιδέες του Φερέντσι κατέστησαν για την ψυχανάλυση ό,τι και τα δημοτικά τραγούδια για τη λαϊκή παράδοση: όλοι τα γνωρίζουμε και τα σιγοτραγουδάμε, αλλά κανείς δεν γνωρίζει στο πέρασμα των ετών τον αρχικό δημιουργό τους.

– Tι σας συγκίνησε και ασχοληθήκατε με την προσωπικότητα του Σάντορ Φερέντσι;

– Οι λόγοι είναι πολύπλευροι, υποκειμενικοί και «αντικειμενικοί», επιστημονικοί. Μεταξύ των πρώτων, θα ξεχώριζα την -παιδικής προέλευσης- έγνοια απέναντι στο αίσθημα της «αδικίας», βάζω σε εισαγωγικά τον όρο γιατί είναι υποκειμενικό το αίσθημα. Όπως αναφέρω και στην εισαγωγή του βιβλίου μου, το έργο και οι ιδέες του Φερέντσι κατέστησαν για την ψυχανάλυση ό,τι και τα δημοτικά τραγούδια για τη λαϊκή παράδοση: όλοι τα γνωρίζουμε και τα σιγοτραγουδάμε αλλά κανείς δεν γνωρίζει στο πέρασμα των ετών τον αρχικό δημιουργό τους, ακόμα περισσότερο διότι, από ένα σημείο και μετά, οι επιρροές έγιναν συλλογικές. Κάπου εδώ συναντώ λοιπόν τα επιστημονικά κίνητρα που με ώθησαν να ασχοληθώ όχι μόνο με την προσωπικότητα αλλά κυρίως με το πλούσιο έργο του Φερέντσι. Θέλησα με τη μελέτη μου να αποκαταστήσω κατά κάποιον τρόπο τη φήμη του, η οποία υπήρξε είτε παραγνωρισμένη είτε διαστρεβλωμένη, ακόμα και εντός των ψυχαναλυτικών κύκλων και θεσμών, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Ο Φερέντσι θεωρήθηκε για καιρό ως άρρωστος, κυρίως εξαιτίας διάφορων τεχνικών παρεκβάσεων και υπερβολών στις οποίες κατέφυγε αλλά επίσης εξαιτίας των περιγραφών που έκανε ο Τζόουνς, στον τρίτο τόμο της βιογραφίας του για τη ζωή και το έργο του Φρόυντ. Επιπλέον, ο Φερέντσι θεωρήθηκε για χρόνια ως αποστάτης του ψυχαναλυτικού κινήματος. Εξισώθηκε δηλαδή με τον Γιουνγκ, τον Άντλερ, τον Ράιχ, ανθρώπους που πράγματι εγκατέλειψαν κάποια στιγμή τον φροϋδισμό. Όμως, ο Φερέντσι ποτέ δεν εγκατέλειψε τον φροϋδικό σκοπό. Αντίθετα, τον υπηρέτησε μέχρι τέλους, με τον τρόπο του βεβαίως. Και μάλιστα με έναν τρόπο που θα μας επέτρεπε να μιλήσουμε με όρους αυτοθυσίας. Έγινε δηλαδή η σύγχρονη Ιφιγένεια της ψυχανάλυσης. Θυμίζω ότι η τελευταία δέχτηκε εντέλει να πάει στον βωμό που είχε φτιαχτεί για εκείνη και να πεθάνει στο όνομα της πατρίδας, υπηρετώντας το πατρικό ιδεώδες. Ο Φερέντσι, υπηρετώντας κι εκείνος το δικό του πατρικό ιδεώδες, θυσιάστηκε στο όνομα της ψυχανάλυσης, καθώς έφυγε πρόωρα από τη ζωή από μια σωματική αποδιοργάνωση, και μάλιστα έφυγε χλευασμένος και απομονωμένος από την τότε ψυχαναλυτική κοινότητα· όπως μαρτυρά το κλινικό ημερολόγιο, που μας άφησε σαν παρακαταθήκη κλινική και υπαρξιακή, ένιωσε ότι πεθαίνει, μην μπορώντας να αλλάξει, προκειμένου να απαλλάξει την ψυχανάλυση από το βαρίδι της παρουσίας του. Βαρίδι διότι ήταν ένα εξαιρετικά ανήσυχο πνεύμα, «το τρομερό παιδί της ψυχανάλυσης», που για δικούς του λόγους αμφισβητούσε όλο και εντονότερα την κλασική ψυχαναλυτική τεχνική της ουδετερότητας, καταγγέλλοντας την επαγγελματική υποκρισία των ψυχαναλυτών και προωθώντας άλλες τεχνικές οδούς προσέγγισης δύσκολων και πρώιμα τραυματισμένων ασθενών. Τέλος, το έργο του Φερέντσι είναι ιδιαιτέρως κλινικό και όλες οι θεωρητικοποιήσεις του βρίσκονται πολύ κοντά στην καθημερινή πρακτική του ψυχαναλυτή. Μεταξύ των συναδέλφων κυκλοφορεί συχνά, εν είδη αστεϊσμού, ένα σλόγκαν που λέει, με μορφή υπερβολής, ότι «Ο Φρόυντ τα είχε πει όλα». Θα χρειαζόταν ίσως να συμπληρώσουμε ότι «όσα δεν είπε ο Φρόυντ, τα είπε ο Φερέντσι». Αφορούν τόσο το πρώιμο τραύμα και το ψυχαναλυτικό άκουσμα του παιδικού εντός του ενηλίκου ασθενή μας, και μάλιστα του πρώιμα τραυματισμένου παιδιού εντός του ενήλικα, όσο και ένα ιδιαίτερο άκουσμα απέναντι στο ερώτημα του σωματικού εντός της αναλυτικής πρακτικής. Όπως είπε πρόσφατα στο διεθνές ψυχαναλυτικό συμπόσιο των Δελφών ο Τζόναθαν Σκλαρ, Βρετανός ψυχαναλυτής, «ο Φερέντσι ήταν ένα παιδί που στάθηκε στους ώμους του Φρόυντ». Κι αν βάλετε ένα παιδί πάνω στους ώμους του πατέρα του είναι βέβαιο ότι θα δει μακρύτερα από εκείνον, τουλάχιστον ένα μέρος του ορίζοντα που απλώνεται μπροστά τους. Εξάλλου, τα παιδιά συνηθίζουν, ειδικά αν τα ανεβάσεις ψηλά, να στρέφουν το κεφάλι τους προς όλες τις κατευθύνσεις.

Και οι ψυχαναλυτές άνθρωποι είναι: φθονούν, γελούν, κλαίνε

– Γιατί πιστεύετε ότι πέρασαν τόσα χρόνια για να αποδοθούν σε εκείνον έννοιες που χρησιμοποιούν μεταγενέστεροι όπως ο Winnicott αλλά η πατρότητα ανήκει στον Φερέντσι; 

– Υπαινίχθηκα προηγουμένως την υποβάθμιση του έργου του Φερέντσι. Αυτή η υποβάθμιση θεμελιώθηκε πάνω σε μια χρόνια αποσιώπηση εντός της ψυχαναλυτικής κοινότητας ως προς την αναφορά στο έργο του. Η αποσιώπηση αυτή συγκροτήθηκε στο πέρασμα των ετών από διάφορες παραμέτρους, μερικές εκ των οποίων ήταν ο απόηχος μιας ιδιότυπης λογοκρισίας που επιβλήθηκε σε ένα μεγάλος μέρος του τελευταίου κυρίως έργου του από τον Έρνεστ Τζόουνς, Βρετανό ψυχαναλυτή, ο οποίος υπήρξε μάλιστα και πρώην αναλυόμενος του Φερέντσι, κάτι που λίγο-πολύ του επέβαλλε ο Φρόυντ, ενώ ο Τζόουνς ήθελε βεβαίως τον ίδιο τον Φρόυντ. Το επισημαίνω γιατί ίσως να έπαιξε κι αυτό τον ρόλο του. Βλέπουμε λοιπόν ότι αυτή η ιστορική λήθη για την οποία κάνω λόγο και στο βιβλίο συγκροτήθηκε αρχικά στη βάση ενός συμβολικού φόνου της προσωπικότητας του Φερέντσι, ο οποίος παρουσιαζόταν για καιρό ως «ο άρρωστος της ψυχανάλυσης», και μετέπειτα θεμελιώθηκε με τη σιγή του έργου του, έτσι που πέρασαν δεκαετίες ολόκληρες μέχρι να δημοσιευτεί πλήρως στα Αγγλικά, όπως και στα Γαλλικά. Ας σημειωθεί εδώ ότι ο Τζόουνς έμεινε για πάρα πολλά χρόνια πρόεδρος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης (IPA). Αυτό σημαίνει ότι στην περίπτωση του Φερέντσι το κεντρικό διακύβευμα του φροϋδισμού, δηλαδή η αναζήτηση της α-λήθειας, με την έννοια της μη λήθης, της άρσης του απωθημένου, προσέκρουε για χρόνια σε θεσμικούς μαιάνδρους και προσωπικές στρατηγικές.

Πράγματι, ένα σημαντικό μέρος από το έργο του Γουίνικοτ φαίνεται να δανείζεται υπερβολικά πολλά σημεία από τον Φερέντσι, δίχως να γίνεται ουδέποτε (με μία εξαίρεση ήσσονος σημασίας) αναφορά στο δάνειο αυτό. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μητρική θέση του αναλυτή, στη θεωρία όπως και στην τεχνική ή επίσης αυτό που ο Γουίνικοτ ονόμασε «ψευδή εαυτό» και μοιάζει να ακολουθεί θεωρητικοποιήσεις και κλινικές παρατηρήσεις του Φερέντσι σχετικά με το «σοφό βρέφος» και το «τεράτωμα», εντός του ψυχισμού: αφορά γενικά την πρόωρη συγκρότηση αμυντικών σχηματισμών ψευδο-ωρίμανσης που έρχονται ως απάντηση στο πρώιμο τραύμα.

Τι ακριβώς συνέβη λοιπόν; Μετά τον θάνατο του Φερέντσι το 1933, ένα σημαντικό μέρος του αδημοσίευτου έργου του περιήλθε στην κατοχή του Μπάλιντ, αγαπημένου μαθητή του Φερέντσι. Ο Μπάλιντ έκρινε για χρόνια ότι το κλίμα για τις ιδέες του Φερέντσι παρέμενε δυσμενές, καθώς συναντούσε την πεισματική άρνηση της λογοκρίνουσας εξουσίας του Τζόουνς. Όμως, κατά τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αμέσως μετά τον πόλεμο, στη Βρετανική εταιρεία γίνονταν μεγάλες ζυμώσεις και σφοδρές αντιπαραθέσεις, μεταξύ των οπαδών της Άννας Φρόυντ και εκείνων της Μέλανι Κλάιν. Είχε δημιουργηθεί και μια άλλη ομάδα ψυχαναλυτών, που ονομάστηκε το ενδιάμεσο γκρουπ και ήταν οι λεγόμενοι ανεξάρτητοι. Κεντρική μορφή αυτής της ομάδας, εκτός από τον Μπάλιντ, υπήρξε ο Ντόναλντ Γουίνικοτ. Οι δυο τους συνδέονταν λοιπόν με στενή φιλία. Θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι δεν υπήρχαν συζητήσεις μεταξύ των δύο αντρών πάνω σε ιδέες του Φερέντσι, για όσα χρόνια το έργο του παρέμενε στην αφάνεια, υπό τη σκιά της λογοκρισίας του Τζόουνς.

– Υπάρχει φθόνος και στον κύκλο των ψυχαναλυτών;

– Γιατί να μην υπάρχει; Οι ψυχαναλυτές είναι άνθρωποι και ως εκ τούτου έχουν κι αυτοί τις αδυναμίες που έχει κάθε άνθρωπος. Φθονούν, αντιδρούν, συγκινούνται, γελάνε, κλαίνε. Κανείς λοιπόν δεν δικαιούται να εξαιρεθεί του φθόνου και αν το κάνει υπάρχει κίνδυνος να υποπέσει είτε στην αλαζονεία είτε σε μια ψευδεπίγραφη αναπαράσταση του εαυτού και του κόσμου. Ο φθόνος κατοικεί μέσα μας, όχι μόνο διότι είναι ασυνείδητος αλλά διότι πέρα από την καταστροφική του διάσταση θα ισχυριστώ ότι αποτελεί συστατικό της ζωής. Έπειτα, μου δίνετε έτσι την ευκαιρία να πω ότι η ψυχανάλυση δεν φτιάχνει «καλούς ανθρώπους». Πέρα από το ότι δεν ξέρω τι θα πει «καλός άνθρωπος», η ψυχανάλυση δεν κάνει τον άνθρωπο «καλύτερο» ή «καλό». Δεν έχει τη δυνατότητα αλλά ούτε και τη δικαιοδοσία να το κάνει. Τον κάνει ίσως πιο συνειδητοποιημένο και για αυτό πιο υπεύθυνο των λόγων και των έργων του. Και λέω «ίσως» διότι δεν είναι βέβαιο ότι μια ψυχανάλυση θα επιτύχει τους σκοπούς της. 

Ο κλινικός ψυχολόγος και ψυχαναλυτής Γ. Σταθόπουλος στην «Κ»: Αποκατάσταση ενός «τρομερού παιδιού»-1

– Μιλήστε μου για μερικά από τα πιο σημαντικά πράγματα που έφερε στην ψυχανάλυση ο Ούγγρος ψυχαναλυτής; Πόσο σύγχρονα είναι;

– Χάρη στον Φερέντσι μάθαμε πολλά για τους αμυντικούς μηχανισμούς που καθορίζουν τις πρώιμες συνθήκες ψυχικών τραυματισμών. Για παράδειγμα, ο Φερέντσι μίλησε για τη διχοτόμηση, κάτι βέβαια για το οποίο είχε μιλήσει και ο Φρόυντ. Η διαφορά είναι ότι ο Φερέντσι τη συνέδεσε, ως αμυντικό μηχανισμό, με μια αντίδραση απέναντι στο πρώιμο τραύμα. Έτσι, όπως έλεγε, τα παιδιά που υπέφεραν πολύ, έχουν αργότερα την τάση να γίνονται καλόκαρδα και να περιβάλλουν με στοργή και φροντίδα τους άλλους, τρέχοντας να βοηθήσουν τον «άλλον», ο οποίος στο βάθος εκπροσωπεί τον παιδικό αβοήθητο εαυτό τους. Μας μίλησε επίσης για έναν ψυχικό βιασμό του παιδιού από την παραγνώριση και υποβάθμιση, την άρνηση εντέλει του ενηλίκου, να αναγνωρίσει τα συναισθήματα του παιδιού, κυρίως τα συναισθήματα πρώιμης απόγνωσης. Έκανε λόγο για μια παθητικοποίηση του παιδιού απέναντι στον ενήλικο γονέα ή δάσκαλό του, για μια πλήρη απουσία συναισθηματικής αντίδρασης εκ μέρους του, επίσης για μια ενδοβολή εκ μέρους του παιδιού του αισθήματος ενοχής του ενηλίκου που ο ίδιος ο ενήλικος αρνείται να αναλάβει. Μας μίλησε για καταστάσεις όπου κυριαρχεί μια τρομοκρατία της οδύνης και έγκειται σε μια διαρκή τρομοκρατία του γονέα-ενηλίκου απέναντι στο παιδί, η οποία το υποχρεώνει να γίνεται μάρτυρας της οδύνης του ενηλίκου και επομένως θεράπων του γονέα του, γονέας του γονέα του κατά κάποιον τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι το παιδί να καλείται, τότε, να ωριμάσει νωρίς απέναντι σε έναν γονέα που είναι στο βάθος ο ίδιος ένα παιδί. Αυτό συνιστά μια πρόωρη καταπάτηση της παιδικότητας, οδηγεί σε μία σύγχυση γλωσσών μεταξύ του παιδιού και των ενηλίκων. Το παιδί, αρχικά, στο στάδιο που ο Φερέντσι ονόμασε παθητική αντικειμενοτρόπο αγάπη, κυριαρχείται από αισθήματα τρυφερότητας απέναντι στο γονέα του. Πρόκειται για έναν ερωτισμό που δεν μπορεί να μεταβολίσει την παθιασμένη γλώσσα της ενήλικης σεξουαλικότητας. Συνέπεια είναι η πρόωρη ωρίμανση, η υποταγή στις επιθυμίες και τις επιταγές του περιβάλλοντος, εντέλει η ψευδής προσαρμογή του παιδιού σε όσα απαιτεί από αυτό το περιβάλλον του. Αναδεικνύοντας και γενικεύοντας τις αρχέγονες συνθήκες των πρώιμων τραυμάτων, ο Φερέντσι ανέδειξε τον ψυχωτικό πυρήνα που ενυπάρχει μέσα στον καθένα από εμάς. Στην αναλυτική εργασία μας θα συναντήσουμε τέτοιες ζώνες του ψυχισμού, τραύματα επίσης που είναι αδύνατο να αναπαρασταθούν ψυχικά, μέσω του λόγου, καθώς αφορούν μια χρονική περίοδο πριν την εγκατάσταση του λόγου, «πριν ακόμα τον σχηματισμό του οργάνου της σκέψης», όπως έλεγε ο Φερέντσι. Τέτοια τραύματα έχουν την τάση να επανέρχονται διαρκώς, να επαναλαμβάνονται μέσω πράξης και συμπεριφοράς, επίσης μέσω σωματικών εκδηλώσεων. Εάν ο Φρόυντ υπήρξε ο θεμελιωτής της ψυχανάλυσης των νευρώσεων, ο Φερέντσι έθεσε τις βάσεις για την ψυχανάλυση των οριακών και ναρκισσιστικών διαταραχών, που καταλαμβάνουν ένα σημαντικό μέρος από τη σύγχρονη ψυχαναλυτική εργασία μας. Τέλος, ο Φερέντσι υπήρξε ίσως, μαζί με τον Γκρόντεκ, «ο πρώτος ψυχοσωματιστής», αφού ενδιαφέρθηκε συστηματικά για το ερώτημα όχι μόνο της επίδρασης του ψυχικού πάνω στο σώμα αλλά και για τις ψυχικές επιπτώσεις σωματικών τραυματισμών και παθήσεων.

– Είπε ο Σωτήρης Μανωλόπουλος και το αναφέρετε στο βιβλίο σας ότι αν ο Φρόυντ είναι ο πατέρας της ψυχανάλυσης, η μητέρα είναι ο Φερέντσι. Μπορείτε να μας μιλήσετε για την ανάγκη της σημερινής κλινικής πρακτικής να είναι προσαρμοστική και ευέλικτη, μητρική τρόπον τινά;

– Ο Φερέντσι υπήρξε πράγματι η πρώτη μήτρα εντός της οποίας γονιμοποιήθηκε η σκέψη του Φρόυντ. Κάτι μεταδόθηκε κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Διότι η ψυχαναλυτική γνώση μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, από άνθρωπο σε άνθρωπο. Δεν μπορεί να γίνει κανείς ψυχαναλυτής διαβάζοντας. Χρειάζεται να ψυχαναλυθεί ο ίδιος, να διαμορφωθεί με τα χρόνια μέσα από μια συστηματική εκπαίδευση, η οποία δεν περιλαμβάνει μόνο θεωρητικά σεμινάρια αλλά και εποπτεία της κλινικής εργασίας του. Όλα αυτά συνιστούν τον λεγόμενο δεύτερο θεμελιώδη κανόνα της ψυχανάλυσης: πρόκειται για την ανάγκη της μακρόχρονης και εις βάθος ανάλυσης του αναλυτή, κάτι στο οποίο επέμεινε επανειλημμένα ο Φερέντσι. Σταδιακά, στη σκέψη του, όπως και στην κλινική πρακτική του, επιβλήθηκε η ιδέα της αντικατάστασης της πρωτοκαθεδρίας του πατέρα, που συναντάμε κατά τη φροϋδική ψυχανάλυση, από την αυξανόμενη σημασία που αποδίδεται στον πρώτο αρχαϊκό δεσμό με τη μητέρα. Σε αυτή την έγνοια, κυρίαρχο ρόλο έπαιξε η κλινική εμπειρία του Φερέντσι με βαριά και πρώιμα τραυματισμένους ασθενείς, τα τραύματα των οποίων ανάγονταν στις πρώτες εμπειρίες με τη μητέρα. Αυτό που έκανε στην τεχνική του ήταν να τραβά στα άκρα αυτό που ούτως ή άλλως κάνουμε λίγο έως πολύ, ο καθένας με τον τρόπο του. Διότι πράγματι υπάρχουν περιπτώσεις όπου χρειάζεται να γίνουμε ευέλικτοι, διαφορετικά κινδυνεύουμε να ταυτιστούμε με άκαμπτες πλευρές του ίδιου του ασθενή. Ειδικότερα όμως σήμερα, όπου η κύρια κλινική δραστηριότητά μας αφορά περιπτώσεις ανθρώπων που έχουν υποστεί κακοποίηση, επίσης περιπτώσεις ανθρώπων που υποφέρουν από ναρκισσιστικές διαταραχές, ψυχοσωματικές εκδηλώσεις, τραυματοφιλικές και αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, θα λέγαμε ότι χωρίς καταφυγή σε μια μητρική λειτουργία του αναλυτή, δεν έχουμε καμία τύχη να σταθούμε χρήσιμοι για τους ασθενείς μας. Κατόπιν, θα χρειαστεί να δούμε, τι ποιότητα θα έχει αυτή η μητρική λειτουργία. Στον Φερέντσι πήρε τον χαρακτήρα μιας τρυφερής μητέρας. Στον Γουίνικοτ μιας επαρκώς καλής μητέρας και στον Μπίον έγινε λόγος για την ικανότητα ονειροπόλησης. Αλλά χρειάζεται να μην ξεχνάμε ότι ως ψυχαναλυτές οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι ο ιδεώδης σκοπός παραμένει να φτάσουμε σε μια «φροϋδικού τύπου» ψυχανάλυση, η οποία θα εγκαθιστά την πατρική μεταφορά και την πατρική λειτουργία. Διότι εδώ συνίσταται όλη η συμβολική λειτουργία του λόγου, της απόστασης και εντέλει του ανοίγματος στον έξω κόσμο, επομένως και της υπαγωγής στο νόμο και την απαγόρευση. Πρόκειται για τη συμβολική διάσταση του ευνουχισμού. Ωστόσο, λίγοι από τους ασθενείς μας έχουν πραγματική πρόσβαση σε αυτά, κατά την αρχική φάση της εργασίας μας μαζί τους.

– Ο Φερέντσι όπως και ο Φρόυντ άλλωστε δημιούργησαν τις θεωρίες τους από τα προσωπικά τους αδιέξοδα, τις ψυχικές τους ανάγκες. Σήμερα υπάρχει περιθώριο για τους σύγχρονους ψυχαναλυτές να καινοτομήσουν; Ή επιπλέον είναι αρκετή η διδακτική ανάλυση για να συναντηθεί κάποιος με τις δαιδαλώδεις ψυχικές διαδρομές;

– Να διευκρινίσουμε εδώ ότι δεν δημιούργησαν τις θεωρίες τους μόνο στη βάση των προσωπικών αδιεξόδων τους. Ειδικά για τον Φρόυντ θα ήταν άστοχο να ισχυριστεί κανείς κάτι τέτοιο. Βεβαίως, και ευτυχώς θα έλεγα, είχαν και οι δύο το αστείρευτο ταλέντο αλλά και την τόλμη να υποβάλλουν συνεχώς πρώτα από όλα τον ίδιο τον εαυτό τους στην επιστημονική παρατήρηση. Τώρα, για το αν υπάρχει σήμερα χώρος για καινοτομία, θα σας πω ότι εξαρτάται από το πώς προσδιορίζει ο καθένας την έννοια. Χώρος για καινούργιες ιδέες ασφαλώς και υπάρχει. Ο ανθρώπινος ψυχισμός, τα παράγωγα του ασυνειδήτου, διαθέτουν μάλλον ανεξάντλητες πηγές. Αλλά τα βασικά σημεία έχουν πράγματι ειπωθεί. Μετά τον Φρόυντ και τον Φερέντσι υπήρξαν άλλωστε τόσοι σημαντικοί ψυχαναλυτές που επέκτειναν τους ορίζοντες: Η Κλάιν, ο Μπίον, ο Γούνικοτ, ο Λακάν, ο Λαπλάνς, ο Γκρην, η Ωλανιέ.
Για τη διδακτική ανάλυση λέγονται πολλά και έχουν γραφτεί άλλα τόσα. Ένα από τα σημαντικότερα θέματα που θέτει είναι το κατά πόσον το αίτημα για ψυχανάλυση, που είναι προσωπικό, συνδέεται στις διδακτικές αναλύσεις με το κίνητρο της προετοιμασίας ενός μελλοντικού υποψήφιου ψυχαναλυτή. Αυτή η συνθήκη μπορεί λοιπόν να στρεβλώσει την ίδια την αναλυτική διαδικασία και τη μετέπειτα πορεία του αναλυόμενου. Ο Φερέντσι επέμενε ότι δεν μπορούσε να δει καμία διαφορά ανάμεσα σε μια οποιαδήποτε ανάλυση και την ανάλυση του αναλυτή, εκτός ίσως από την αναγκαιότητα η ανάλυση του αναλυτή να φτάσει σε μεγαλύτερο βάθος. Η διδακτική ανάλυση είναι πάντως απαραίτητη. Δεν μπορώ να γενικεύσω για το αν είναι αρκετή διότι δεν μπορώ να το γνωρίζω. Αλλά θεωρώ πως είναι απαραίτητη. Διότι όσα και να ειπώθηκαν εναντίον της, εντός ενός ιδεώδους θεσμικού αντικομφορμισμού, σημασία έχει ότι η συμβολική διάσταση του Τρίτου, μέσα από την παρουσία ενός εποπτεύοντος θεσμού, είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και θεμελιώδης. Και ο τρίτος στην ψυχανάλυση, όπως και στη ζωή, είναι πολύ σημαντικός διότι παραπέμπει στη συμβολική παρουσία ενός πατέρα, στην προστατευτική λειτουργία ενός ώριμου και πατρικού υπερεγώ, ενός πλαισίου αναφοράς, μιας κοινής υπαγωγής στο συλλογικό, στο θεσμικό, μέσα στο οποίο θα εμβαπτιστεί το ατομικό, το ιδιοσυγκρασιακό. Αυτά είναι σημεία από τα οποία ίσως υποφέρει ο σύγχρονος κόσμος. Η διδακτική ανάλυση μπορεί λοιπόν να μην είναι αρκετή αλλά είναι απαραίτητη και κρίσιμη για τη διαμόρφωση της ταυτότητας του ψυχαναλυτή. Αλλά η εκπαίδευση στην ψυχανάλυση δεν σταματά καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας ενός ψυχαναλυτή, ακόμα και του πιο έμπειρου. Βεβαίως, όσον αφορά τη διδακτική ανάλυση, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος να προσλάβει έναν χαρακτήρα κομφορμισμού στις (ασυνείδητες) απαιτήσεις του αναλυτή, του υπερεγώ του αναλυτή και ενδεχομένως και του θεσμού από τον αναλυόμενο και υποψήφιο αναλυτή. Ο Φερέντσι ήταν μάλλον ο πρώτος που υπογράμμισε αυτούς τους κινδύνους, μιλώντας για την αλλοτρίωση του παιδιού από τον γονέα του, την προσαρμογή του ασθενή με μία μη φυσική συμπεριφορά απέναντι στη μη φυσική συμπεριφορά του αναλυτή απέναντί του. Στην ίδια αλλοτριωτική πλευρά των αναλύσεων εντός της εκπαιδευτικής διαδρομής που επιβάλλει ένας θεσμός αναφέρθηκε και η Ωλανιέ. Αλλά όλα αυτά δεν μπορούν να μας κάνουν να υποβαθμίσουμε τη σπουδαιότητα και τελικά, ίσως, την αναγκαιότητα της διδακτικής ανάλυσης. Το μοντέλο αυτό εκπαίδευσης, ακόμα καλύτερα «διαμόρφωσης» του ψυχαναλυτή, βεβαίως δεν είναι μονόδρομος. Αλλά στην Ελλάδα επιλέξαμε να πορευτούμε με αυτό. Διαισθάνομαι ότι δεν κάναμε λάθος, παρά τις αναπόφευκτες στρεβλώσεις που μπορεί κανείς να συναντήσει. Η αναλυτική κατάσταση θεμελιώνεται άλλωστε σε μια σχέση ασυμμετρίας. Στην ανάλυση, όπως και στη ζωή, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Διαφορετικά, ελλοχεύουν άλλοι κίνδυνοι, ενδεχομένως σοβαρότεροι από εκείνον της αλλοτρίωσης και της υποταγής. Αλλά χρειάζεται να έχουμε υπόψη μας τις ενστάσεις του Φερέντσι. Είναι ακόμα επίκαιρες. 

– Ζούμε σε εποχές που οι άνθρωποι έχουν μεγάλη, μεγαλύτερη ίσως από ποτέ, ανάγκη να ζητήσουν βοήθεια από ειδικούς της ψυχικής υγείας. Πολλοί δεν μπορούν να κατανοήσουν τις διαφορές των διάφορων σχολών ψυχοθεραπείας. Η ψυχανάλυση τι θέση παίρνει στις σύγχρονες ανάγκες;

– Στο επίπεδο της τεχνικής, εκείνο που διακρίνει την ψυχανάλυση είναι η ιδιαίτερη θέση που αποδίδει στη μεταβίβαση και στην ερμηνεία της, επίσης η συνεχής σημασία που αποδίδεται στη λειτουργία και στο περιεχόμενο του ονείρου, του οποίου η ερμηνεία αποτελεί κατά τον Φρόυντ τη βασιλική οδό προς το ασυνείδητο. Αυτές είναι οι βασικές οδοί πλεύσης και παραμένουν αναλλοίωτες. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, θα έλεγα ότι η ψυχανάλυση από τη γέννησή της πήγε ενάντια στο ρεύμα της εποχής, καθώς ανέδειξε το δύσκολο, το άρρητο, το απωθημένο, το δυσάρεστο. Δεν υπήρξε politically correct. Αρχικά, εκθρόνισε το παιδί από το θρόνο της αθωότητας, καθώς αναγνώρισε την παιδική σεξουαλικότητα και μάλιστα τον πολύμορφα διαστροφικό χαρακτήρα της. Στη συνέχεια, ανέδειξε, χάρη στην ιδιοφυΐα του Φρόυντ ξανά, τον σπουδαίο ρόλο μιας εγγενούς τάσης για επιστροφή στην ανόργανη ύλη. Ο άνθρωπος είναι και καταστροφικός και αυτοκαταστροφικός διότι καταστροφικές δυνάμεις κατοικούν αναπόφευκτα εντός του. Είναι μια απαισιόδοξη αλλά ρεαλιστική προοπτική, την οποία σήμερα συναντάμε με οδύνη παντού. Από τη μόλυνση του περιβάλλοντος κόσμου ενός πλανήτη που μας φιλοξενεί μόνο για ένα μικρό μέρος από τη συνολική ύπαρξή του, μέχρι τους πολέμους, την επάνοδο της πυρηνικής απειλής, την πραγματικότητα της επιστροφής ακραίων ιδεολογιών, η ψυχανάλυση αντιτάσσει έναν ιδιαίτερο λόγο που αναδεικνύει την αυταπάτη της παντοδυναμίας του ανθρώπου. Δείτε για παράδειγμα την περιπέτεια της πανδημίας, που έφερε στην πόρτα μας αυτό ακριβώς που θέλαμε να κρατάμε όλοι έξω από αυτήν: τον θάνατο και την ευαλωτότητά μας, εντέλει τη θνητότητά μας, την παθητική θέση μας απέναντι στη φύση. Απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα, εάν κάποιος δεν καταφύγει στην ψυχαναλυτική γνώση, είναι αδύνατο, νομίζω, να τα προσεγγίσει στην πληρότητά τους και θα είναι ανέφικτο ίσως να τα κατανοήσει με τρόπο που κάτι θα αποκτήσει νόημα εντός του.

– Σε τι επίπεδο βρίσκεται η χώρα μας πλέον σε σχέση με την ψυχανάλυση;

– Παρά τους ανά καιρούς αναδυόμενους μάγους που αυτοαποκαλούνται «ψυχο-αναλυτές», η θεσμική λειτουργία της ψυχανάλυσης και η εκπαιδευτική διαδρομή ενός υποψηφίου ψυχαναλυτή σήμερα στην Ελλάδα βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα. Η ελληνική ψυχαναλυτική κοινότητα δεν είναι ενιαία αλλά αυτό μπορεί να είναι και πλούτος. Σε κάθε περίπτωση, είναι ιδιαίτερα δραστήρια και ειδικά τα τελευταία χρόνια έχει μια ολοένα και πιο διακριτή θέση. Όχι επειδή δημιουργήσαμε κάποιου είδους ψυχαναλυτική σχολή στην Ελλάδα. Ούτε διότι γίναμε ξαφνικά σοφοί, σαν τα σοφά μωρά που περιέγραψε ο Φερέντσι. Αλλά διότι ανοιχτήκαμε προς δράσεις και αποκτήσαμε λέξεις που μοιραστήκαμε αμοιβαία. Κι αυτό οδήγησε θεωρώ σε μια ολοένα και αυξανόμενη συν-δημιουργία μιας ψυχαναλυτικής σκέψης, ενός ψυχαναλυτικού διαλόγου, που σήμερα είναι περισσότερο ανοιχτός από όσο ήταν χθες.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή