Χωρίς δεύτερο πόλο

Θα καταφέρει η Ν.Δ. να μετατρέψει τη θέση κυριαρχίας που σήμερα κατέχει σε πραγματική κυριαρχία, δηλαδή σε κυριαρχία με ικανότητα διάρκειας; Θα υπάρξουν διορθωτικοί μηχανισμοί, όπως μια μορφή συνεργασίας των αντιπολιτεύσεων; Τι μας δείχνουν οι διαχρονικές τάσεις του εκλογικού μας συστήματος

7' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι η Ν.Δ. κυρίαρχο κόμμα; Η ερώτηση είναι ρητορική. Ενα κομματικό σύστημα στο εσωτερικό του οποίου το μέγεθος του δεύτερου κόμματος είναι μικρότερο από το 1/2 του πρώτου, η κατάτμηση των αντιπολιτεύσεων μεγάλη και η δυσκολία μεταξύ τους συνεργασίας ακόμη μεγαλύτερη, αποτελεί «αυτονόητα» σύστημα κυρίαρχου κόμματος. Αυτονόητα; Οχι τόσο. Κρίσιμο χαρακτηριστικό του συστήματος κυρίαρχου κόμματος είναι η διάρκεια. Θα καταφέρει η Ν.Δ. να μετατρέψει τη θέση κυριαρχίας που σήμερα κατέχει σε πραγματική κυριαρχία, δηλαδή σε κυριαρχία με ικανότητα διάρκειας; Θα υπάρξουν διορθωτικοί μηχανισμοί, όπως μια μορφή συνεργασίας των αντιπολιτεύσεων, κάτι που εκτιμά ως πιθανό ο Θανάσης Διαμαντόπουλος; Θα υπάρξει άλλος τρόπος, και ποιος, διόρθωσης της «παρά φύσιν», εάν βέβαια είναι «παρά φύσιν», αυτής κατάστασης; Πριν διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις, ας δούμε μερικούς αριθμούς που εκπλήσσουν.

Μια ανάρμοστη σύγκριση

Οι εκλογικοί νόμοι της Μεταπολίτευσης αποσκοπούσαν στην ενίσχυση σε έδρες του πρώτου κόμματος με σκοπό τη δημιουργία μονοκομματικών πλειοψηφιών. Ιδιαίτερα το «μπόνους πλειοψηφίας» για το πρώτο κόμμα –εισήχθη με τον νόμο Σκανδαλίδη (+ 40 έδρες) το 2004, τροποποιήθηκε (+ 50) με τον νόμο Παυλόπουλου (2008) και μετατράπηκε σε κλιμακωτό μπόνους (2020)– ενίσχυσε το χάσμα εκπροσώπησης μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος, κυρίως όταν το εκλογικό ποσοστό του πρώτου κόμματος ήταν ιδιαίτερα χαμηλό (όπως τον Μάιο του 2012, βλ. Κουστένης, «Εφ. Συντακτών»). Φυσικά, με την εισαγωγή του κλιμακωτού μπόνους από την κυβέρνηση Μητσοτάκη οι πιθανότητες μεγάλης στρέβλωσης, όταν το ποσοστό του πρώτου κόμματος είναι χαμηλό, έχουν σημαντικά περιοριστεί. Παρά ταύτα, η ενίσχυση σε έδρες του νικητή παραμένει σημαντική, όπως έδειξαν οι εκλογές του Ιουνίου 2023.

Το κόμμα που θα καθιερωθεί ως δεύτερο, είτε είναι ο ΣΥΡΙΖΑ είτε το ΠΑΣΟΚ, θα αποκομίσει μείζον εκλογικό όφελος και αυτό που θα βρεθεί τρίτο θα υποστεί μείζονα ζημία.

Ωστόσο νομίζω ότι η πιο σημαντική επιρροή που ασκεί το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής βρίσκεται στον επηρεασμό της κατανομής των ψήφων. Οξύνοντας τον ανταγωνισμό για την κατάληψη της τόσο προνομιακής πρώτης θέσης, καθιστά εξ αντανακλάσεως εξόχως προνομιακή και τη δεύτερη, καθώς το δεύτερο σε ψήφους κόμμα είναι το μόνο που δικαιούται, λόγω μεγέθους, να προσβλέπει στην πρώτη θέση. Η λογική της «χρήσιμης ψήφου» ή της «χαμένης ψήφου» συνιστά τον κρίσιμο πολιτικά μηχανισμό που ωθεί ταυτόχρονα (ή εναλλακτικά) στην ενδυνάμωση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων.

Στον πίνακα επιχειρώ μια «ασυνήθη» σύγκριση. Αντιπαρατίθεται η κατανομή εκλογικής επιρροής πρώτου, δεύτερου και τρίτου κόμματος στην Ελλάδα με την αντίστοιχη κατανομή επιρροής στο Ηνωμένο Βασίλειο, μια χώρα με αμιγώς πλειοψηφικό σύστημα. Η σύγκριση αφορά τη μακρά διάρκεια από το 1974 μέχρι σήμερα. Τα αποτελέσματα δεν είναι ενδεικτικά. Είναι αποκαλυπτικά.

  Ελλάδα (1974-2023) Ην. Βασίλειο (1974-2019)
Μέσος όρος 1ου κόμματος 41,66 40,42
Μέσος όρος 2ου κόμματος 32,80 33,00
Μέσος όρος 3ου κόμματος 9,30 17,25

Oι μέσοι όροι του πρώτου και του δεύτερου κόμματος (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ. ή ΣΥΡΙΖΑ) στην Ελλάδα και στο Ηνωμένο Βασίλειο (Συντηρητικοί ή Εργατικοί) μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό. Αν από λάθος δακτυλογράφησης είχα αλλάξει την ετικέτα και έβαζα «Ελλάδα» στα αποτελέσματα του Ηνωμένου Βασιλείου και «Ηνωμένο Βασίλειο» στα αποτελέσματα που αφορούν την Ελλάδα, θα δημοσίευα τον πίνακα χωρίς να κατανοήσω το λάθος. Και ουδείς θα το παρατηρούσε. Μόνο η παρατήρηση του τρίτου κόμματος θα επέτρεπε τη διάκριση. Ο μ.ό. του τρίτου κόμματος στο Ηνωμένο Βασίλειο (17,25%) είναι πολύ πιο ισχυρός από τον μ.ό. του τρίτου κόμματος στην Ελλάδα (9,30%). Εκεί βρίσκεται η κύρια διαφορά.

Συμπέρασμα: το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής λειτουργεί σαν κλασικό πλειοψηφικό για τα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Η εστίαση στην κατανομή της ψήφου –και όχι, όπως συνήθως γίνεται (και από τους καλύτερους ειδικούς), στην κατανομή των εδρών– δείχνει το πόσο πλειοψηφικά λειτουργεί το εκλογικό μας σύστημα. Πιο πλειοψηφικά είναι δύσκολο να γίνει. Αρα, αν στις έδρες ευνοείται το πρώτο κόμμα, στις ψήφους ευνοούνται και το πρώτο και το δεύτερο κόμμα. Ταυτόχρονα, το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής είναι εξαιρετικά δυσμενές για το τρίτο κόμμα.

Βέβαια, η ενισχυμένη αναλογική, ως σύστημα μεικτό που συνδυάζει ισχυρά πλειοψηφικά στοιχεία με αναλογικά, ναι μεν ευνοεί τα μεγάλα κόμματα, αλλά δεν συνθλίβει τα μικρά, ενώ το αγγλικό πλειοψηφικό σύστημα καθιστά εξόχως δύσκολη την επιβίωσή τους. Αλλά αυτό δεν αφορά τη συζήτησή μας. Αυτό που ενδιαφέρει είναι πιο απλό. Το κόμμα που θα καθιερωθεί ως δεύτερο, είτε είναι ο ΣΥΡΙΖΑ είτε το ΠΑΣΟΚ, θα αποκομίσει μείζον εκλογικό όφελος και αυτό που θα βρεθεί τρίτο θα υποστεί μείζονα ζημία.

Συνεργασία χωρίς κυριαρχία;

Κανένα κόμμα στον κόσμο δεν είναι τόσο ανιδιοτελές ώστε να επιλέξει μια στρατηγική που αποφέρει λιγότερες ψήφους και έδρες όταν ο εκλογικός νόμος ευνοεί μια στρατηγική που αποφέρει περισσότερες. Και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ έχουν απόλυτο συμφέρον να επιλέξουν μια στρατηγική προσαρμοσμένη στον στόχο διατήρησης (για τον ΣΥΡΙΖΑ) ή κατάληψης (για το ΠΑΣΟΚ) της προνομιακής δεύτερης θέσης. Δηλαδή μια στρατηγική μη συνεργατική.

Η θέση, συνεπώς, περί μετώπου των προοδευτικών δυνάμεων προσκρούει στο άμεσο κομματικό συμφέρον των δύο κύριων πόλων της Αριστεράς Κεντροαριστεράς. Προσκρούει, επίσης, σε μια μετεμφυλιακής έμπνευσης πρόνοια του ισχύοντος εκλογικού νόμου. Το κλιμακωτό μπόνους αποδίδεται στο πρώτο αυτοτελές κόμμα ή σε συνασπισμό «μόνον εάν ο μέσος όρος της δύναμης των κομμάτων, που τον απαρτίζουν, είναι μεγαλύτερος από τη δύναμη του αυτοτελούς κόμματος» (πρακτικά: εάν η Ν.Δ. πάρει 30% και ένας συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ 35%, τότε το μπόνους θα πάει στη Ν.Δ.). Προσκρούει ακόμη στις νωπές μνήμες μετωπικής και χωρίς κανόνες σύγκρουσης των δύο κομμάτων αλλά και στο πολύ διαφορετικό ύφος και στυλ των ηγετών τους.

Συνεπώς, η συνεννόηση των κομμάτων της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς είναι πολύ δύσκολη και θα είναι δύσκολη και μετά τις ευρωεκλογές. Οποια κι αν είναι η πίεση, και θα υπάρξει, το go it alone θα κυριαρχήσει. Και το go negative, επίσης. Η δε πιθανή επίκληση της ανάγκης συνεργασιών μάλλον θα αποσκοπεί στην απόκτηση τακτικού πλεονεκτήματος απέναντι στον εταίρο – ανταγωνιστή.

Φυσικά, αν ένα από τα δύο κόμματα αποκτήσει ισχυρό και οριστικό πλεονέκτημα, τότε τα δεδομένα θα αλλάξουν. Ο ανταγωνισμός κυριαρχεί κυρίως όταν δύο παίκτες παλεύουν με εύλογες –και οι δύο– πιθανότητες επιτυχίας για την κατάκτηση της δεύτερης θέσης. Αυτή δίνει το μεγάλο πλεονέκτημα. Αν το πρόβλημα κυριαρχίας επιλυθεί, μια συνεννόηση, λίγο πριν από τις εθνικές εκλογές, για μια μετεκλογική συνεργασία, εάν αυτή μπορούσε να δώσει εναλλακτική κυβερνητική λύση, δεν θα έπρεπε να αποκλειστεί. Προβλέψεις, ωστόσο, για δύο ή τρία χρόνια μετά απλώς αγνοούν τις απροσδόκητες διαδρομές που φύσει δημιουργεί το «κενό εκπροσώπησης».

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα διακρίνεται από τη μακρά εκλογική υπεροχή, από το 1981 μέχρι και το 2019, των δυνάμεων Αριστεράς, Κεντροαριστεράς και Κέντρου. Πρόκειται για σχεδόν εξαίρεση στην Ευρώπη. Αυτή η τάση αντιστράφηκε το 2023. Η ύπαρξη μιας πλειοψηφίας που έκλινε περισσότερο προς την Κεντροαριστερά εξηγεί και τα ανοίγματα των ηγεσιών της Ν.Δ. προς το Κέντρο (από το «ριζοσπαστικό κέντρο» και τον «μεσαίο χώρο» μέχρι τη σημερινή πολιτική του Κ. Μητσοτάκη). Βέβαια, οι παλαιές αποδόσεις δεν εγγυώνται τις μελλοντικές. Αν και όλα είναι δυνατά, η μετατροπή της θέσης κυριαρχίας που κατέχει σήμερα η Ν.Δ. σε κυριαρχία μακράς διαρκείας θα είναι πολύ δύσκολη. Οι βαριές τάσεις δεν ανατρέπονται εύκολα. Οσο κι αν βοηθήσουν, και βοηθούν πολύ, οι δυνάμεις του προοδευτικού «στρατοπέδου».

Δεν χάνεις αν ο αντίπαλος δεν κερδίζει

Στην πολιτική τα ποσοστά δεν αθροίζονται. Τα μέτρια κόμματα δεν ζωντανεύουν, ούτε ανθούν επειδή πρέπει να «φύγει ο αντίπαλος». Αν ισχυρές πράξεις ανανέωσης δεν προκαλέσουν ένα «νέο κύμα ενέργειας», τίποτε δεν θα καλύψει το πρωτόγνωρο κενό πολιτικής αντιπροσώπευσης που έχει εμφανιστεί στην ευρεία Αριστερά και Κεντροαριστερά. Εάν κανένα εκ των δύο κομμάτων δεν καταφέρει να υπερβεί τον μέτριο εαυτό του, εάν οι ηγεσίες τους συνεχίσουν να κάνουν κύκλους γύρω από τον εαυτό τους, όλα είναι δυνατά.

Ειδικά όμως για το δεύτερο κόμμα, όποιο και αν είναι αυτό, φαίνεται να ισχύει το συμπέρασμα που διατύπωνε ο Ν. Ν. Σαρίπολος ως κριτική στα πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα του 19ου αιώνα: «Η μειοψηφία δεν έχει παρά ένα μόνο δικαίωμα: να προσπαθεί να καταστεί πλειοψηφία» (παρατίθεται σε Κουστένης). Σήμερα δεν είναι ακριβώς έτσι, δεν είναι και πολύ διαφορετικά.

Το νόημα της ανάλυσης που προηγήθηκε είναι το εξής: εάν ένα κόμμα πάρει κεφάλι ως δεύτερο, εάν πείσει ότι «μπορεί», ο εκλογικός νόμος που λειτουργεί ως πλειοψηφικός για τα δύο μεγαλύτερα κόμματα θα του προσφέρει την ώθηση για να εκτιναχθεί. Το ωστικό κύμα θα είναι μικρότερο από ό,τι θα ήταν στο παρελθόν, η «μειοψηφία» πιθανόν θα χρειαστεί μετεκλογικές συμμαχίες για να καταστεί «πλειοψηφία», αλλά η ώθηση θα έχει δοθεί.

Αναλύοντας τις εκλογές του 2007, ο Ηλίας Ντίνας είχε χρησιμοποιήσει τον τίτλο «Δεν μπορείς να χάσεις αν ο αντίπαλός σου δεν μπορεί να κερδίσει». Αυτό συνέβη στις εκλογές του 2023, αυτό συμβαίνει ακόμη περισσότερο σήμερα. Εάν κανένα κόμμα δεν πείσει ότι «μπορεί», τότε ένας τρίτος παίκτης, κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, δεν αποκλείεται να εμφανιστεί. Τον παίκτη αυτόν δεν τον γνωρίζουμε. Και δεν είμαστε ακόμη εκεί.

Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι οι εκλογείς έχουν χρόνο μέχρι τις επόμενες βουλευτικές, όχι απλώς μέχρι τις ευρωεκλογές, για να επιλύσουν, αν επιλέξουν να επιλύσουν, το πρόβλημα του κενού πολιτικής εκπροσώπησης. Οι ηγεσίες μάλλον διαθέτουν λιγότερο χρόνο, αλλά διαθέτουν. Ας μη βιαζόμαστε.

*Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής Ανάλυσης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή