Αρθρο του Εντι Ζεμενίδη στην «Κ»: Η ιστορική ευκαιρία του Αμερικανού ΥΠΕΞ

Αρθρο του Εντι Ζεμενίδη στην «Κ»: Η ιστορική ευκαιρία του Αμερικανού ΥΠΕΞ

Τη στιγμή που ο Αντονι Μπλίνκεν επρόκειτο να επισκεφθεί την Ελλάδα, είναι λογικό να αναρωτιέται κανείς αν αυτό είναι το τελευταίο του ταξίδι με την ιδιότητα του Αμερικανικού ΥΠΕΞ στη χώρα

4' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τη στιγμή που ο Αντονι Μπλίνκεν επρόκειτο να επισκεφθεί την Ελλάδα, είναι λογικό να αναρωτιέται κανείς αν αυτό είναι το τελευταίο του ταξίδι με την ιδιότητα του Αμερικανικού ΥΠΕΞ στη χώρα. Το 2024 είναι άλλωστε εκλογική χρονιά. Δεν υπάρχει βεβαιότητα ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ κι έτσι ο Μπλίνκεν βρίσκεται στη διόλου ευχάριστη θέση να πρέπει να φέρει εις πέρας μια εξωτερική πολιτική, η οποία θέτει ταυτόχρονα τα θεμέλια μιας δεύτερης κυβέρνησης Μπάιντεν ή καθορίζει την υστεροφημία της μοναδικής του θητείας. Οσο μεγάλη και αν είναι αυτή η πρόκληση, η ελληνοαμερικανική συμμαχία δίνει στον Μπλίνκεν την ευκαιρία να πετύχει με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι ο Αμερικανός ΥΠΕΞ θα έχει τον άμεσο έλεγχο της διμερούς σχέσης, όπως έπραξε και ο προκάτοχός του Μάικλ Πομπέο κατά την τελευταία χρονιά της θητείας του.

Ο Μπλίνκεν θα πρέπει να αδράξει τις ευκαιρίες που του προσφέρει ο ρόλος του, καθώς επρόκειτο να απολαύσει τον ήλιο της Κρήτης στη διάρκεια της γιορτής των Θεοφανίων. Ο ΥΠΕΞ των ΗΠΑ όφειλε να καταστήσει σαφές στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ότι σκέφτεται μακροπρόθεσμα. Μία από τις πλέον εύστοχες επικρίσεις εις βάρος του Χένρι Κίσινγκερ από τον Μάικλ Ρούμπιν του Αμερικανικού Επιχειρηματικού Ινστιτούτου ήταν ότι ο πρώην ΥΠΕΞ των ΗΠΑ υπήρξε άσος της βραχυπρόθεσμης σκέψης και δράσης. Η δυναμική των διεθνών πολιτικών συσχετισμών συχνά ενθαρρύνει τέτοιου είδους προσεγγίσεις με βραχύ ορίζοντα, επειδή μεγάλο κομμάτι της εξωτερικής πολιτικής αφιερώνεται στη διαχείριση κρίσεων. Ούτως ή άλλως, ποιος μπορούσε να προβλέψει στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2020 ότι οι ΗΠΑ θα βρίσκονταν αντιμέτωπες με δύο μεγάλους πολέμους;

Παρ’ όλα αυτά, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπό τον Μπλίνκεν ευθύνεται για μια ιδιαίτερα καταστροφική κοντόφθαλμη προσέγγιση, που έχει επικεντρωθεί στην επίλυση ενός άμεσου προβλήματος, αδιαφορώντας για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες. Πάρτε για παράδειγμα το ζήτημα των F-35 προς την Ελλάδα και των F-16 προς την Τουρκία, το οποίο αναμφισβήτητα βρίσκεται στην ατζέντα των επαφών του Αμερικανού ΥΠΕΞ με τον Ελληνα πρωθυπουργό. Παρά τις επίσημες ανακοινώσεις που διαψεύδουν οιαδήποτε σχέση, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει ξεκάθαρα συνδέσει τις δύο πωλήσεις σε μια προσπάθεια να παράσχει ένα κίνητρο στο Κογκρέσο να εγκρίνει τις πωλήσεις προς την Τουρκία. Η πολιτική αυτή αποδεικνύει τους κινδύνους της κοντόφθαλμης οπτικής. Οποιος εμπνεύστηκε αυτήν τη σύνδεση, φαντάστηκε ίσως ότι είναι μια κομψή λύση σε μια σειρά από προκλήσεις. Οταν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ άφησε να διαρρεύσει αυτή η σύνδεση πριν από ένα χρόνο θα πρέπει να υπέθεσε ότι αυτή η πολιτική θα μπορούσε ταυτόχρονα α) να επιταχύνει την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, β) να ικανοποιήσει τα συμφέροντα ασφαλείας της Ελλάδας και γ) να παράσχει τη βάση για μια αναθεωρημένη σχέση μεταξύ Ουάσιγκτον και Αγκυρας.

Ενα χρόνο αργότερα, η προσέγγιση του αμερικανικού ΥΠΕΞ στο ζήτημα των μαχητικών αεροσκαφών έχει εξελιχθεί κάθε άλλο παρά κομψά. Αντίθετα, και στα τρία αυτά μέτωπα θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι ΗΠΑ ήταν σε καλύτερη θέση ένα χρόνο νωρίτερα. Η προοπτική ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ παραμένει μάλλον υπόθεση και όχι βεβαιότητα. Η αξιοπιστία των ΗΠΑ στην Αθήνα έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα, επειδή το Στέιτ Ντιπάρτμεντ μεταβάλλει διαρκώς τις προσδοκίες για την οριστικοποίηση της πώλησης των F35. Δημιουργείται έτσι η δικαιολογημένη αίσθηση πως η Ελλάδα τιμωρείται αδίκως εξαιτίας της δυσλειτουργίας στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Μετά τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, εξάλλου, η προσοχή της Ουάσιγκτον απομακρύνθηκε από την Ουκρανία και η σύμπλευση της Τουρκίας με τη Χαμάς εμποδίζει μια επανεκκίνηση στις σχέσεις Ουάσιγκτον – Αγκυρας.

Η αρχή του 2024 είναι μια καλή χρονική στιγμή για πρωτοχρονιάτικες αποφάσεις και ο Μπλίνκεν θα μπορούσε να υιοθετήσει ορισμένες που αφορούν τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις:

Η αξιοπιστία των ΗΠΑ στην Αθήνα έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα, επειδή το Στέιτ Ντιπάρτμεντ μεταβάλλει διαρκώς τις προσδοκίες για την οριστικοποίηση της πώλησης των F-35.

Η πώληση των F-35 θα οριστικοποιηθεί ευθύς μόλις επιστρέψει από τις γιορτές το Κογκρέσο. Η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να είναι ένα διαπραγματευτικό χαρτί σε οποιαδήποτε μάχη του Κογκρέσου εναντίον της Τουρκίας επιχειρεί να πλοηγήσει η κυβέρνηση. Η Τουρκία είναι εκείνη που θα πρέπει να προσαρμόσει τη συμπεριφορά της.

Το λάθος της σύνδεσης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων με τις αμερικανοτουρκικές δεν πρέπει να επαναληφθεί. Οι επιδόσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν σε αυτό το μέτωπο είναι σε γενικές γραμμές θετικές. Ο Ελληνας πρωθυπουργός εξασφάλισε μια επίσκεψη στον Λευκό Οίκο, μια ομιλία στο Κογκρέσο, ενώ ο Ερντογάν όχι. Ο ελληνοαμερικανικός στρατηγικός διάλογος είναι ουσιαστικός, ο αντίστοιχος μηχανισμός ΗΠΑ – Τουρκίας όχι. Ωστόσο, η σύνδεση των F35 και F16 απειλεί να τινάξει στον αέρα όλα αυτά και όλα εξαρτώνται από την αέναη υπομονή και πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα.

Η συνεργασία με την Ελλάδα στο μέλλον. Υπάρχουν σοβαρές συζητήσεις για την επόμενη ημέρα τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Μέση Ανατολή. Η Ελλάδα έχει πολλά να συνεισφέρει σε αυτές και θα μπορούσε να προσφέρει ακόμη περισσότερα αν θεσμοθετηθούν κάποιες από αυτές τις συνεργασίες (σαν την «3+1»). Η προσέγγιση από τα κάτω προς τα πάνω που ακολουθεί το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ελάχιστη πρόοδο έχει επιφέρει, και ο Μπλίνκεν κινδυνεύει να χάσει την ευκαιρία να αφήσει πίσω του έργο, θεσμοθετώντας συνεργασίες που έχουν τόσο άμεσο όσο και μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα.

Το 2024 προϋποθέτει ηγεσία και στρατηγική περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά στην πρόσφατη ιστορία. Καθώς ο Αμερικανός ΥΠΕΞ βρισκόταν στην Κρήτη με έναν σοβαρό εταίρο του οποίου η χώρα μοιράζεται τα συμφέροντα και τις αξίες των ΗΠΑ, είναι καιρός να εφαρμοστεί το εγχώριο σύνθημα της κυβέρνησης και στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής: «Ας ξαναχτίσουμε καλύτερα!».

Ο κ. Εντι Ζεμενίδης είναι εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή