Ο Δημήτρης Ινδαρές στην «Κ»: Οι αόρατες τρομοκρατίες είναι οι πιο ύπουλες

Ο Δημήτρης Ινδαρές στην «Κ»: Οι αόρατες τρομοκρατίες είναι οι πιο ύπουλες

Ο Δημήτρης Ινδαρές έχει κωδικοποιήσει τα όσα συνέβησαν τον Δεκέμβριο του 2019 ως «τα γεγονότα της ταράτσας». «Μοιάζει ήδη με τίτλο έργου…», σχολιάζω και πριν αποσώσω τη φράση έχει βγάλει από την τσάντα του ένα ογκωδέστατο υλικό

6' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Δημήτρης Ινδαρές έχει κωδικοποιήσει τα όσα συνέβησαν τον Δεκέμβριο του 2019 ως «τα γεγονότα της ταράτσας». «Μοιάζει ήδη με τίτλο έργου…», σχολιάζω και πριν αποσώσω τη φράση έχει βγάλει από την τσάντα του ένα ογκωδέστατο υλικό. Σημειώσεις σε εκατοντάδες σελίδες. «Η σωτηρία μου», αποφαίνεται. «Οι λέξεις λειτουργούν θεραπευτικά. Εκεί που το συναίσθημα, η απόγνωση, ο φόβος, πάει να σου διαλύσει την ψυχή και τον εγκέφαλο», συνεχίζει. «Αν έμενα μόνο μέσα στα γεγονότα, θα τρελαινόμουν. Φανταστείτε πόσο μια απλή συκοφαντία μάς αρρωσταίνει. Φανταστείτε να το κάνει αυτό το κράτος. Τεράστιος μηχανισμός, νιώθεις εντελώς εκμηδενισμένος. Τώρα ζούμε τα απόνερα αυτής της ιστορίας. Εξακολουθούν, βέβαια, κάποιοι άνθρωποι να παίζουν με τις λέξεις…».

Νωρίς το μεσημέρι στον πεζόδρομο της Δράκου, στο Κουκάκι, κάποιοι από τους περαστικούς τού ρίχνουν κλεφτές ματιές, σαν να τον αναγνωρίζουν. Και να μη σκέφτονται «είναι ο Δημήτρης Ινδαρές», κάτι τους θυμίζει. Η έκθεση του ίδιου και της οικογένειάς του, τα τελευταία δύο χρόνια, μετά το επεισόδιο με την εκκένωση της κατάληψης της Ματρόζου 45, του διπλανού σπιτιού τους, και τη δική τους αναίτια σύλληψη, ήταν πολύ μεγάλη και δυσβάσταχτη. Το δικαστήριο αποφάσισε πρόσφατα την αθώωσή του (και των γιων του). «Οι δικαστές λειτούργησαν άψογα, αποδόμησαν το κατηγορητήριο, έδωσαν προσοχή και χρόνο κι αυτό ήταν εκτός από δικαίωση και μεγάλη ανακούφιση», ομολογεί. «Θα κλείσει ποτέ για εσάς αυτή η ιστορία;», ρωτώ. «Αναπόφευκτα», απαντά. «Μπορεί να μεταβολιστεί σε κάτι δημιουργικό;», επιμένω. «Ο ένας τρόπος είναι να κλειστείς στον εαυτό σου και να προσπαθήσεις να το “μεταβολίσεις” μόνος, που δεν γίνεται. Ο άλλος, να το μοιραστείς με τους ανθρώπους, με τρόπο όμως που θα μπορέσουν να σε ακούσουν. Και πάντα κόντρα στην τάση που κυριαρχεί να σπαταλιούνται και οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους μέσα στην επικαιρότητα. Κάποιες φορές συμβαίνουν πολύ σοβαρά πράγματα και κάνουμε έναν αγώνα να ξορκίσουμε τον φόβο και να βγούμε στο φως».

Το δικό του «ξόρκι» ήταν ένα βιβλίο, με αφορμή ένα δημοτικό τραγούδι του Μοριά («Λενάκι, δυο φωτιές και δυο κατάρες»), ένα ντοκιμαντέρ («Μνήμη με ουρά»), κι ένα δεύτερο ντοκιμαντέρ που μοντάρει ήδη αυτήν την περίοδο, το οποίο βασίζεται στο βιβλίο του.

Η τυχαία ανακάλυψη ενός πάκου εγγράφων στο πατρικό του σπίτι στην Πάτρα τον οδήγησε σε μια αναζήτηση βάθους επτά γενεών. Ανάμεσα στα χαρτιά βρέθηκε το εκκλησιαστικό επιτίμιο που αφορά την καταδίκη των εμπρηστών ενός πύργου στο Λειβάρτζι των Καλαβρύτων, εκεί όπου λίγο πριν από το 1821 πλέχτηκε το ειδύλλιο δύο αλλοθρήσκων: της Ελένης, κόρης του άρχοντα Κυρ-Χριστόδουλου, και του Ελμάζ-αγά της Μοστενίτσας. Η Ελένη υπερασπίστηκε το αίσθημά της ξεστομίζοντας το αδιανόητο για την εποχή «Αντρα χρώσταγα, άντρα πήρα», προκαλώντας την αποχώρηση του πατέρα της από το αξίωμα του προεστού αλλά και τη φοβερή κατάρα της μάνας της. Λίγα χρόνια αργότερα, στις 16 Μαρτίου του 1821, ο ξάδελφος της αρχοντοπούλας οπλαρχηγός Δημητράκης Ινταρές κατακαίει τον πύργο του αγά στη Μοστενίτσα. Κλειδί για την αναψηλάφηση, το δημοτικό τραγούδι του Λιμάζη, ευρέως διαδεδομένο ως και τον Πόντο. «Από τη στιγμή που βρήκα ότι ο πρόγονός μου Δημητράκης Ινδαρές είναι αυτός που χάλασε τον πύργο του Ελμάζ και της Ελένης αισθάνθηκα “ένοχος”… Εβαλα σαν σκοπό να βρω την ιστορία της Ελένης και κάπως να την αναδείξω. Της γυναίκας που ύψωσε το ανάστημά της κόντρα στην πατρική αλλά και στη μητρική κυριαρχία. Αυτή ήταν η μαγιά. Για το Λειβάρτζι γνώριζα ελάχιστα. Στις πολλές εκδρομές που κάναμε στην Πελοπόννησο, ο πατέρας μου μάς έλεγε κάθε φορά που περνούσαμε ότι αυτός είναι ο δρόμος που πάει στο Λειβάρτζι αλλά δεν στρίψαμε ποτέ…», σχολιάζει ο σκηνοθέτης και συγγραφέας.

Με τα «γεγονότα της ταράτσας» έπεσαν πολλές μάσκες. «Οταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις». Πόσοι θυμόμαστε σήμερα τα λόγια του Χατζιδάκι;

– Πόσο η έρευνα για το θέμα του βιβλίου και στη συνέχεια η συγγραφή του σάς «στήριξαν» μετά το συμβάν;

– Το βιβλίο τότε δεν ήταν ακόμη βιβλίο. Ηταν το σχολαστικό ημερολόγιο μιας περιήγησης στο παρελθόν της καταγωγής μου. Καθώς λοιπόν στις οριακές στιγμές της ζωής μας στρεφόμαστε ενστικτωδώς προς τα πίσω, αναζητώντας εναγώνια τους προγόνους μας για να πάρουμε δύναμη, ήταν σαν να τους είχα όλους ήδη εκεί, και να μπορούσα να τους κοιτάξω στα μάτια. Τα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου γράφτηκαν το 2018-19 και όταν ολοκλήρωνα το τρίτο μέρος, που αφορά την καταβύθιση στον κόσμο του κακού, της δεισιδαιμονίας, της σκοτεινιάς, τότε συνέβησαν τα γεγονότα της ταράτσας. Προχώρησα στο τέταρτο μέρος όταν ησύχασαν λίγο τα πράγματα… Το βιβλίο με βοήθησε να συναντηθώ με ένα παρελθόν ματαιώσεων. Η αναψηλάφηση μού επέτρεψε να καταλάβω. Ψάχνω πάντα τρόπους να τακτοποιήσω έλλογα τα τραύματα που δεν θέλω να καταπιώ ή να αποσιωπήσω, να κουκουλώσω.

– Διάβασα στο βιβλίο τη φράση «η τραγωδία της συνάντησης της ηδονής με την οδύνη» και σκέφτηκα αμέσως ότι ηδονή ήταν η δημιουργία και οδύνη αυτό που συνέβη.

– Η τραγωδία αφορά τα όσα φανταζόμαστε ότι μπορεί να επεφύλαξε η ζωή στην Ελένη, λόγω της ρήξης της με την πατρική και τη μητρική εξουσία, την κατάρα που εισέπραξε για χάρη του έρωτά της με τον αλλόθρησκο Ελμάζ. Αφορά επίσης το ξέσπασμα της Επανάστασης, που με τα όπλα του Δημητράκη τους εξόρισε απ’ τον παράδεισο της μικρής τους επικράτειας. Η αναγεννητική δύναμη του έρωτα γκρεμίζει τείχη και προκαταλήψεις και αυτό ακριβώς δοξάζει το σχετικό δημοτικό τραγούδι, που καθιερώθηκε ως ένα από τα πιο διαδεδομένα γαμήλια δημοτικά και ταξίδεψε σε όλα τα μέρη που μιλιόταν η γλώσσα μας. Ανεξάρτητα λοιπόν από όσα δεινά μπορεί η ζωή στη συνέχεια να τους επεφύλαξε, το τραγούδι τούς ανέβασε στο φως. Σε εκείνο το φως συναντηθήκαμε με τη Λυδία Βενιέρη, που έκανε τις ζωγραφιές, τον Παντελή Μπουκάλα, που εκείνος πρώτος είδε στις σημειώσεις μου ένα βιβλίο, και την Εύα Καραϊτίδη που μου πρόσφερε μια πολύτιμη ανάσα με την έκδοσή του από την Εστία στη συγκεκριμένη δύσκολη συγκυρία για το σπίτι μας.

Ο Δημήτρης Ινδαρές στην «Κ»: Οι αόρατες τρομοκρατίες είναι οι πιο ύπουλες-1

Με τον φόβο παλεύουμε όλοι, οι σχέσεις είναι που μας σώζουν

– Γράφετε: «Σε μια χώρα τόσο μικρή είναι εντυπωσιακό πως φουντώνει κάθε τόσο η μισαλλοδοξία. Σαν μια πληγή που κάποιο χέρι τη ματώνει. Πώς φωλιάζει αυτό το χτικιό; Ποιος το τρέφει;»

– Δεν είναι εύκολο ν’ απαντήσει κανείς σε αυτό. Μπορεί όμως να επιλέξει μια στάση. Να πει απόλυτα και κατηγορηματικά «αρνούμαι να μπω σε αυτόν τον φαύλο κύκλο». Είναι γεγονός πως το κόστος είναι τεράστιο. Ειδικά όταν θελήσεις να το κάνεις χωρίς να επιχειρήσεις να γίνεις αόρατος, αλλά να το εκφράσεις ως πολιτική θέση. Δείτε πώς τα τελευταία χρόνια απαξιώνεται η ακηδεμόνευτη κριτική σκέψη ως ισαποστακισμός. Πόσο καχύποπτοι γίνονται όλοι σε όποιον εκφράζει τεκμηριωμένες αντιρρήσεις στα κυρίαρχα δόγματα. Ευτυχώς υπάρχουν ξεροκέφαλοι και χαλκέντεροι και σε αυτόν τον χώρο.

– Γράφετε: «Ο φόβος είναι το σύνορο μιας περιοχής που δεν μπορούμε να ορίσουμε (…). Ζωντανεύουν ρήγματα και στις χαραμάδες τους ανακαλούνται στιγμές απωθημένες. Ψίθυροι άναρθροι και σχήματα ακαθόριστα προσπαθούν να ξεχωρίσουν απ’ τη σύγχυση, να κεντηθούν στον καμβά κάποιας συνεκτικής αφήγησης».

– Με τον φόβο παλεύουμε όλοι. Τον φόβο του θανάτου προσπαθούμε να ξορκίσουμε. Ο φόβος του θανάτου είναι που μας βάζει στην πρίζα και τρέχουμε να ζήσουμε. Με τη γνώση, τον έρωτα, τη δημιουργία, αλλά πρώτα και κύρια τις σχέσεις μας με τους άλλους. Μόνοι υποφέρουμε. Οι σχέσεις είναι που μας σώζουν. Και οι σχέσεις προϋποθέτουν τον λόγο. Κι έτσι τελικά οι σχέσεις μας γίνονται ο καμβάς κάθε αφήγησης.

Και μιας και μιλάμε για τον φόβο, θα μου επιτρέψετε να πω κι αυτό: όποιος προσπαθεί να τον χρησιμοποιήσει για να χειραγωγήσει, είναι απαράδεκτος. Θα έπρεπε να εξοστρακίζεται. Γιατί υπάρχουν πολλών ειδών τρομοκρατίες, ορατές και αόρατες. Οι αόρατες είναι οι πιο ύπουλες.

– Ποιο θα θέλατε να είναι το αποτύπωμα που θα μείνει ως επίγευση από τα «γεγονότα της ταράτσας»;

– Ηταν μια οδυνηρή και ταυτόχρονα πολύ αποκαλυπτική περιπέτεια. Γιατί έπεσαν και πολλές μάσκες. «Οταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις». Πόσοι θυμόμαστε άραγε σήμερα τα λόγια αυτά του Μάνου Χατζιδάκι; Το τέρας πάντα ήταν και πάντα θα είναι εδώ. Γιατί κατοικεί μέσα στον καθένα μας. Να το θυμόμαστε και να προσέχουμε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή