Αρθρο Γ. Μπαλαμπανίδη στην «Κ»: Αόρατες πόλεις

Αρθρο Γ. Μπαλαμπανίδη στην «Κ»: Αόρατες πόλεις

Μπορεί η τοπική διακυβέρνηση να γίνει εργαστήρι μιας ευρύτερης πολιτικής (και προγραμματικής) δυναμικής;

4' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πόλη της Μπολόνια έχει τρία προσωνύμια: la dotta, η λόγια, από το πανεπιστήμιό της που ιδρύθηκε το 1088 και λογίζεται το αρχαιότερο στον κόσμο· la grassa, η παχουλή, από τη λιπαρή πεντανόστιμη κουζίνα της· la rossa, από το κόκκινο χρώμα στις στέγες αλλά και την «κόκκινη» πολιτική της παράδοση. Από σοσιαλιστές δημάρχους πριν από τη φασιστική περίοδο, κομμουνιστές στα μεταπολεμικά χρόνια του ένδοξου ευρωκομμουνιστικού PCI τού Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, σοσιαλδημοκράτες μέχρι σήμερα που ο σαραντάρης Ματέο Λέπορε, του Δημοκρατικού Κόμματος, διατηρεί αλώβητο το κάστρο μέσα στο πέλαγος του νεοφασισμού της Μελόνι.

Ο δημοσιογράφος Μαξ Γιάτζι στο βιβλίο «Red Bologna» (1977) περιέγραφε μια πόλη υπόδειγμα στα χρόνια του ιταλικού κοινωνικού ριζοσπαστισμού: δωρεάν συγκοινωνίες, προστασία του ιστορικού κέντρου και των δημοσίων χώρων, κοινωνικές υπηρεσίες, εκπαιδευτικές δομές για την οικογένεια και τους εργαζομένους, κοινωνική κατοικία. Ο σημερινός επισκέπτης της πόλης βλέπει αυτό το αποτύπωμα, παρά το gentrification, μαζί με μια οργανωμένη καμπάνια που προσκαλεί τους πολίτες σε διαρκή δημόσια διαβούλευση για κάθε παρέμβαση στον αστικό χώρο.

Τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με τις δικές μας δημοτικές και περιφερειακές εκλογές – ειδικά αν σκεφτούμε τη θλιβερή, συχνά, ποιότητα ζωής στις ελληνικές πόλεις; Ας πούμε, μια παρατήρηση πολιτικής «μεθοδολογίας». Η Μπολόνια αποτελεί θαυμάσια απόδειξη ότι η ποιότητα ζωής μιας πόλης μπορεί να συναρτάται με την τοπική διακυβέρνηση ως πολιτικό εργαστήρι. Κατά κάποιον τρόπο, κάτι παρόμοιο συνέβη τις περασμένες δύο Κυριακές.

Οι αυτοδιοικητικές εκλογές ανήκουν στις λεγόμενες «εκλογές δεύτερης τάξης». Δεν επιλέγουμε κυβέρνηση, οπότε έχουμε την πολυτέλεια να εκφράζουμε διαφορετικά μηνύματα: δυσφορίες, προσδοκίες, αναμονές. Παρότι, λοιπόν, δεν ήταν εκλογές με κεντρική πολιτική σημασία, ωστόσο ενδέχεται να δίνουν σημαντικές ενδείξεις για κύκλους που κλείνουν, συνεχίζονται ή μισοανοίγουν.

Ενας κύκλος που συνεχίζεται, φτάνοντας σε ακραίο σημείο, είναι αυτός της διογκούμενης αποχής. Η συμμετοχή κατέγραψε ιστορικό χαμηλό (από 72,7% το 2002 στο 52,5%), παρακολουθώντας τη σταθερή μείωση της συμμετοχής και στις εθνικές εκλογές, περίπου κατά 10% ανά δεκαετία (76,3% το 1996, 65,1% τον Μάιο 2012, 53,7% τον Ιούνιο 2023, το χαμηλότερο στη Μεταπολίτευση). Η χαμηλή εμπλοκή των πολιτών δεν είναι απλώς ένδειξη κρίσης εκπροσώπησης ή δείκτης αυξανόμενης απόστασης από το πολιτικό σύστημα. Διαμορφώνει πλέον μια δημοκρατία χαμηλών προσδοκιών.

Σ’ αυτό το φόντο μοιάζει να μισοκλείνει ένας κύκλος που άνοιξε το 2019, όταν δηλαδή έκλεισε ο μεγαλύτερος κύκλος της κρίσης και των τεκτονικών μετακινήσεων του πολιτικού συστήματος. Τότε εκφράστηκε το αίτημα για καταλαγή των παθών μιας ολόκληρης δεκαετίας, με τη σχεδόν αδιατάρακτη κυριαρχία της Ν.Δ. Μετά και τον θρίαμβο των εθνικών εκλογών του φετινού καλοκαιριού, ήταν εύλογο το στοίχημα για απόλυτη κυριαρχία στις τοπικές εκλογές. Δεν ευοδώθηκε. Το υπόστρωμα κοινωνικής ματαίωσης, από τα Τέμπη έως τις πλημμύρες του Σεπτεμβρίου, τα δείγματα διαχειριστικής ανεπάρκειας, ο εκβιασμός της ψήφου μέσω της σύνδεσής της με την απρόσκοπη συνέχιση των κρατικών-ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων, ερέθισαν αντανακλαστικά μιας λελογισμένης διαμαρτυρίας. Η Ν.Δ. παραμένει κυρίαρχη, αλλά στον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών υπέστη το πρώτο σοβαρό της τραύμα.

Κι εδώ φαίνεται να μισοανοίγει ένας νέος πολιτικός κύκλος. Παρατηρήθηκε ότι με την κυριαρχία της Ν.Δ. βαδίζουμε προς ένα σύστημα «κυρίαρχου κόμματος», από όπου λείπει ένα θεμελιώδες δημοκρατικό αντίβαρο: ισχυρή αντιπολίτευση. Το εκλογικό σώμα, όμως, μοιάζει να απορρίπτει μια τέτοια ασυμμετρία. Πώς μεταφράστηκε αυτό πολιτικά;

Ξανάγινε ορατή η ευρύτερη «προοδευτική παράταξη». Ο Δήμος Αθηναίων και η Περιφέρεια Θεσσαλίας είναι ενδεικτικές περιπτώσεις, αν και όχι οι μόνες. Δύο υποψήφιοι χωρίς αμιγή κομματικά χαρακτηριστικά, πανεπιστημιακοί, «outsiders» της πολιτικής, με ενδιαφέρουσα προγραμματική ατζέντα (ιδίως στην Αθήνα ο Χάρης Δούκας έβαλε στο επίκεντρο το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή) – μαζί και η αίσθηση ότι υπήρχε ένα μαχητό διακύβευμα. Ηταν στοιχεία αρκετά για να κινητοποιηθούν οι απογοητευμένοι, ξενερωμένοι ψηφοφόροι της Κεντροαριστεράς, σπάζοντας κομματικές γραμμές, όπως στην περίπτωση ψηφοφόρων που προσωρινά ίσως σταθμεύουν στο ΚΚΕ.

Το ΠΑΣΟΚ δικαιούται να αισθάνεται σε θέση υπεροχής έναντι του εν περιδινήσει ΣΥΡΙΖΑ, αφού κέρδισε πολλούς δήμους ανά την Ελλάδα και επιβεβαίωσε το ρίζωμά του στις τοπικές κοινωνίες, παρότι στον πρώτο γύρο της αμιγώς κομματικής καταγραφής τα ποσοστά του στις περιφέρειες δεν ήταν ενισχυμένα. Ωστόσο, υπάρχει κάτι που υπερβαίνει τους κομματικούς φορείς: διατυπώθηκε ένα κοινωνικό αίτημα για ισχυρή, πλειοψηφική και ανταγωνιστική εκπροσώπηση της ευρύτερης Κεντροαριστεράς.

Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους δύο κομματικούς «enemy brothers» μπορεί να συνεχιστεί στο προβλεπτό μέλλον. Ωστόσο, καθώς η υπόθεση της απλής αναλογικής έκλεισε, έστω προσωρινά, το σύστημά μας ωθεί προς τον σχηματισμό μεγάλων πλειοψηφικών σχηματισμών. Ας συνυπολογίσουμε και ότι μακροσκοπικά το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι διπολικό: από τους Ορεινούς και Πεδινούς του 1860 στο τρικουπικό και δηλιγιαννικό κόμμα του 1880, από τον πολωμένο δικομματισμό βενιζελισμού – αντιβενιζελισμού στον Μεσοπόλεμο, μέχρι τον δικομματισμό της Μεταπολίτευσης.

Ανεξάρτητα, λοιπόν, εάν ο αγώνας ημιαντοχής μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ συνεχιστεί έως τις ευρωεκλογές, με τυχόν ανακατατάξεις στο μεταξύ, φαίνεται ότι κάποια στιγμή η ανταγωνιστική συμβίωση των δύο θα πρέπει να δώσει τη θέση της σε έναν ενιαίο, αν και «πληθυντικό», φορέα εκπροσώπησης της «προοδευτικής παράταξης». Η συζήτηση έχει ανοίξει, οι περιορισμοί του εκλογικού συστήματος συντείνουν προς τα εκεί, πλέον έχει καταγραφεί και εκλογικά η πολιτική «ζήτηση». Κάπως έτσι η τοπική διακυβέρνηση μπορεί να γίνει εργαστήρι μιας ευρύτερης πολιτικής (και προγραμματικής) δυναμικής. Η Μπολόνια από την Αθήνα μπορεί να απέχει λιγότερο απ’ όσο νομίζουμε.

Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός επιστήμονας, συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT