Ο Μιτεράν πρόεδρος της Γαλλίας

Ο Μιτεράν πρόεδρος της Γαλλίας

Η κυβερνητική αλλαγή στο Παρίσι σηματοδοτεί ένα μείζονος σημασίας ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό εγχείρημα

7' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Tο Κοινό Πρόγραμμα (Κ.Π.) αποτελεί «το πιο συνεκτικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο που διατυπώθηκε ποτέ στη Γαλλία». Αυτό δήλωνε στις 28 Ιουνίου 1972, την επομένη της υιοθέτησης του Κ.Π. από τους Γάλλους κομμουνιστές και σοσιαλιστές, ο Αλέν Κριβίν, εμβληματικός τροτσκιστής ηγέτης και έντονα κριτικός προς την Ενωμένη Αριστερά. Το Κοινό Πρόγραμμα έφερε τα πάνω κάτω στο γαλλικό πολιτικό σύστημα. Οδήγησε σε έναν ισχυρό διπολισμό (Δεξιά – Αριστερά), ανέτρεψε την πρωτοκαθεδρία των κομμουνιστών στο εσωτερικό της Αριστεράς και οδήγησε, μετά πάνω από 20 χρόνια στην αντιπολίτευση, στη μεγάλη νίκη του Φρανσουά Μιτεράν στις 10 Μαΐου 1981, στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, με ποσοστό 51,8%. Το «πιο συνεκτικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο που διατυπώθηκε ποτέ στη Γαλλία» ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστικό για τα δεδομένα της ευρωπαϊκής Αριστεράς της εποχής. Η υπογραφή του ολοκλήρωσε μια δύσκολη διαδικασία προσέγγισης μεταξύ σοσιαλιστών και κομμουνιστών, η οποία είχε ξεκινήσει στις αρχές της δεκαετίας του 1960· είχε δε ως στόχο όχι απλώς την άνοδο της Αριστεράς στην εξουσία, αλλά τον μετασχηματισμό της κοινωνίας στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Ηταν όμως έτσι;

Ο Μιτεράν πρόεδρος της Γαλλίας-1
11.5.1981. Κρατώντας πόστερ με τον Μιτεράν και το κόκκινο τριαντάφυλλο, Παριζιάνοι πανηγυρίζουν τη νίκη των Σοσιαλιστών. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Ο Μιτεράν πρόεδρος της Γαλλίας-2
Συνάντηση του Ζορζ Μαρσέ με τον πρόεδρο, πλέον, Μιτεράν, ο οποίος εξελέγη έχοντας λεηλατήσει την παραδοσιακή εκλογική βάση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Παρακάτω θα αναπτύξουμε δύο ιδέες.

Το Κ.Π. αποτέλεσε το πρώτο βήμα διαμόρφωσης ενός «συστήματος δυαδικής δύναμης» (σοσιαλιστές + κομμουνιστές) το οποίο οδήγησε τη γαλλική Αριστερά, στο εσωτερικό της οποίας κανένα κόμμα, και πάντως όχι το σοσιαλιστικό, δεν διέθετε τα χαρακτηριστικά της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας, στην ανάληψη ενός άτυπου σοσιαλδημοκρατικού «ρόλου» εντός του κομματικού συστήματος.

Η κυβερνητική εμπειρία της Ενωμένης Αριστεράς υπήρξε –για το σύνολο της Ευρώπης– η τελευταία, η πιο προχωρημένη και πολιτικά η πιο αξιόπιστη απόπειρα διατήρησης στη ζωή του μεταπολεμικού σοσιαλδημοκρατικού οικονομικού παραδείγματος. Η οικονομική αποτυχία της, αποτυχία που σηματοδοτείται από τη μεγάλη στροφή στη λιτότητα το 1983, άνοιξε οριστικά τον δρόμο προς μια νέου τύπου κυβερνώσα Αριστερά, πιο κοντά σε αυτό που αργότερα ονομάστηκε ο «Τρίτος Δρόμος».

Ο Μιτεράν πρόεδρος της Γαλλίας-3
12.5.1981. Ως ιστορική αλλαγή με διεθνείς επιπτώσεις χαρακτηρίζει τη νίκη Μιτεράν η «Κ».

Η εκλογική ανάπτυξη της γαλλικής Αριστεράς

Η θεωρία της «αστικοποίησης» της εργατικής τάξης βρήκε τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Στη Γαλλία, ο Ρενέ Μουριό, το 1970, θεωρούσε δεδομένο ότι «οι εργάτες ψήφιζαν όλο και περισσότερο υπέρ δεξιών υποψηφίων. Πρόκειται για ένα διεθνικό φαινόμενο που πήρε μεγαλύτερη έκταση στη Γαλλία απ’ ό,τι αλλού, και ιδιαίτερο χρωματισμό με την προεδρία του στρατηγού Ντε Γκωλ». Ωστόσο, η αλλαγή της «πολιτικής προσφοράς», μέσω της συγκρότησης της Ενωσης, φάνηκε να σαρώνει, σε λιγότερο από ένα χρόνο, τις θεωρίες της αστικοποίησης της εργατικής τάξης και του τέλους των ιδεολογιών. Στις βουλευτικές του 1973, ένα μόλις έτος μετά την υπογραφή του Κοινού Προγράμματος, η Αριστερά λαμβάνει 68% της εργατικής ψήφου (+14 μονάδες σε σχέση με τις εκλογές του 1967) και 44% στο εσωτερικό της ευρύτερης κατηγορίας των υπαλλήλων και μεσαίων στελεχών (όσο ακριβώς και το 1967). Στον δε δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 1974 ο Φρανσουά Μιτεράν, κοινός υποψήφιος της Αριστεράς, λαμβάνει 73% της εργατικής ψήφου (+18 μονάδες σε σχέση με το ποσοστό που είχε ο ίδιος λάβει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 1965).

Ο σχηματισμός της αριστερής συμμαχίας επαναφέρει στο επίκεντρο της γαλλικής πολιτικής ζωής την ταξική ψήφο και διαίρεση. Δημιουργείται έτσι ένας χωρίς προηγούμενο –στη μεταπολεμική γαλλική εκλογική ιστορία– συνασπισμός εκλογέων, ο οποίος φέρει την Αριστερά πολύ κοντά, από την άποψη της εκλογικής κοινωνιολογίας, στα κόμματα του «σοσιαλδημοκρατικού τριγώνου» της εποχής (σκανδιναβικά, βρετανικό Εργατικό Κόμμα, γερμανικό SPD). Οι ομοιότητες είναι σημαντικές. Θα αναφερθώ σε δύο από αυτές: α) Το επίπεδο διακύμανσης της εργατικής διείσδυσης της γαλλικής Αριστεράς κατά την περίοδο 1973-1981 (68%-73% της εργατικής ψήφου) είναι αντίστοιχο με αυτό των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. β) Η εκλογική ανάπτυξη της γαλλικής Αριστεράς σε δύο φάσεις (πρώτη φάση: ταχύτατη βελτίωση της επιρροής της στο εσωτερικό των εργατικών στρωμάτων, δεύτερη φάση: βαθμιαία ενίσχυσή της στο εσωτερικό των μεσαίων μισθωτών στρωμάτων) ανταποκρίνεται απόλυτα στη δόμηση του «κοινωνιολογικού χρόνου» που χαρακτηρίζει τους σοσιαλδημοκρατικούς συνασπισμούς εκλογέων. Ετσι, όχι μόνον ως προς τη στατική εικόνα, αλλά και ως προς τη δυναμική, το εκλογικό σώμα της Συμμαχίας μοιάζει εντυπωσιακά –για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο– στα εκλογικά σώματα σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Επιπλέον, σε συνθήκες αύξουσας αποβιομηχάνισης, με το ποσοστό της κατηγορίας «εργάτες» να μειώνεται σημαντικά στο εσωτερικό της μισθωτής εργασίας, η Ενωση εμφανίζεται να έχει την ίδια δομή εκλογικής επιρροής με εκείνη των επιτυχημένων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, αλλά ταυτόχρονα να είναι πιο μοντέρνα από αυτά (λόγω της πιο ισχυρής διείσδυσής της στα νέα μισθωτά στρώματα).

Νομιμοποιημένη δύναμη κυβερνητικής εναλλαγής

Την περίοδο 1973-1981, η Ενωση καθιερώνεται ως ισχυρή λαϊκή συμμαχία και συγχρόνως ακολουθεί μια πορεία μερικής αποριζοσπαστικοποίησης. Η αποριζοσπαστικοποίηση είναι το αποτέλεσμα, αφενός, της αλλαγής του συσχετισμού ισχύος μεταξύ του Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΓΣΚ) και του Κομμουνιστικού (ΚΚΓ) –και άρα της ιδεολογικής μετατόπισης του κέντρου βάρους της Συμμαχίας υπέρ του πιο μετριοπαθούς πόλου– και, αφετέρου, της συνειδητής κεντρομόλου στρατηγικής του Μιτεράν.

Σε όλο το διάστημα μετά την υπογραφή του Κ.Π. όλοι οι δείκτες ισχύος, είτε έμμεσοι (δημοσκοπήσεις, εικόνα κομμάτων και ηγεσιών) είτε άμεσοι (τοπικές, επαναληπτικές εκλογές) ευνοούν το ΓΣΚ εις βάρος των κομμουνιστών. Στα μάτια των Γάλλων, το ΓΣΚ εμφανίζεται σαν «το κόμμα του μέλλοντος» – με εντυπωσιακά μεγάλη διαφορά σε σύγκριση με όλα τα γαλλικά κόμματα της εποχής. Βέβαια, η αλλαγή του εκλογικού συσχετισμού υπέρ του ΓΣΚ και εις βάρος του ΚΚΓ έγινε μόλις το 1978. Ομως οι κομμουνιστές, που έσπασαν τη συμμαχία το 1977, διατυπώνοντας αιτήματα ριζοσπαστικοποίησης του Κοινού Προγράμματος, δεν έκαναν καθόλου λάθος: η μετατόπιση του ιδεολογικού κέντρου βάρους της Ενωσης δεν τους ευνοούσε. Ηταν όμως ήδη αργά γι’ αυτούς, με δεδομένο το ισχυρό ενωτικό φαντασιακό που είχε δημιουργηθεί στο εσωτερικό του «κόσμου της Αριστεράς».

Σταδιακά, το Κοινό Πρόγραμμα έπαψε να προκαλεί φόβο στο εκλογικό σώμα. Και όπως έγραψε ο Ετιέν Σβεσγούτ, ένα τμήμα των εκλογέων της Αριστεράς ψήφιζε αριστερά παρά το Κ.Π. και όχι εξαιτίας του. Η γαλλική Αριστερά, μέσω της στρατηγικής του Κ.Π., επιβλήθηκε, είτε ως επίσημη τυπική συμμαχία (1972-1977) είτε, μετά τη διάσπασή της το 1977, ως ελάχιστος άτυπος εκλογικός συνασπισμός (1977-1981), ως δύναμη φυσικής κυβερνητικής εναλλαγής. Καθιερώθηκε ως νομιμοποιημένη δύναμη κυβερνητικής κλίσης ικανή να εξουδετερώσει την «καθεστωτική ψήφο» – την ψήφο που θα έτεινε να εμποδίσει μια αντισυστημική δύναμη να ανέλθει στην εξουσία.

Συνεπώς, η Ενωμένη Αριστερά δεν λειτούργησε ως πόλος αντίστοιχος με τα μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μόνον ως προς τη δομή της κοινωνικής της επιρροής. Λειτούργησε ως πόλος αντίστοιχος με τη σοσιαλδημοκρατία και ως προς τη συμπεριφορά της στον κομματικό ανταγωνισμό, δηλαδή ως «εκλογικός επιχειρηματίας». Και κατάφερε, όπως ακριβώς η πλειονότητα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, να καθιερωθεί ως νομιμοποιημένη δύναμη κυβερνητικής εναλλαγής. Παραδόξως, η Ενωμένη Αριστερά ανέλαβε ένα ρόλο κοντινό με αυτόν των κομμάτων σοσιαλδημοκρατικού τύπου, σε μια περίοδο που έμοιαζε να συγκροτείται, περισσότερο από ποτέ, ως το αντι-παράδειγμα, ως ένα είδος «αντι-σοσιαλδημοκρατίας». Ο δε Φρανσουά Μιτεράν αποδείχτηκε, βοηθούμενος από την προεδρική λογική του συστήματος την οποία πλήρως υιοθέτησε, ένας δεξιοτέχνης των ισορροπιών. Η μεγάλη ιστορική νίκη του 1981 ήταν σε μεγάλο βαθμό δικό του επίτευγμα.

Ο Μιτεράν πρόεδρος της Γαλλίας-4
21 Μαΐου 1980. Ο απερχόμενος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν υποδέχεται τον διάδοχό του. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Η τελευταία σημαντική σοσιαλδημοκρατική μάχη ήταν γαλλική, και χάθηκε

Αν η γαλλική Αριστερά προσέγγισε πολύ, και ως κοινωνικός συνασπισμός και ως εκλογικός επιχειρηματίας, το σοσιαλδημοκρατικό υπόδειγμα, το ιδεολογικό-προγραμματικό της προφίλ παρέμεινε, εν τούτοις, πιο ριζοσπαστικό από εκείνο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της εποχής. Στην πράξη, η Ενωση της Αριστεράς υπήρξε, στη διάρκεια των δεκαετιών 1970 και 1980, η σημαντικότερη προσπάθεια προώθησης στην Ευρώπη ενός είδους αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Βέβαια, η κίνηση προς τον ριζοσπαστισμό δεν έλαβε χώρα μόνο στη Γαλλία, όπως δείχνουν το σχέδιο Μάιντνερ των Σουηδών και η στροφή στα αριστερά του βρετανικού Εργατικού Κόμματος. Μόνο, όμως, στη Γαλλία η κίνηση αυτή έλαβε κυβερνητικά χαρακτηριστικά (για το ΠΑΣΟΚ ας μη μιλήσουμε), στηρίχτηκε από υψηλού επιπέδου ελίτ και από την dirigiste κουλτούρα του γαλλικού κράτους.

Με ένα πρόγραμμα που συνδύαζε δομικές μεταρρυθμίσεις (ανάμεσά τους, εκτεταμένες εθνικοποιήσεις) και μεταρρυθμίσεις αναδιανομής, καθώς και μια ατζέντα κεϊνσιανής αναθέρμανσης της οικονομίας, ο Μιτεράν προώθησε μια οικονομική και κοινωνική πολιτική που εμπνεόταν από το μεταπολεμικό σοσιαλδημοκρατικό παράδειγμα. Η ενδεχόμενη επιτυχία αυτής της πολιτικής θα αποτελούσε πρότυπο για την ευρωπαϊκή Αριστερά, η οποία ταλαντευόταν ανάμεσα στην παραδοσιακή πολιτική της και στη στροφή στις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις. Η ενδεχόμενη αποτυχία της θα αποτελούσε επίσης «πρότυπο», αλλά αρνητικό.

Το φύσει επισφαλές και φύσει πρόσκαιρο εγχείρημα της Ενωσης, αυτή η οιονεί σοσιαλδημοκρατία χωρίς σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, προσέκρουσε στον εχθρικό εθνικό και διεθνή περίγυρο (οικονομική κρίση), σε ευρωπαϊκούς καταναγκασμούς, αλλά και στις διαιρέσεις τόσο της πολιτικής όσο και της συνδικαλιστικής γαλλικής Αριστεράς. Εντέλει, η «άλλη πολιτική» εγκαταλείφθηκε οριστικά το 1983.

Μαζί με τη στροφή του Μιτεράν στη λιτότητα, το τρίτο προγραμματικό κύμα συγκρότησης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αυτό που δημιούργησε το εκτεταμένο κοινωνικό κράτος και μια νέα ισορροπία μεταξύ πολιτικής και αγορών, έφτασε στο τέλος του. Η τελευταία σημαντική σοσιαλδημοκρατική μάχη ήταν ριζοσπαστική και ήταν γαλλική. Η μάχη αυτή χάθηκε.

Η τελική έκβαση, η εγκατάλειψη της αρχικής οικονομικής πολιτικής, αποδείχτηκε «παραδειγματική». Επικύρωσε και επιτάχυνε το τέλος της «παλαιάς» σοσιαλδημοκρατίας και άνοιξε διάπλατα τον δρόμο στη λεγόμενη «νέα» σοσιαλδημοκρατία. Αυτή η νέα σοσιαλδημοκρατία, που κυριαρχεί και σήμερα, υπήρξε η λιγότερο σοσιαλδημοκρατική και η λιγότερο εκλογικά αποτελεσματική στο σύνολο της ιστορίας της Αριστεράς.
 
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή