Αρθρο Γ. Βαληνάκη στην «Κ»: Ο διάλογος πρέπει να είναι και κερδοφόρος

Αρθρο Γ. Βαληνάκη στην «Κ»: Ο διάλογος πρέπει να είναι και κερδοφόρος

Tο πραγματικό δίλημμα δεν είναι (ο οποιοσδήποτε) «διάλογος ή πόλεμος», αλλά η επιλογή της διαδικασίας που μεγιστοποιεί τα εθνικά οφέλη

3' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στη νέα μορφή διαλόγου που η χώρα μας φαίνεται να επέλεξε, κυριαρχούν στην πραγματικότητα τα κλασικά χαρακτηριστικά ανάλογων προσπαθειών κατά τα σχεδόν 50 χρόνια αντιπαράθεσης με την Τουρκία. Ομως οι διεκδικήσεις της γείτονος συν τω χρόνω αυξάνονταν και τελικά όλα τα σχήματα συνομιλιών εγκαταλείφθηκαν ως ατελέσφορα. Είναι γι’ αυτό ίσως χρήσιμη μια συνοπτική ενδοσκόπησή τους και συσχέτιση με τις στρατηγικές επιδιώξεις των δύο πλευρών. Κι αυτό γιατί το καίριο ζήτημα ενός διαλόγου δεν είναι η χρησιμότητά του ή μη, αλλά η πλέον συμφέρουσα μεθόδευσή του ώστε να αποκομίσουμε τα μέγιστα δυνατά εθνικά κέρδη.

Διμερείς διαπραγματεύσεις (διότι περί αυτών πρόκειται, παρά την πολιτικά πιο εύπεπτη ονομασία «διάλογος») διεξάγονται επί δεκαετίες, σε όλα τα επίπεδα και με σχεδόν κάθε νοητή μορφή. Η χώρα μας επιδιώκει, ως γνωστόν, τη δικαστική διευθέτηση μέσω συνυποσχετικού. Η Τουρκία όμως αποδέχεται την προσφυγή στη Χάγη μόνο με θεματολογία «στα μέτρα της» (π.χ. προκρίνει τη «δίκαιη» οριοθέτηση σε βάρος της μέσης γραμμής και τις εξαιρέσεις του Δικαίου της Θάλασσας εις βάρος των κανόνων). Σαφής είναι σε κάθε περίπτωση η προτίμησή της στον «διάλογο», όπου θεωρεί ότι σαφώς υπερτερεί. Πρώτον, επειδή συνδέει έντεχνα το «τραπέζι» με το «πεδίο» –με τη χρήση απειλών και την άσκηση ελεγχόμενης βίας– απέναντι σε μια χώρα που προκρίνει την ηρεμία της («ήσυχα καλοκαίρια»). Δεύτερον, επειδή ξεδιπλώνει μια δεκάδα αναθεωρητικών διεκδικήσεων απέναντι σε ένα συνομιλητή που κυρίως αμύνεται, ελπίζοντας ότι αυτές με κάποιο μαγικό τρόπο θα εξαφανιστούν.

Συνεπώς, η νέα αναβάθμιση του «διαλόγου» από το υπηρεσιακό στο πολιτικό επίπεδο ούτε πρωτόγνωρη είναι ούτε στερείται κινδύνων. Οι λεγόμενες διερευνητικές επαφές –προϊόν της ήττας στα Iμια– επέτρεψαν επί 21 χρόνια στην Αγκυρα να καταθέτει οποιαδήποτε (συνήθως αναθεωρητική) θεωρία της και στην Αθήνα να ισχυρίζεται ότι συζητάει αποκλειστικά για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Υπήρξαν όμως και «κερκόπορτες», αφού δυστυχώς εξωθηθήκαμε από την Αγκυρα σε έμμεση συζήτηση μονομερών διεκδικήσεών της μέσω της ανταλλαγής επιστολών στον ΟΗΕ (π.χ. για τη στρατιωτικοποίηση των νησιών).

Αφού λοιπόν εξαντλήθηκε μετά 64 γύρους συνομιλιών η «διερεύνηση» των εκατέρωθεν «θέσεων», τώρα διαρρέει η πληροφορία ότι ο διάλογος εισέρχεται πλέον «στην ουσία», χωρίς όμως περαιτέρω διευκρινίσεις ή νέες ιδέες. Τα τρία «τραπέζια» («επίπεδα») διαπραγμάτευσης που παρουσιάστηκαν, δηλαδή το πολιτικό, τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) και η «θετική ατζέντα», δεν φαίνεται να διαφέρουν πολύ από ανάλογες παλαιότερες προσεγγίσεις. Εκτός αν τα στρατιωτικά ΜΟΕ και ο «μηχανισμός αποσυμπίεσης» μέσω ΝΑΤΟ, που συμφωνήθηκε στην κρίση του 2020, οδηγήσουν σε μια έμμεση συζήτηση για να «καθησυχαστούν» οι τουρκικές «ανησυχίες» αναφορικά με τα πλέον σύγχρονα (δήθεν «επιθετικά») οπλικά συστήματα των νησιών μας. Το θέμα της «αποστρατιωτικοποίησης» είναι πιθανότατα το κρισιμότερο από όλα, δεδομένης της αναβάθμισής του από την Αγκυρα σε όχημα αμφισβήτησης της ελληνικότητας όλων των ανατολικών νησιών μας.

Κρίσιμη παράμετρος του διαλόγου είναι και η επιμονή του Ερντογάν να διεξάγεται «χωρίς παρεμβάσεις τρίτων». Στην ουσία επιχειρεί με τη μεθόδευση αυτή να ακυρώσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που θα μπορούσε να αξιοποιήσει η Ελλάδα από τη συμμετοχή της στην Ε.Ε. και την αμερικανική στήριξη – κυρίως από το Κογκρέσο. Ο ίδιος «καίγεται» για δυτική οικονομική στήριξη και για την αναβάθμιση της συμφωνίας τελωνειακής ένωσης με την Ε.Ε. Εξίσου διακαώς επιθυμεί τα F-16 που έχει μπλοκάρει το Κογκρέσο. Και στα δύο αυτά παράλληλα «τραπέζια» ελληνοτουρκικής «διαπραγμάτευσης» μέσω τρίτων, η εικόνα σχεδόν μηδενικών παραβιάσεων και διαλόγου μετ’ εναγκαλισμών βοηθά έμμεσα την τουρκική επιδίωξη να αποτραπούν Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία από την προβολή βέτο ή/και αποκόμισης ανταλλαγμάτων από την Αγκυρα στα άλλα «τραπέζια». Γιατί π.χ. να μην εξαρτηθεί εκ μέρους μας η έγκριση της τελωνειακής ένωσης, αφού προηγηθεί εγκατάλειψη των τουρκικών θεωριών περί «γκρίζων ζωνών»/«Γαλάζιας Πατρίδας»; Και γιατί να μην εξαρτήσει το Κογκρέσο την προμήθεια των F-16 (αντί της διακοπής των υπερπτήσεων με την οποία ήδη υποκριτικά και προσωρινά η Αγκυρα έσπευσε να συμμορφωθεί), από τον ενταφιασμό των τουρκικών θεωριών περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών μας;

Κατά συνέπεια –με την επιφύλαξη θετικών εκπλήξεων λόγω π.χ. κατάθεσης νέων και «έξυπνων» ιδεών στη Νέα Υόρκη, που ενδεχομένως κυοφορούνται– προσώρας δεν διαφαίνεται ουσιαστική αλλαγή στον διάλογο, ούτε ένα διαπραγματευτικό σχέδιο με στόχο συγκεκριμένα κέρδη. Εν κατακλείδι, το πραγματικό δίλημμα δεν είναι (ο οποιοσδήποτε) «διάλογος ή πόλεμος», αλλά η επιλογή της διαδικασίας που μεγιστοποιεί τα εθνικά οφέλη. Ενα τέτοιο φιλόδοξο σχέδιο θα μπορούσε να συνδυάζει τα θετικά του πολιτικού διαλόγου με εκείνα της δικαστικής επίλυσης, μέσα από μια έξυπνη αξιοποίηση αδρανών ευρωπαϊκών και συμμαχικών πλεονεκτημάτων μας.

Ο κ. Γιάννης Βαληνάκης είναι καθηγητής, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας/ΕΚΠΑ, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή