Στα ίχνη των Ελληνίδων «γκασταρμπάιτερ»

Στα ίχνη των Ελληνίδων «γκασταρμπάιτερ»

Το ντοκιμαντέρ της Κωστούλας Τωμαδάκη «Η Μητέρα του Σταθμού» ακολουθεί τις «αόρατες» γενιές που έφυγαν μετανάστριες στη Γερμανία, ζώντας στο κενό ανάμεσα στη ζωή που άφησαν πίσω και σε αυτή που έφτιαξαν εκεί

στα-ίχνη-των-ελληνίδων-γκασταρμπάιτ-562862797

Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα της δεκαετία του ’50 και του ’60 η φτώχεια μάστιζε τον λαό και η μετανάστευση για πολλούς Ελληνες έμοιαζε μονόδρομος για μια καλύτερη ζωή. Ανάμεσα στις χώρες προς τις οποίες κατευθύνθηκαν ήταν φυσικά και η Γερμανία, η οποία είχε εξάλλου συνάψει συμφωνία με τη χώρα μας για την αποστολή εργατών μεταναστών στις φάμπρικές της. Ηταν οι λεγόμενοι «γκασταρμπάιτερ», δηλαδή φιλοξενούμενοι εργάτες από άλλες χώρες, με αβέβαιη τη διάρκεια παραμονής τους – οι περισσότεροι από αυτούς, άλλωστε, ήθελαν να μείνουν λίγα χρόνια για να μαζέψουν χρήματα και να γυρίσουν στην πατρίδα τους. 

Μέσα σε αυτά τα μεταναστευτικά κύματα υπήρξε και ένα που παρέμενε πολλαπλά αόρατο: των θηλυκών «γκασταρμπάιτερ». Ηταν γυναίκες που προέρχονταν κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα (αλλά όχι μόνο), όπου οι αγροτικές δουλειές περνούσαν κρίση και βρέθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 να παίρνουν τον δρόμο για τη Δυτική Γερμανία. Δρόμος που ήταν μακρύς: από τη Βόρεια Ελλάδα κατέβαιναν με λεωφορείο στον Πειραιά. Εκεί τις περίμενε το πλοίο «Κολοκοτρώνης» που πήγαινε έως την Ιταλία, από την οποία πάλι έμπαιναν στο τρένο με τελικό σταθμό τη Στουτγκάρδη ή άλλες γερμανικές πόλεις. Οι κατάλληλοι άνθρωποι τις περίμεναν στον εκάστοτε σταθμό για να τις διοχετεύσουν στις γύρω πόλεις και στα χωριά, σε σπίτια, τα «χάιμ», όπου στοιβάζονταν 5 και 6 γυναίκες μαζί, κοντά στα εργοστάσια όπου θα δούλευαν. 

Στα ίχνη των Ελληνίδων «γκασταρμπάιτερ»-1
Οι γυναίκες «γκασταρμπάιτερ» προτιμούνταν σε εργοστάσια με ηλεκτρονικά, μεταξύ άλλων, επειδή είχαν μικρότερα και ευέλικτα χέρια. Φωτ.: Αρχείο Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου.

Οι γυναίκες, επειδή είχαν μικρά και λεπτά χέρια, προτιμούνταν σε εργοστάσια με καλσόν, πορσελάνες, ηλεκτρονικά κ.λπ. Παρόλο που υπήρξαν ισχυρό εργατικό δυναμικό, η Ιστορία σαν κάπως να τις ξέχασε κάτω από το τρίπτυχο γυναίκα-μετανάστρια-αγράμματη. Κάποιες έφυγαν μόνες τους από επιλογή, μα όχι όλες. Τις περισσότερες από αυτές ακολουθούσαν σπαρακτικές ιστορίες: κάποιες αναγκάζονταν να φύγουν μόνες γιατί οι σύζυγοί τους δεν μπορούσαν λόγω πολιτικών φρονημάτων. Αλλες άφηναν πίσω παιδιά και άλλες έπαιρναν μόνο το ένα από τα δύο, αφήνοντας το άλλο σε γιαγιάδες και συγγενείς. Ολες τους ζούσαν ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες, δύο χώρες, δύο γλώσσες, στο κενό ανάμεσα στη ζωή που άφησαν πίσω και σε αυτή που έφτιαξαν εκεί.

Τα ίχνη των Ελληνίδων «γκασταρμπάιτερ» επιχείρησε να καταγράψει με τον φακό της η Κωστούλα Τωμαδάκη στο ντοκιμαντέρ «Η Μητέρα του Σταθμού» και να εντρυφήσει στην προφορική ιστορία εκεί που δεν φτάνει η «επίσημη». Εψαξε και βρήκε τις ίδιες, τα παιδιά τους, αλλά και τις επόμενες γενιές που κατευθύνθηκαν για τη Γερμανία, μέχρι και το τελευταίο κύμα του 2010 και έπειτα και της βαθιάς κρίσης. 

Από τα καλοκαίρια στα Καλάβρυτα σε μια πενταετή έρευνα όσων δεν καταγράφηκαν ποτέ

Στα ίχνη των Ελληνίδων «γκασταρμπάιτερ»-2
Κάποια από τα παιδιά πήγαιναν στη Γερμανία με τους γονείς τους, κάποια έμεναν πίσω με τις γιαγιάδες και τους παππούδες.

Ολα ξεκίνησαν για τη σκηνοθέτρια από ένα κομμάτι μνήμης των παιδικών της χρόνων. Τότε που περνούσε τα καλοκαίρια στο χωριό της μητέρας της, λίγο έξω από τα Καλάβρυτα και παρατηρούσε πως πολλά παιδιά έμεναν με τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους. Στο μεταξύ, οι γονείς τους φόρτωναν τα αμάξια τους για να φύγουν για Γερμανία. «Από τη μια, δεν μπορούσα να καταλάβω με το παιδικό μου μυαλό πώς οι μανάδες άφηναν τα παιδιά τους έως το επόμενο καλοκαίρι και, από την άλλη, δυσκολευόμουν να κατανοήσω πώς πήγαιναν σε μια άλλη χώρα με την οποία είχαμε πόλεμο πριν από μερικά χρόνια», θυμάται η Κωστούλα Τωμαδάκη. 

Κάποιες δεκαετίες μετά, περίπου το 2011, εν μέσω κρίσης, έπεσε πάνω σε μια αγγελία νοσοκομείου του Μονάχου που ζητούσε Ελληνες γιατρούς. Επικοινωνώντας με το νοσοκομείο διαπίστωσε πως ήδη υπήρχε πολύ μεγάλη ζήτηση από Ελληνες γιατρούς να μεταναστεύσουν και να δουλέψουν στην πόλη της Γερμανίας. Η σκηνοθέτρια ξεκίνησε τότε να ψάχνει αρχειακό υλικό, όπως φιλμάκια και τηλεοπτικές εκπομπές για τη μετανάστευση της δεκαετίας του 60. Και ενώ βρήκε πολλές ιστορίες ανδρών, λίγα στοιχεία κατάφερε να εντοπίσει για τις Ελληνίδες μετανάστριες. 

Ετσι, ξεκίνησε στόμα με στόμα και μέσα από προσωπικά αρχεία μία έρευνα που διήρκεσε 5 χρόνια και στην οποία η σκηνοθέτρια μίλησε με σχεδόν 100 γυναίκες: μετανάστριες της πρώτης, αλλά και της δεύτερης και της τρίτης γενιάς που μετακινήθηκαν στη Γερμανία, αλλά και με τα παιδιά τους. Η Κωστούλα Τωμαδάκη επισκέφθηκε τις γυναίκες αυτές στις πόλεις της Ελλάδας που βρίσκονται σήμερα, προσπαθώντας να αποκτήσει οικειότητα μαζί τους, ώστε και εκείνες να καταφέρουν να ανοιχτούν για τραυματικά, πολλές φορές, γεγονότα. Από τις κουβέντες τους επέλεξε τις πιο αντιπροσωπευτικές ιστορίες που συγκροτούν την αφήγηση της «Μητέρας του Σταθμού». 

Οι ιστορίες που θέλουν να ειπωθούν και τα παιδιά «βαλίτσες»

Στα ίχνη των Ελληνίδων «γκασταρμπάιτερ»-3
Τα παιδιά «βαλίτσες» βρέθηκαν ξαφνικά ανάμεσα σε δύο κόσμους: της Γερμανίας και της Ελλάδας. 

«Αυτό που διαπίστωσα ήταν ότι οι γυναίκες αυτές ήθελαν να πουν τις ιστορίες τους», λέει η δημιουργός του ντοκιμαντέρ, «θέλουν ο κόσμος να μάθει τι συνέβαινε εκείνα τα χρόνια στη Γερμανία και πώς μεγάλωσαν τα παιδιά τους».  

Δίπλα στις ιστορίες των μανάδων «γκασταρμπάιτερ» στέκονται και αυτές από τα παιδιά «βαλίτσες», όπως λέγονταν τα παιδιά των μεταναστών/μεταναστριών που συχνά υπέμεναν ένα συνεχές μπρος-πίσω μεταξύ Γερμανίας-Ελλάδας. Οι ιστορίες τους είναι το ίδιο δυνατές πολλές φορές με αυτές των μανάδων τους. Αλλα από αυτά πήραν τον δρόμο από την Κωνσταντινούπολη προς το Μόναχο, χωρίς εισιτήριο, στην κοιλιά της μάνας τους. Αλλα χωρίστηκαν από τα αδέλφια τους. Και άλλα ξαναγύρισαν στην Ελλάδα και μιλούσαν στους γονείς τους από το τηλέφωνο του χωριού, εκεί που τους άκουγαν όλοι και δεν είχαν ούτε μια στιγμή ιδιωτικότητας μαζί τους. Κάποια από αυτά, σε τρυφερή ηλικία που δεν καταλάβαιναν τον χρόνο και τα σύνορα, ήξεραν μόνο πως βρίσκονταν πλέον στην Ελλάδα όταν πια δεν έβλεπαν στους δρόμους Σκαραβαίους Φολγκσβάγκεν. 

Στα ίχνη των Ελληνίδων «γκασταρμπάιτερ»-4
«Ηταν και είναι γυναίκες με τεράστια δύναμη. Και επίσης όλες οι γενιές ήθελαν έναν κόσμο καλύτερο για τα παιδιά τους», λέει η Κωστούλα Τωμαδάκη για τις διαφορετικές γενιές μεταναστριών.

Από τις δεκάδες γυναίκες, μάνες και κόρες, διαφορετικών γενεών και συνθηκών μετανάστευσης, με τις οποίες μίλησε η Κωστούλα Τωμαδάκη, βρίσκει έναν βασικό κοινό τόπο στις ιστορίες τους: «Ηταν και είναι γυναίκες με τεράστια δύναμη. Και επίσης όλες οι γενιές ήθελαν έναν κόσμο καλύτερο για τα παιδιά τους». Οσο οι «θυσίες» τους ξετυλίγονται στην κάμερα, δεν χωρά αμφιβολία για αυτό. Η σκηνοθέτρια, ακούγοντας όλες αυτές τις αφηγήσεις, αναπόφευκτα άρχισε να μπαίνει στη θέση τους και ένιωθε να τη συγκλονίζει και μόνο η ιδέα.

«Μην ξεχνάμε βέβαια πως και σήμερα ακόμα ολόκληρα έθνη ξεκληρίζονται και όσοι σώζονται προσπαθούν να μεταναστεύσουν», σχολιάζει. Ισως για αυτό κιόλας το ντοκιμαντέρ δεν αγγίζει μόνο την ελληνική ευαίσθητη χορδή της ξενιτιάς. Πέρα από το 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, έχει προβληθεί σε φεστιβάλ όλου του κόσμου: από τις ΗΠΑ μέχρι το Μουμπάι και από την Αυστραλία έως την Μπογκοτά. 

Σε όλο αυτό το ταξίδι των Ελληνίδων «γκασταρμπάιτερ» ίσως και να ήταν το τραγούδι που τις έσωσε. Η Δέσποινα Μπαμιατζή θυμάται να κατεβαίνει από τις Σέρρες στην Αθήνα με την αδελφή της, στο πρώτο κομμάτι του ταξιδιού προς τη Γερμανία και να τραγουδάει ακατάπαυστα στο λεωφορείο. Στα δύσκολα, είχαν το μπουζούκι και τα γλέντια τους, ακόμα και αν τους χώριζαν χιλιάδες χιλιόμετρα από το σπίτι. Η Αγάπη Αρτζανίδου ανακαλεί τους χορούς, τα γέλια και τις παρέες. «Και τώρα δεν μπορούμε να τραγουδήσουμε. Τραγουδάω μόνη μου, αλλά ποιος με ακούει; Κανείς», λέει και αρχίζει να τραγουδάει με σπασμένη φωνή τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». 

Το ντοκιμαντέρ «Η Μητέρα του Σταθμού» της Κωστούλας Τωμαδάκη θα προβάλλεται από τις 22 Φεβρουαρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή