Αρθρο Ν. Αλιβιζάτου στην «Κ»: Και πάλι για τη συνείδηση του βουλευτή

Αρθρο Ν. Αλιβιζάτου στην «Κ»: Και πάλι για τη συνείδηση του βουλευτή

Εχοντας αρθρογραφήσει πολλές φορές στο παρελθόν για την κομματική πειθαρχία και τα όριά της, είχα αποφασίσει να μην ασχοληθώ με το θέμα των ημερών, ώσπου έπεσα πάνω στην ομιλία του Στέφανου Κασσελάκη στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, το προπερασμένο Σάββατο

4' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εχοντας αρθρογραφήσει πολλές φορές στο παρελθόν για την κομματική πειθαρχία και τα όριά της, είχα αποφασίσει να μην ασχοληθώ με το θέμα των ημερών, ώσπου έπεσα πάνω στην ομιλία του Στέφανου Κασσελάκη στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, το προπερασμένο Σάββατο. Μπροστά σε ένα αποσβολωμένο ακροατήριο, ξεκίνησε με δύο ρητορικά ερωτήματα. Τα παραθέτω όπως τέθηκαν επί λέξει, με τα άθλια ελληνικά του ομιλητή:

«Ποιος εδώ μέσα διαφωνεί με ένα ζευγάρι ομόφυλο να έχει τη δυνατότητα στον πολιτικό γάμο; Να σηκωθεί. Και ποιος εδώ μέσα διαφωνεί ένα ομόφυλο ζευγάρι να έχει δικαίωμα για τεκνοθεσία και υιοθεσία; Εάν υπάρχει κανείς, να σηκωθεί».

Ο πειρασμός είναι βέβαια μεγάλος να σχολιάσει κανείς την έμφοβη στάση, αν όχι όλων, τουλάχιστον των πιο μπαρουτοκαπνισμένων μελών της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, μπροστά στη δοκιμασία που τους υπέβαλε ο απίστευτα ναρκισσευόμενος αρχηγός τους. Θυμίζοντας κάτι μεταξύ επαρχιακού γυμνασιάρχη της δεκαετίας του 1950 και εγγονού της θείας από το Σικάγο, δεν τους ζήτησε καν να πουν ευθαρσώς αν διαφωνούν αλλά «να σηκωθούν». Διότι, όπως είπε, το θέμα είναι ταυτοτικό για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο εξευτελισμός τους, με άλλα λόγια, ήταν τέλειος (για να θυμηθούμε τα λόγια του ποιητή).

Διευκρινίζω κατ’ αρχάς ότι, επί της ουσίας, τάσσομαι ανεπιφύλακτα υπέρ της καθιέρωσης του γάμου των ομοφυλοφίλων. Θα ολοκληρωθεί έτσι το βήμα, στο οποίο και εγώ έχω συμπράξει ως δικηγόρος στο Στρασβούργο όταν, ύστερα από καταδίκη της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, επεκτάθηκε το σύμφωνο συμβίωσης και στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, το 2015. Για μένα, συνεπώς, το ζήτημα δεν τίθεται εκεί αλλά στο αν, για ένα παρόμοιο θέμα, έχουν οι βουλευτές το δικαίωμα, για συνειδησιακούς λόγους, να αφίστανται από την όποια κομματική γραμμή.

Θυμίζω βέβαια ότι συνταγματικά δεν τίθεται καν το ερώτημα: το άρθρο 60 καθιερώνει πανηγυρικά το «απεριόριστο δικαίωμα της γνώμης και ψήφου [των βουλευτών] κατά συνείδηση», ενώ το άρθρο 51 ορίζει ότι «αντιπροσωπεύουν το Εθνος» και όχι τους ψηφοφόρους της περιφέρειάς τους.

Εντούτοις, παρότι το γράμμα του Συντάγματος ορίζει ότι «οι βουλευτές» είναι αυτοί που εκλέγονται από τον λαό και όχι τα κόμματα (άρθρο 51), κανένας δεν αμφισβητεί ότι η σύγχρονη δημοκρατία είναι κατεξοχήν κομματική. Οχι μόνον γιατί στις μέρες μας ο ρόλος των κομμάτων αναγνωρίζεται πανηγυρικά, αλλά προπάντων διότι δεν έχει ακόμη βρεθεί άλλος ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στους κυβερνώντες και στον λαό. Αλίμονο, για παράδειγμα, αν για έναν φορολογικό νόμο αφήνονταν οι βουλευτές να ψηφίσουν κατά συνείδηση. Καθένας θα ψήφιζε για τα συμφέροντα των εντολέων του. Δεν έχουν συνεπώς άδικο όσοι σήμερα μιλούν για «δημοκρατία των κομμάτων».

Ηθικοπολιτικά, ωστόσο, ερωτάται αν υπάρχουν ορισμένα ζητήματα για τα οποία ο βουλευτής μπορεί να επικαλεστεί συνειδησιακούς λόγους για να μην ακολουθήσει την κομματική γραμμή. Και τούτο, με το κεφάλι ψηλά, χωρίς τον φόβο της διαγραφής.

Το άρθρο 60 καθιερώνει το «απεριόριστο δικαίωμα της γνώμης και ψήφου [των βουλευτών] κατά συνείδηση», ενώ το άρθρο 51 ορίζει ότι «αντιπροσωπεύουν το Εθνος» και όχι τους ψηφοφόρους της περιφέρειάς τους.

Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό είναι κρίσιμο να διευκρινιστεί ποια μπορεί να είναι τα ζητήματα που εμπίπτουν στην ανωτέρω κατηγορία.

Πρώτα πρώτα θα τοποθετούσα πραγματικά στασιαζόμενα θέματα, που ανάγονται στις βαθύτερες πεποιθήσεις –θρησκευτικές και φιλοσοφικές– του βουλευτή. Επιμένω στο επίθετο «βαθύτερες». Οτι δεν πρόκειται δηλαδή για εφήμερες απόψεις, οι οποίες απευθύνονται στο θυμικό των ψηφοφόρων τους, αλλά για στάση ζωής. Στην κατηγορία αυτή ανήκε, ειδικά στις καθολικές χώρες, η νομιμοποίηση των αμβλώσεων στη δεκαετία του 1970. Στην ίδια κατηγορία περιλαμβάνεται και ο γάμος των ομοφυλοφίλων. Αρκεί οι αντιρρησίες να πείσουν για την ειλικρίνεια των απόψεών τους, κάτι που, για μένα τουλάχιστον, δεν κατάφεραν ώς σήμερα ούτε ο κ. Σαμαράς, ούτε οι κ. Πλεύρης και Βορίδης.

Στην ίδια κατηγορία, αν και προφανώς με περισσότερες επιφυλάξεις, θα ενέτασσα και θέματα λιγότερο «βαριά», για τα οποία, ωστόσο, ο βουλευτής είχε υποστηρίξει με συνέπεια θέσεις αντίθετες με αυτές του κόμματός του. Για ένα βουλευτή με περιβαλλοντικές ευαισθησίες, οι κατά καιρούς επιχειρούμενες νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων είναι, θα έλεγα, ένα καλό παράδειγμα.

Τουναντίον, δυσκολεύομαι να δεχθώ ότι ισχύει το ίδιο για θέματα γενικής πολιτικής, εσωτερικής ή και εξωτερικής. Σε μια δημοκρατία, για τα θέματα αυτά αποφασίζει η δημοκρατικά νομιμοποιημένη κυβέρνηση, ύστερα από διαβούλευση και σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία, εντός και εκτός Βουλής. Προσωπικές απόψεις για τα θέματα αυτά δύσκολα χωρούν και είναι θεμιτό όσοι τελικά προκρίνουν να τις ακολουθήσουν να υφίστανται τις αναμενόμενες συνέπειες.

Στην κατηγορία αυτή θα ενέτασσα τις διαγραφές βουλευτών και της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ τον χειμώνα του 2011-2012, λόγω μη υπερψήφισης του δεύτερου μνημονίου. Το ίδιο, αν και με αποχρώσεις, θα έλεγα ότι ισχύει και για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, τον Ιανουάριο του 2019. Θυμίζω ότι τότε, μόνο χάρη στις ψήφους οκτώ βουλευτών που δεν ανήκαν στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ψηφίστηκε ο σχετικός νόμος, με τους βουλευτές της Ν.Δ. να τον καταψηφίζουν σύσσωμοι, αν και, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, μέσα τους εύχονταν διακαώς να περάσει.

Πριν από πέντε χρόνια, με αυτήν ακριβώς την αφορμή, είχα αναφερθεί και πάλι στη συνείδηση του βουλευτή («Κ», 21.1.2019). Παρέπεμπα μάλιστα στην άποψη που είχε διατυπώσει για το θέμα ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1975, όταν ψηφιζόταν το ισχύον Σύνταγμα. Παρά τις τραυματικές εμπειρίες του από την αποστασία του 1965, είχε υποστηρίξει τότε ότι, αν και πίστευε στην κομματική πειθαρχία, «υπάρχει ένα σημείον, πέραν του οποίου, η συνείδηση του βουλευτή, η συνείδηση ενός μέλους κόμματος, πρέπει να τον καθοδηγήσει» (3.4.1975).

Αν αυτό ισχύει, η απάντηση στο βασικό ερώτημα αυτού του άρθρου δεν μπορεί παρά να είναι μία: η Βουλή δεν είναι μόνο πεδίο αναμέτρησης πειθαρχημένων λόχων, αλλά και forum διαλόγου. Θα ήταν συνεπώς λάθος να παραιτούμαστε εκ των προτέρων από την προσπάθεια να μεταπείσουμε με επιχειρήματα ακόμη και τους πιο δεδηλωμένους αντιπάλους μας.

Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή